Θεέ μου Θεέ μου, δώσε προσοχήν στον πόνον μου. Διατί με έχεις εγκαταλείψει; Βλέπω, ότι η σωτηρία μου είναι πολύ μακράν. Εχω βυθισθή εις απύθμενον βάθος οδύνης, και συ δεν ακούεις τας θρηνώδεις κραυγάς της προσευχής μου.
Θεέ μου, φωνάζω προς σε όλην την ημέραν, χωρίς όμως και να εισακούoμαι. Κράζω όλην την νύκτα, χωρίς ποτέ από κανένα να χαρακτηρισθή ως παραλογισμός και ανοησία η εναγώνιος αυτή προσευχή μου.
Και όμως αισθάνομαι ότι συ είσαι κοντά μου, διότι κατοικείς εντός μου. Συ είσαι η δόξα και το καύχημα του λαού σου.
Εις σε είχαν στηρίξει τας ελπίδας των οι πρόγονοί μας. Εις σε ήλπισαν και συ, ανταμείβων την πίστιν των, τους απήλλαξες από τους κινδύνους.
Προς σε έκραξαν εκείνοι με όλην των την δύναμιν και εσώθησαν από τα κακά και τους κινδύνους, που τους απειλούσαν. Εις σε εστήριξαν τας ελπίδας των και δεν εντροπιάσθησαν δι' αυτό, αλλά εδικαιώθησαν.
Εγώ όμως είμαι άθλιος ωσάν ένας σκώληξ, δεν είμαι καν άνθρωπος. Εγινα χλευασμός και περίγελως των ανθρώπων. Σαν μια τιποτένια ύπαρξις θεωρούμαι από όλους.
Όλοι όσοι με βλέπουν με εμπαίζουν και με σαρκάζουν· με υβρίζουν και με βλασφημούν, κινούν ειρωνικώς και απειλητικώς την κεφαλήν των λέγοντες·
“ισχυρίζεται ότι έχει στηρίξει τας ελπίδας του στον Κύριον. Αν αυτό είναι αληθινόν, ας τον σώση ο Θεός. Ας τον σώση, διότι αυτός ισχυρίζετο, ότι ο Κύριος τον θέλει, ότι ο Κύριος τον αγαπά ιδιαιτέρως”.
Και όμως εγώ αισθάνομαι και έχω την βεβαιότητα ότι αγαπώμαι από σε, διότι συ είσαι εκείνος, ο οποίος με ανέσπασες από την κοιλίαν της μητρός μου και με έφερες στον κόσμον. Συ είσαι η ελπίς μου από αυτής ακόμα της βρεφικής μου ηλικίας, όταν εθήλαζα το γάλα της μητρός μου.
Και έμβρυον, όταν ακόμη ευρισκόμην εις την κοιλίαν της μητρός μου, εις σε είχα επιρριφθή με πίστιν. Ναι, Κύριε, από της εποχής, που ήμουν εις την κοιλίαν της μητρός μου, συ είσαι ο Θεός μου και σωτήρ μου.
Μη, λοιπόν, απομακρυνθής τώρα από εμέ, διότι ευρίσκομαι εις μεγάλην θλίψιν και δεν υπάρχει κανείς να μου δώση βοήθειαν.
Οι "εχθροί" μου με έχουν περικυκλώσει, ωσάν άγριοι μόσχοι. Από παντού με έχουν περισφίγξει σαν δυνατοί μαινόμενοι ασυγκράτητοι ταύροι.
Ήνοιξαν εναντίον μου διάπλατα φοβερόν το στόμα των σαν άγρια λιοντάρια, τα οποία ωρυόμενα αρπάζουν με μανίαν το θύμα των.
Από τους τρομερούς και αβάστακτους πόνους παρέλυσα. Έγινα σαν το νερό, που χύνεται ασκόπως κατά γης. Σαν να εξεκλειδώθησαν αι αρθρώσεις μου, σαν να διεσκορπίσθησαν τα οστά μου. Η καρδία μου μέσα στο στήθος μου είναι ωσάν κερί, το οποίον λειώνει από την φωτιάν.
Σαν πήλινο σκεύος, το οποίον χωρίς νερό ξηραίνεται στον φλογερόν ήλιον, έτσι εξηράνθη και εξέλιπεν η δύναμίς μου. Η γλώσσα μου από την δίψαν, που με κατακαίει και την αγωνίαν, εκόλλησεν στον λάρυγγά μου. Και συ, Κύριε, φαίνεται σαν να με άφησες, να φθάσω στο χώμα του βαθέος τάφου.
Διότι ιδού, οι "εχθροί" μου σαν αγέλη αγρίων κυνών με έχουν περικυκλώσει. Ο συρφετός αυτός των επικίνδυνων ανθρώπων σαν με φοβερά καρφιά έχουν διατρυπήσει τα χέρια μου και τα πόδια μου.
Από την εξάντλησιν και την αδυναμίαν, εις την οποίαν έχω καταντήσει, ημπορούν όλοι να διακρίνουν και να μετρούν τα οστά του σώματός μου. Οι "εχθροί" μου με χαιρεκακίαν πολλήν κατέστησαν τον πόνον μου και τον σπαραγμόν μου.
Εμοιράσθησαν μεταξύ των τα ενδύματά μου και δια το ακριβώτερον ένδυμά μου- τον άρραφον χιτώνα- έβαλαν κλήρον, ποιός θα το πάρη.
Συ όμως, Κύριε, μη βραδύνης να με βοηθήσης. Μη αναβάλλης αλλά έλα εις την βοήθειάν μου.
Γλύτωσε, Κύριε, την ζωήν μου από την ρομφαίαν, την οποίαν με μανίαν υψώνουν και ετοιμάζονται να καταφέρουν εναντίον μου οι "εχθροί" μου. Την μονάκριβον και πολύτιμον ψυχήν μου γλύτωσέ την, Κύριε, από την μανίαν τους, οπού ωσάν λυσσασμένος σκύλος ορμά εναντίον μου.
Σώσε με από τους "εχθρούς" μου, οι οποίοι σαν λιοντάρι πεινασμένο ανοίγουν άγριον το στόμα των, δια να με καταβροχθίσουν. Εμέ, που έχω βυθισθή εις τόσην ταπείνωσιν και εξουδένωσιν, γλύτωσέ με από τους επιτιθεμένους εναντίον μου με μανίαν ζώου μονοκέρωτος.
Εάν, Κύριε, με σώσης, και πιστεύω απολύτως ότι θα με σώσης, θα διηγούμαι τα μεγαλεία σου ακαταπαύστως. Εν μέσω συναθροίσεως πλήθους λαού θα σε δοξολογώ.