Ὁ Ἡσίοδος, στὴ Θεογονία του, θεωρεῖ ὡς ἀρχαιότερη θεὰ τὴ Γαῖα καὶ ὡς ἀρχαιότερο θεὸ τὸν Ἔρωτα, ποὺ εἶναι ὁ ὡραιότερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀθάνατους, λύνει τὰ μέλη τοῦ σώματος, λυγάει τὴν ψυχὴ καὶ τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ σβήνει τὴν περίσκεψη ἀπὸ τὸν νοῦ τους. Καὶ στὸ Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνα, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας δοκίμιο γιὰ τὸν ἔρωτα, ὁ Φαῖδρος ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων δὲν πρέπει νὰ κατευθύνεται οὔτε ἀπὸ τοὺς συγγενικοὺς δεσμοὺς οὔτε ἀπὸ τὰ πλούτη οὔτε ἀπὸ τίποτα ἄλλο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἔρωτα. Ὁ Εὐρυξίμαχος, μὲ τὴ σειρά του, ἐπισημαίνει ὅτι ὁ θεὸς Ἔρωτας δὲν περιορίζει τὴ δράση του στοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐκτείνει τὴ δύναμή του σὲ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν.
Πέστε καὶ τραγουδήσετε πὼς πιάνεται ἡ ἀγάπη:
- Ἀπὸ τὰ μάτια πιάνεται, στὰ χείλια κατεβαίνει,
Κι ἀπὸ τὰ χείλια στὴν καρδιὰ ριζώνει καὶ δὲ βγαίνει.
Μόν᾿ εἶναι βάτος μ᾿ ἀγκαθιὲς κι ἀλίμονό σου ἂν μπλέξεις.
Θέλει λαγοῦ περπατησιά, ἀϊτοῦ γληγοροσύνη.
Κορμὶ δὲν ἀγκαλιάζεται, ἀγάπη δὲ λογιέται.
Κι ἐγὼ τὴν ἔχω στὴν καρδιά, γι᾿ αὐτὸ μὲ θανατώνει.
Ἀράχνη ἔστησε ψηλὰ καὶ πιάστηκα σ᾿ ἐκείνη.
Καὶ γιὰ νὰ φύγω δὲν μπορῶ, μὲ τὰ φτερὰ μὲ σῴνει,
Αὐτὸς ζυγώνει ἀπὸ κοντὰ κι ἀπὸ μακριὰ σκοτώνει.
Σὰν τὴν ἀγάπη τὴν κρυφή, ποὺ δὲν ξεφανερώνει.
Δίχως μαχαίρια σφάζουμαι, ὄντας σὲ συλλογιοῦμαι.
Κι ὅταν σὲ συλλογίζομαι τρέμω κι ἀναστενάζω.
Κι ἡ κόρη μὲ τὰ νάζια της σφάζει τὸ παλικάρι.
Καὶ τὴν ψυχή μ᾿ καὶ τὴν καρδιά μ᾿ ἐσὺ μὲ τὴν ὁρίζεις.
Σὰ θέλεις παίρνεις τὴ ζωή, σὰ θέλεις τὴ χαρίζεις.
Καὶ στὸ θρονὶ νὰ κάθεσαι, τὶς ὄμορφες νὰ κρίνεις.
Νὰ πάθιουν τὰ πατήματα, νά ῾πιανα τὰ κερκέλια.
Ν᾿ ἀνέβαινα στὸν οὐρανό, νὰ διπλωθῶ νὰ κάτσω·
Νὰ δώσω σεῖσμα τ᾿ οὐρανοῦ, νὰ βγάλει μαῦρα νέφη.
Νὰ βρέξει χιόνι καὶ νερὸ κι ἀτίμητο χρυσάφι,
Τὸ χιόνι νὰ ρίξει στὰ βουνὰ καὶ τὸ νερὸ στοὺς κάμπους.
Στὴν πόρτα τῆς πολυαγαπῶς τ᾿ ἀτίμητο χρυσάφι.
