“…Κανένας άνθρωπος δεν εξαπατάται πιο εύκολα από αυτόν που ελπίζει, επειδή βοηθάει ο ίδιος στην εξαπάτησή του…”
Γιατί η ελπίδα ξέμεινε στον πάτο;
Υπήρχε ανέκαθεν κάτι που μ’ ενοχλούσε σ’ αυτόν το μύθο. Αφού στο άθραυστο πιθάρι της Πανδώρας ήταν μαζεμένα όλα τα κακά που μέχρι τότε οι θεοί δεν είχαν ξαμολήσει στον κόσμο, κι αφού ο μύθος ΔΕΝ μας λέει πουθενά, πως ανάμεσα σ’ αυτά μπερδεύτηκε κατά λάθος ή μπήκε επίτηδες και κάτι καλό, πώς δεν παραξενευόμαστε που στον πάτο του πιθαριού με όλα τα κακά της μοίρας μας βρέθηκε κι η ελπίδα, αυτή που τη συγκαταλέγουμε στα πιο θετικά πράγματα της ύπαρξης; Και γιατί έμεινε – αυτή μονάχα – κλεισμένη για πάντα μέσα στο πιθάρι;
Τι λέει δηλαδή ο μύθος; Όλα τα κακά ξεχύθηκαν στον κόσμο, εκτός από ένα, που κάνοντας να βγει, σκάλωσε στο καπάκι κι έμεινε κλεισμένο στο άθραυστο κουτί, όχι από τύχη, αλλά ‘γιατί ο Ζεύς έτσι το θέλησε’.Είναι, άραγε, τόσο τσαπατσούλικα φτιαγμένος αυτός ο μύθος;
Ανέκαθεν δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Όλα στο μύθο στέκουν πολύ ωραία στη θέση τους, πάρτε π.χ. τα ονόματα: Προμηθεύς: αυτός που σκέφτεται πριν (πράξει), Επιμηθεύς – αυτός που (πρώτα κάνει τη μαλακία και) μετά σκέφτεται, κι η Πανδώρα: το απόλυτο δέλεαρ.
Οι συμπεριφορές συνεπείς με τους ρόλους, όλα λογικά και καλοβαλμένα. Μόνο αυτό με την ελπίδα δεν κολλάει με τίποτα. Και μου κάνει τρομερή εντύπωση που δε βρήκα παρά ελαχιστότατα σχόλια επ’ αυτού. Ίσως – βέβαια – και να μην έψαξα καλά...
Σκέφτομαι ότι ο μύθος ίσως ‘διαβαζόταν’ κάποτε πολύ διαφορετικά σε σχέση με τώρα, που τον ερμηνεύουμε, όντας βαθιά επηρεασμένοι από τη θέση που έχει η έννοια ‘ελπίδα’ στο χριστιανικό οικοδόμημα. Η ελπίδα είναι το δομικό στοιχείο της υπομονής, της εγκαρτέρησης, της πεποίθησης ότι όλα κάποτε θα διορθωθούν σιγά – σιγά ή μ’ ένα επεισοδιακό θαύμα, της πεποίθησης ότι κάποιος δυνατός φροντίζει για το καλό μας χωρίς εμείς να το αντιλαμβανόμαστε, ... κοντολογίς, η ελπίδα είναι το τελευταίο φράγμα πριν την απόγνωση.
Η απόγνωση είναι η συνειδητοποίηση ότι βρίσκεσαι στο σημείο που δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις, άρα δε φοβάσαι τίποτα. Η απόγνωση κάνει τον άνθρωπο ανεξέλεγκτο, απρόβλεπτο – άρα επικίνδυνο. Η απόγνωση είναι η κινητήρια δύναμη, το καύσιμο της εξέγερσης, γι’ αυτό την τρέμουν θεοί και ηγεμόνες.
Κρατώντας την ελπίδα μέσα στο πιθάρι, ο Ζευς δεν μετρίασε το κακό που έριξε στα κεφάλια των ανθρώπων – αντίθετα μάλιστα: Το ενίσχυσε. Το σφράγισε:
Η ελπίδα, κλειδωμένη έτσι που ούτε να τη δούμε μπορούμε ούτε να την κρίνουμε, παίρνει τα όμορφα σχήματα που της δίνει το μυαλό μας. Κι έτσι, αυτή η κόρη της αυταπάτης γίνεται το περιπόθητο ανάχωμα κόντρα στην απόγνωση.
