Η ελπίδα και ο φόβος, τα πιο αποτελεσματικά όπλα στα χέρια της εξουσίας, διεκδικούν σε λίγες ώρες την ψήφο μας. Ένα ύποπτο αγαθό σταλμένο απ’ τους θεούς και ο γιος του θεού του πολέμου.
Ο Δίας φρόντισε να τοποθετήσει την ελπίδα μέσα στο πιθάρι της Πανδώρας, μαζί με όλες τις συμφορές που έπληξαν την ανθρωπότητα, όταν εκείνη το άνοιξε. Φροντίζοντας να μείνει η ελπίδα στο πιθάρι και στη διάθεση των ανθρώπων, ο Δίας μπορεί να τους κυβερνήσει ευκολότερα. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης ομολογεί πως «ο ηγέτης είναι έμπορος ελπίδας».
Ο φόβος απ’ την άλλη, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, μαζί με τον αδελφό του τον Δείμο (τρόμος) συνοδεύουν πάντα τον πατέρα τους στις μάχες. Ο φιλόσοφος Bertrand Russel διαπιστώνει πως «κανένας άνθρωπος ούτε ομάδα ούτε έθνος δεν μπορεί να ενεργήσει ανθρώπινα ή να σκεφθεί σωστά υπό το κράτος ενός μεγάλου φόβου.»
Τι είναι, λοιπόν, πιο επικίνδυνο; Ο φόβος ή η ελπίδα;
Η ελπίδα
«Το όνειρο που βλέπουμε ξυπνητοί είναι η ελπίδα», είπε ο Αριστοτέλης. «Είναι το χειρότερο κακό», είπε ο Νίτσε, «διότι παρατείνει τα βάσανα των ανθρώπων».
Η ελπίδα είναι άτιμο πράγμα. Εύκολα ρίχνει τον άνθρωπο στην αδράνεια και τον κάνει να πιστεύει σε χίμαιρες και Μεσσίες. Τον αποδυναμώνει, τον κάνει να αισθάνεται μικρός κι εξαρτώμενος από εξωτερικούς παράγοντες ή όπως λέει μία γερμανική παροιμία «Οι δυνατοί έχουν θέληση, οι αδύναμοι έχουν ελπίδα».
Η αρχαία ελληνική τραγωδία ήταν θεραπευτική, επειδή μεταξύ άλλων δεν πρόσφερε ελπίδα. Η κάθαρση ήταν το αποτέλεσμα της ταύτισης του θεατή με τον ήρωα, ο οποίος, όποιες κι αν είναι οι επιλογές του, στο τέλος θα υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του. Κάποτε, ούτε καν αυτές. Θα υποστεί μέχρι τέλους τις συνέπειες κάποιας κακής συγκυρίας, μιας τυχαιότητας. Η κάθαρση του θεατή επέρχεται ως αποτέλεσμα του συντονισμού του με τις πραγματικότητες της ζωής. Η ελπίδα δεν έχει ρόλο, ούτε όταν ο Ευριπίδης επινόησε τον από μηχανής θεό.
Σήμερα, χρησιμοποιούμε την έκφραση «από μηχανής θεός» για να δηλώσουμε μία απρόσμενη λύση που εμφανίζεται ξαφνικά και λύνει προβλήματα. Στην τραγωδία, όμως, οι θεοί είναι αυτοί που προκάλεσαν τα προβλήματα εξ’ αρχής και ο Ευριπίδης τους «υποχρεώνει» να τα λύσουν. Επιπλέον, εκείνοι οι θεοί δεν έχουν καμία σχέση με ό, τι σήμερα ονομάζουμε θεότητα. Είναι ανθρώπινοι, κάνουν λάθη, μετανιώνουν, θυμώνουν και αγαπούν. Είναι άνθρωποι που ζουν σε άλλη διάσταση. Αυτό λοιπόν που βιώνει ο θεατής, ακόμα και όταν η λύση του δράματος επιτυγχάνεται με την επέμβαση του θεού, είναι η κάθαρση που προσφέρει η αποκατάσταση της κανονικότητας από εκείνον που τη διατάραξε.
