Αφήνεις να εκμεταλλεύονται
το φιλότιμο και την καλοσύνη σου;
Εντάξει και τι άλλαξε;
Πρόσθεσες άλλον έναν στο δισάκι σου. Το φόρτωσες στην πλάτη και πορεύεσαι. Τουλάχιστον αντέχεις το βάρος.
Απεναντίας δεν βλέπεις το φόρτωμα.
Το νιώθεις κάθε που κάνεις ένα βήμα παραπέρα. Στην αρχή δυσκολεύεσαι, μετά συνηθίζεις. Έτσι λες στον εαυτό σου κάθε φορά που λυγίζεις.
Ξέρεις πως έκανες ότι ήθελες και ας έβλεπες πως δεν οδηγεί πουθενά. Έπεισες τον εαυτό σου ότι χαίρεσαι να προσφέρεις. Και ας μην ζήτησες ποτέ κάτι και ας μην διεκδίκησες.
Έφτανε να βλέπεις το γέλιο και την ικανοποίηση.
Έφτανε. Δεν τάισες μια φορά την ψυχή σου με ένα βλέμμα ένα χάδι…
Νόμισες αρκεί που δίνεις εσύ, αρκεί να νιώσεις την χαρά που δεν πήρες. Και όλο άδειαζες.
Πρόσφερες και άδειαζες.
Έτσι ήθελες.
Τώρα; Γιατί αναρωτιέσαι που δεν έχεις κάτι για σένα; Γιατί παραπονιέσαι ότι χρησιμοποιήθηκες;
Εσύ άφησες την πόρτα ανοικτή και κρέμασες μια τεράστια επιγραφή:
«ΠΕΡΑΣΤΕ ΚΟΣΜΕ»!
Όποιος βλέπει την πόρτα ανοικτή, τρέχει. Δεν τον εμπόδισες! Τον άφησες να αρπάξει, να λεηλατήσει, να μην υπολογίσει.
Εσύ τον έπλασες!
Παζάρι με ατέλειωτες προσφορές! Περάστε κόσμε!
Και πέρασε.
Και έφυγε.
Και σιγά μην τον ένοιαξε.
Όταν στέρεψες, διάλεξε άλλο παζάρι!
Γιατί λοιπόν τον κατηγορείς; Αυτός την δουλειά του έκανε, όπως τόσοι άλλοι. Θα τον κατηγορήσεις για αυτό; Όχι αυτός ήταν κύριος! Δεν ζήτησε κλειδιά, δεν έκανε ληστεία, βρήκε την πόρτα ανοικτή. Διάλεξε, φόρτωσε και γραμμή για την έξοδο! Γιατί λοιπόν παραπονιέσαι;
Μα σε παζάρι συναντηθήκατε, απλά δεν κάνατε αλισβερίσι, ο τύπος έψαχνε ευκαιρίες. Φταίει αυτός που δεν είχε τιμή η ψυχή σου;
Πάμε από την αρχή λοιπόν.
Κλείσε τις πόρτες, κατέβασε την επιγραφή και κάνε για πρώτη φορά ταμείο.
Τι έδωσες, τι πήρες. Τι ήθελες, τι κατάλαβες. Άρχισε να εξοφλείς, όχι τα χρέη του, τα δικά σου στην ζωή που σε περιμένει.
Μη νομίσεις πως δεν θα ξαναπεράσει απέξω. Θα είναι περίεργος..
Φρόντισε να βρει ένα τεράστιο «ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ», οδό και αριθμό της νέας σου ζωής.
Τότε θα αρχίσει να σκέφτεται πως κάτι θα έπρεπε να έχει πληρώσει.
Γιατί αυτό που μένει μετά την ηδονή της εκμετάλλευσης, είναι τα άδεια χέρια, ένα αμήχανο χαμόγελο στα χείλη και στο μυαλό ένα «Μεταφερθήκαμε»
Μαρία Βουζουνεράκη