Κι ούτε είναι περίεργο, να έχει διαλέξει την ελπίδα ως έναν από τους πλέον κεντρικούς της άξονες μια θρησκεία που το ‘σήμα κατατεθέν’ της είναι... το πρόβατο.
Σημειωτέον ότι η λέξη ‘ἐλπίς’ προέρχεται από το ρήμα ‘ἔλπω’ που σημαίνει «κάνω κάποιον να ελπίζει». Το ρήμα αυτό έχει κοινή ρίζα με τα ρήματα που σημαίνουν ‘θέλω’ στα αγγλικά (will), τα γερμανικά (wollen), τα ιταλικά (volere) και άλλες γλώσσες.
Η ιστορία μας ξεκινά με τους θεούς του Ολύμπου να βρίσκονται σε πόλεμο με τους Τιτάνες. Ο Προμηθέας αν και ο ίδιος ήταν Τιτάνας πήρε το μέρος των θεών του Ολύμπου. Ο πόλεμος τελικά θα λήξει με την επικράτηση των θεών του Ολύμπου και των Δια να γίνεται πανίσχυρος.
Ο Προμηθέας που βρέθηκε και αυτός κερδισμένος έχοντας την εύνοια του Δία στη συνέχεια θα δημιουργήσει τους πρώτους ανθρώπους πλάθοντας τους με πηλό. Οι πρωτόπλαστοι που δημιουργήθηκαν αρχικά ήταν μόνο άντρες σύμφωνα με το μύθο.
Ο Προμηθέας που αγαπούσε το δημιούργημά του, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την πορεία των ανθρώπων πάνω στη γη και πολλές φορές τους είχε ευνοήσει ακόμα και σε βάρος των επιθυμιών του Δία.
Μετέπειτα οι άνθρωποι θα είναι και η αιτία που ο Προμηθέας θα τιμωρηθεί σκληρά από τον Δία γιατί παρακούοντας της εντολή του θα τους χαρίσει τη φωτιά. Έτσι εκείνοι βελτίωσαν τη ζωή τους, έφτιαξαν εργαλεία, καλλιέργησαν τη γη και εκπολιτίστηκαν.
Ο Προμηθέας θα αναγκαστεί να ζήσει 3000 χρόνια δεμένος με ατσάλινες αλυσίδες επάνω στον Καύκασο! Ο Δίας του έστελνε κάθε μέρα έναν αετό να του τρώει το συκώτι, το οποίο το επόμενο πρωί ξαναγεννιόταν. Από το αιώνιο αυτό μαρτύριο τον λύτρωσε τελικά ο Ηρακλής που τον ελευθέρωσε από τα δεσμά του.
Ο Δίας όμως που δεν ικανοποιήθηκε από την τιμωρία, θέλησε να τιμωρήσει εκτός από τον Προμηθέα που έκανε το δώρο και τους ανθρώπους που το δέχτηκαν.
Ανέθεσε λοιπόν στον Ήφαιστο να φτιάξει μια γυναίκα από πηλό με ανθρώπινη φωνή, στη συνέχεια η θεά Αθηνά της έδωσε πνοή, η θεά Αφροδίτη την έκανε πανέμορφη και ο θεός Ερμής της δίδαξε πως να γοητεύει και να εξαπατά.
Ο Δίας ονόμασε την πρώτη αυτή γυναίκα Πανδώρα. Ο Ησίοδος που ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στο μύθο της Πανδώρας, την περιγράφει κάπως έτσι:
“…Από αυτήν κατάγονται όλες οι γυναίκες και το θηλυκό γένος. Από αυτήν προήλθε το καταστροφικό γένος των γυναικών που ζει μεταξύ των θνητών ανδρών για να τους βασανίζει, σύντροφος μόνο στα πλούτη και ποτέ στη μισητή φτώχεια. Ο Δίας έπλασε τις γυναίκες για να βλάψει το θνητό άνδρα…”
Ο Δίας θα στείλει στη συνέχεια την Πανδώρα σαν δώρο στον αδερφό του Προμηθέα, τον Επιμηθέα.
