Το αστείρευτο πάθος για τη ζωή, που έκανε ακόμη και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», μέσα από τη γραφή του εθνικού μας ποιητή, να λυγίσουν, όχι από την μακροχρόνια και συντριπτική απειλή του θανάτου των πολιορκητών, αλλά από την πανδαισία των χρωμάτων της ανοιξιάτικης αναγέννησης, καθώς αποκαλύπτονταν από μακριά στα διψασμένα για έρωτα μάτια τους, έχει παύσει προ πολλού να συγκινεί την ανθρωπότητα. Ο έρωτας για ζωή μετουσιώθηκε σε αυτοερωτική επένδυση, δια μέσου των αντικειμένων χρήσης και επίδειξης, τα οποία μπορούν συνοπτικά να κατονομαστούν με τη λέξη καλοζωία. Και τώρα που η τελευταία εξέπεσε στην ανάγκη για επιβίωση, σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να μας χορηγήσει με τη δημιουργική εκείνη δύναμη, που θα έδινε περιεχόμενο στον βίο μας. Ακόμη και αυτή η ημέρα της εορτής του Έρωτα, δεν αποτελεί παρά ένα αντεστραμμένο είδωλο της ίδιας της αγαπητικής και ερωτικής σχέσης. Συνιστά άξονα αντικειμενοποίησης του έρωτα, δηλαδή επιβολής τυπικού ορισμού στο κατ΄εξοχήν, μη επιδεχόμενο κανενός είδους ορισμού, υποκειμενικό βίωμα.
Ο σύγχρονος κόσμος είδε στη γιορτή αυτή, μια ευκαιρία περιοδικής (ανά έτος) εξιλέωσης, από την πορνογραφική διάσταση της ερωτικής σχέσης και εξύμνησης του ρομαντικού έρωτα, ο οποίος έγινε κυρίως μια μορφή φιλολογικής και ουτοπικής ενατένισης. Βέβαια ακόμη και εάν στην αρχή η γιορτή των ερωτευμένων διατηρούσε μια κάποια δροσιά και αξία, αυτή ατόνησε και εκμαυλίστηκε, τόσο από τη ρουτίνα της τυπικής ημερολογιακής και τελεστικής της σήμανσης, όσο και από την εμπορική της εκμετάλλευση.
Κι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος".
Σωτήρης Αμάραντος