Προσέξτε τι έγινε με την Ιφιγένεια. Η μοίρα της άρχισε να γράφεται πριν ακόμα γεννηθεί. Όταν οι τρεις θεές, η Αφροδίτη, η Άρτεμις και η Αθηνά ζητούν από τον Πάρη, τον πρίγκιπα της Τροίας, να επιλέξει μία από τις τρεις. Εκείνος επιλέγει την Αφροδίτη, που του υποσχέθηκε την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου. Έτσι, εκείνος έκλεψε την Ελένη, ο άντρας της ο Μενέλαος ζητά εκδίκηση από τους Τρώες και ένας συμμαχικός στρατός ετοιμάζεται να εκστρατεύσει εναντίον της Τροίας. Οι άνεμοι όμως δεν ήταν ευνοϊκοί για τον απόπλου του στόλου και τότε η Άρτεμις ζητά από τον βασιλιά Αγαμέμνονα να θυσιάσει την κόρη του, την Ιφιγένεια. Στη συνέχεια, η θεά αρπάζει την Ιφιγένεια από τον βωμό και τη μεταφέρει στον Ταύρο, όπου υπηρετεί ως ιέρεια στον ναό της.
Εκεί κάποτε φτάνουν ο αδελφός της Ιφιγένειας με τον φίλο του, τον Πυλάδη και μετά από μία σειρά γεγονότων, δραπετεύουν όλοι μαζί από τον αφιλόξενο Ταύρο, αλλά μία κακοκαιρία ρίχνει το καράβι τους και πάλι στη στεριά. Ο θεατής παρατηρεί την αποτυχία των ηρώων με κομμένη την ανάσα. Η ζωή τους πια κινδυνεύει, αν πέσουν στα χέρια του βασιλιά. Ποιος θα τους σώσει; Ο Ευριπίδης εμφανίζει εντελώς ξαφνικά την τρίτη θεά. Η Αφροδίτη έγραψε τον πρόλογο, η Άρτεμις το κυρίως θέμα και η Αθηνά θα γράψει τον επίλογο. Ο από μηχανής θεός λέγεται έτσι επειδή εμφανίζεται στη σκηνή επάνω σ’ έναν γερανό που ονόμαζαν μηχανή. Η εμφάνιση αυτή, όμως, δεν ήταν τόσο απροσδόκητη όσο νομίζουμε σήμερα.
Ο θεατής στην τραγωδία δεν ελπίζει σε μαγική λύση. Αναμένει απλώς να ολοκληρωθεί ο κύκλος των παθημάτων και να επανέλθει η τάξη στη ζωή των ανθρώπων. Η Ιφιγένεια έζησε μία ταλαίπωρη ζωή σε ξένο τόπο, χωρίς δική της υπαιτιότητα, και όταν σώζεται από τη θεά Αθηνά και επιστρέφει στην Ελλάδα, και πάλι είναι υποχρεωμένη να υπηρετεί στον ναό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα.
Ο θεατής της τραγωδίας δεν ελπίζει, όμως φοβάται. Μάλιστα, ο οίκτος και ο φόβος είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να οδηγήσει τον θεατή στην κάθαρση.
Ο φόβος και ο οίκτος
Ο Αριστοτέλης εξηγεί στην «Ποιητική» του, ότι τα δύο αυτά συναισθήματα προκαλούνται μόνο όταν αισθανόμαστε όμοιοι με εκείνα που βλέπουμε και όταν οι δυστυχίες που παρουσιάζονται δεν είναι τερατώδεις. Οι τερατώδεις δυστυχίες εκνευρίζουν απλώς και αποσυντονίζουν τον θεατή. Η περίπτωση που εκτινάζει τον φόβο και τον οίκτο στα ύψη είναι όταν κάποιος με τον οποίον ταυτιζόμαστε, ετοιμάζεται να διαπράξει ένα ανεπανόρθωτο σφάλμα από άγνοια. Όπως ο Οιδίποδας, που διέπραξε πατροκτονία και αιμομιξία εν αγνοία του. Ο μόνος τρόπος να ησυχάσει ο θεατής από την ένταση αυτή είναι η αποκάλυψη της αλήθειας. Ο Οιδίποδας κάποια στιγμή μαθαίνει τι έχει διαπράξει, αλλά δεν μπορεί πια να το διορθώσει. Η κάθαρση του θεατή οφείλεται στην εξάλειψη του φόβου, αφού πλέον ο ήρωας γνωρίζει τι έχει συμβεί. Δεν απαλλάσσεται από τις συνέπειες, αλλά γνωρίζει τι συμβαίνει και ο θεατής δεν ανησυχεί πια για το τι θα συμβεί, αν αποκαλυφθεί η αλήθεια. Το βλέπει και απολαμβάνει την ηδονή που προέρχεται από την κατανόηση μίας κατάστασης, το «κατά φύσιν καθίστασθαι», όπως λέει στη «Ρητορική».