Ο Προμηθέας είχε προειδοποιήσει τον αδερφό του τα να μην δεχτεί κανένα δώρο από τους θεούς αλλά εκείνος δεν τον άκουσε και δέχτηκε με χαρά την Πανδώρα και την παντρεύτηκε.
Στο γάμο τους ο Δίας θα χαρίσει στους νεόνυμφους ένα άθραυστο πιθάρι δίνοντας μαζί με το πιθάρι διαταγή να μην το ανοίξει κανένας χωρίς την άδειά του!
Για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα η ζωή συνεχίστηκε και ο Επιμηθέας και η Πανδώρα ζούσαν ευτυχισμένοι όσο κανένα άλλα ζευγάρι στον κόσμο!
Μια μέρα που η Πανδώρα ήταν μόνη στο σπίτι, πρόσεξε εκείνο το άθραυστο πιθάρι που το είχαν τοποθετήσει σε μιαν άκρη στο καθιστικό τους.
Το πιθάρι έκλεινε με ένα απλό πώμα και άρα ήταν πολύ εύκολο στο να ανοιχτεί από τον οποιοδήποτε! Η Πανδώρα εκείνη τη μέρα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να δει τι περιέχει μέσα και η περιέργεια την οδήγησε στο να το ανοίξει.
Μόλις άνοιξε το πώμα, ένα τρομακτικό μαύρο σύννεφο απλώθηκε που σκέπασε τα πάντα.
Ο μύθος στη συνέχεια αναφέρει πως ο Δίας μετάνιωσε για το κακό που έκανε στους ανθρώπους και έστειλε στην Πανδώρα έναν προσωρινό φόβο και εκείνη μετάνιωσε και έκλεισε το καπάκι.
Ήταν όμως ήδη αργά!
Η ασθένεια, η απόγνωση, η κακία, η πλεονεξία, τα γηρατειά, ο θάνατος, το μίσος, η βία και η σκληρότητα του πολέμου είχαν μόλις απελευθερωθεί!
Μέσα στο πιθάρι που έκλεισε ξανά, απέμεινε μόνο ένα πράγμα, η ελπίδα!
Διαβάζω και πάλι από πάνω με ποια “παρέα” ήταν κλειδωμένη η “ελπίδα” μέσα στο πιθάρι και αρχικά σοκάρομαι!
Εντελώς συνειρμικά μου έρχεται στο μυαλό η φράση που έχει χαραχτεί πάνω στον τάφο του Καζαντζάκη.
“…Δεν ελπίζω τίποτε, δεν φοβάμαι τίποτε, είμαι ελεύθερος…”
Συνειδητοποιώ ότι και ο Καζαντζάκης θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για τον ελεύθερο άνθρωπο να απαλλαγεί από την ελπίδα.
Σύμφωνα δε με τον Νίτσε η ελπίδα είναι το χειρότερο κακό, διότι παρατείνει τα βάσανα των ανθρώπων!
Μήπως τελικά ο Δίας κρατώντας την ελπίδα μέσα στο πιθάρι, δεν προσπάθησε να μετριάσει το κακό που έριξε στα κεφάλια των ανθρώπων αλλά να το ενισχύσει ;
Ίσως η ελπίδα έτσι κλειδωμένη μέσα στο πιθάρι, μακριά από τα βλέμματά μας, παίρνει κάθε φορά τη μορφή που έχουμε ανάγκη να της δώσουμε ;
Ψάχνοντας την μυθολογική προέλευση της ελπίδας βρήκα ότι είναι η κόρη της παραπλάνησης και η μητέρα της αυταπάτης…
Σκέφτομαι έναν άλλο μυθολογικό ήρωα τώρα, τον Σίσυφο, που ζούσε μια ζωή χωρίς ελπίδα, καταδικασμένος σε μια επαναλαμβανόμενη ανούσια ζωή, καταδικασμένος να σέρνει αιωνίως τον βράχο του στην κορυφή.
Ο Σίσυφος μόλις έχει φτάσει για άλλη μια φορά στην κορυφή και παρακολουθεί τον βράχο του να κατρακυλάει προς τα κάτω, λίγο μετά ξεκινά και ο ίδιος να κατηφορίζει και πάλι προς τα κάτω.
Όσο διαρκεί η κατάβαση του όμως μπορεί να είναι ευτυχισμένος…