Νὰ λιώνω νὰ ποτίζονται οἱ δροσεροί σου κλῶνοι.
Τὸ φεγγαράκι τῆς αὐγῆς νὰ ῾ρχόμουν κάθε βράδυ.
Τὰ στήθη σου παράδεισος καὶ τὸ κορμί σου κρίνο.
Νὰ φίλουνα τὴ ζάχαρη, νὰ δάγκανα τὸ μῆλο,
Ν᾿ ἄνοιγεν ὁ παράδεισος, ν᾿ ἀγκάλιαζα τὸν κρίνο.
Πῶς φυτρωμένη εὑρίσκεσαι μέσα εἰς τὴν καρδιά μου.
Νὰ μ᾿ εἶχε πάρει ὁ θάνατος τὴν ὥρα ποὺ σὲ εἶδα.
Γιατὶ μὲ τὴν ἀγάπη σου ποθῶ νὰ ξεψυχήσω.
Μόν᾿ θέλω τὸ κορμάκι σου νὰ τὸ σφιχταγκαλιάσω.
Ὁπὄχει μὲς στὸ σπίτι της τ᾿ Αὐγούστου τὸ φεγγάρι!
Ἕνα ποὺ βγαίνει τὸ πουρνό, ὅταν γλυκοχαράζει.
Ποὺ στέκεις πάντα δροσερὸ κι ἀνθεῖς καὶ λουλουδίζεις;
Καὶ πὼς δὲ γίνεσαι ἀϊτὸς μὲ τὶς χρυσὲς φτεροῦγες.
Παίρνει τοῦ Μάη τὴ δροσιά, τὴ ρίχνει στὸ κορμί του.
Μόνο νὰ κανακεύονται καὶ νὰ γλυκοφιλοῦνται.
μόν᾿ πρέπει ν᾿ ἀγκαλιάζονται καὶ νὰ γλυκοκοιτιοῦνται.
καὶ μόνος μου τὸ ἀπορῶ τὸ νοῦ μου πὼς τὸν ἔχω.
καὶ τὰ δικά μου βάσανα καθημερ᾿νῶς δὲν παύουν.
Κι ἀνάμεσα στὴ δαγκασιά, σοῦ ῾χω φιλὶ βαλμένο.
Καὶ στὸ μαντήλι τό ῾συρα κι ἔβαψε τὸ μαντήλι
Καὶ στὸ ποτάμι τό ῾πλυνα κι ἔβαψε τὸ ποτάμι
Κι ἒβαψ᾿ ἡ ἄκρη τοῦ γιαλοῦ κι ἡ μέση του πελάγου
Κατέβη ὁ ἀϊτὸς νὰ πιεῖ νερὸ κι ἔβαψαν τὰ φτερά του
Κι ἒβαψ᾿ ὃ ἥλιος ὁ μισὸς καὶ τὸ φεγγάρι ἀκέριο.
-Μᾶς εἶδε τ᾿ ἄστρο τῆς νυχτός, μᾶς εἶδε τὸ φεγγάρι
Καὶ τὸ φεγγάρι ἔσκυψε, τῆς θάλασσας τὸ λέει·
Θάλασσα τό ῾πὲ τοῦ κουπιοῦ καὶ τὸ κουπὶ τοῦ ναύτη
Κι ὁ ναύτης τὸ τραγούδησε στῆς λυγερῆς τὴν πόρτα.
Κι ἂν σὲ φιλήσει ἄλλος κανείς, δὲν ἔχεις νοστιμάδες.
Σὰν ἐκκλησιὰ ἀλειτούργητη σὲ τόπο κουρσεμένο.
Ὁποῦ τὸ ρίχνει ἀποβραδὶς καὶ τὸ πρωὶ τὸ λιώνει.
Μὰ σύ ῾τρεχες καὶ πότιζες ὅλα τὰ διψασμένα.
Τώρα ἔπλεξες τὰ κλώνια σου σὲ ξένο περιβόλι
Νὰ βγάλω τὴν ἀγάπη μου, νὰ τὴ γλυκοφιλήσω.