Στη «Ρητορική» διαβάζουμε περισσότερα πράγματα για τον οίκτο και τον φόβο. Εκεί, ο Αριστοτέλης εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ο ρήτορας χρησιμοποιεί τα συναισθήματα αυτά για να πείσει τους ακροατές του. Όπως στο θέατρο οι ηθοποιοί έχουν μεγαλύτερη πέραση από τους συγγραφείς των έργων, έτσι και στην πολιτική, επικράτησε η υποκριτική τέχνη λόγω της αχρειότητας των πολιτών, λέει ο Αριστοτέλης. Την τέχνη αυτή χρησιμοποιούν για να προκαλέσουν, μεταξύ άλλων, τον φόβο.
Η καλλιέργεια του φόβου για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει ο ρήτορας να γνωρίζει καλά την ψυχοσύνθεση του ακροατηρίου του. Ο φόβος είναι μία μορφή έντονης λύπης για ένα δυσάρεστο επερχόμενο, ένα κακό που δεν βλέπουμε, αλλά μπορούμε να φανταστούμε. Κάποιες φορές, ο ρήτορας χρειάζεται να προκαλέσει τον φόβο, κυρίως όταν όσα έχει να πει δεν είναι ευχάριστα. Στη συνέχεια, θα πρέπει να πείσει ότι η πρότασή του θα απαλλάξει τους ακροατές από τον φόβο, πράγμα που προαπαιτεί την καλή γνώση των πραγμάτων που φοβίζουν το συγκεκριμένο κοινό.
Γενικά, οι άνθρωποι φοβόμαστε περισσότερο:
1. Κάτι που μπορεί να μας βλάψει σύντομα και ανεπανόρθωτα ή που μπορεί να διορθωθεί από ανθρώπους που αντιπαθεί (και άρα, να τους ενδυναμώσει).
2. Τους ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να προκαλέσουν το κακό που φοβόμαστε και τους φιλοχρήματους, επειδή το χρήμα είναι ισχυρό κίνητρο.
3. Τους ανθρώπους που έχουν προκαλέσει το ίδιο κακό στο παρελθόν και εκείνους των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονται με τα δικά μας ή με τα συμφέροντα ισχυρών ανθρώπων που εμπιστευόμαστε.
4. Όσους έχουν αδικηθεί στο παρελθόν και διψούν για εκδίκηση, ειδικά όσους δεν δείχνουν οργισμένοι, οπότε είναι πιθανόν να δράσουν απροσδόκητα.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του για το φόβο ο Αριστοτέλης αποκαλύπτει πως, για να καλλιεργηθεί ο φόβος, «δεῖ τινα ἐλπίδα ὑπεῖναι σωτηρίας, περὶ οὖ ἀγωνιῶσιν.» Πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει μία ελπίδα, κάτι για το οποίο να αγωνιούν, γιατί αυτός που δεν ελπίζει, δεν φοβάται!
Φόβος ή Ελπίδα;
Με την ελπίδα που συνοδεύεται από άγνοια, εξαπατά κανείς τον εαυτό του, από φόβο ν’ αντικρίσει την πραγματικότητα. Με τον φόβο συσκοτίζει τη λογική του και παραδίδεται στο έλεος εκείνου που εμπορεύεται την ελπίδα. Σ’ έναν φαύλο κύκλο παθημάτων, η ελπίδα γεννά τον φόβο και κατόπιν τον εμποδίζει να οδηγήσει την ψυχή στην κάθαρση, στην απελευθέρωση, για την οποία απαιτείται η κατανόηση της πραγματικότητας. Ο φόβος εγκλωβισμένος ψάχνει την ελπίδα. Ένας κύκλος ατέρμονης, ανατροφοδοτούμενης σύγχυσης.
Πριν ξεκινήσετε για την κάλπη, αφιερώστε λίγα λεπτά και σκεφτείτε. Απομονωθείτε για λίγο από κάθε περισπασμό και αναλογιστείτε τι ακριβώς μας έχει συμβεί. Πώς έγινε και αποδεχτήκαμε τον παραλογισμό. Γιατί δεν τολμάμε να σκεφτούμε λογικά.
Οι μισοί έλληνες ψηφίζουμε κυνηγώντας την ελπίδα
Οι άλλοι μισοί ψηφίζουμε για να απαλλαγούμε από τον φόβο.
Κι όλοι μαζί καμαρώνουμε για το ορθολογικό πνεύμα των προγόνων μας, ενώ επαναλαμβάνουμε αμήχανα εκείνο που ποτέ δεν κατανοήσαμε:
«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος!»