4 μικρές ιστορίες κι ένα ανέκδοτο - Point of view

Εν τάχει

4 μικρές ιστορίες κι ένα ανέκδοτο



Ενας άντρας πάει στον ψυχίατρο επειδή νομίζει ότι είναι νεκρός." Μετά από μερικές συναντήσεις ο ψυχίατρος καταλαβαίνει πως ο άρρωστός του είναι αμετακίνητος από το παραλήρημά του. Του λέει λοιπόν: «Θα έχετε ακούσει βέβαια πως οι νεκροί δεν ματώνουν».

«Μάλιστα», λέει ο άρρωστος.

Ο ψυχίατρος παίρνει μια καρφίτσα και του τρυπά το μπράτσο ώσπου να ματώσει «και τώρα , τι λέτε» τον ρωτάει

Κι ο άρρωστος : "είδατε? τελικά KAI οι νεκροί ματώνουν"
Όταν κάποιος δεν καταφέρνει να αναθεωρήσει ένα σχήμα έτσι που να ταιριάζει στα γεγονότα, καταλήγει να αντιλαμβάνεται πράγματα που μπορεί να είναι και αλλόκοτα. -Ulric Neisser ....


*********

 130524_kuperberg_illo_L


Ζαν-Ζακ Σεμπέ  - Συμβίωση

Η ευτυχία μας δεν είχε όρια, ήταν εντελώς κοσμική. Είχαμε κι οι δυο την ανάγκη να το μοιραστούμε, θέλαμε να το βροντοφωνάξουμε σε κάποιον, πόσο ευτυχισμέ­νοι ήμασταν. Αλλά σε ποιον; Ποιος από τους φίλους μας θα μπορούσε να συμμεριστεί αυτό το βάθος των αισθημάτων, ποιος θα μπορούσε να νιώσει αυτά τα πετάγματα στα ύψη: Κι όμως η ευτυχία μας πίεζε να εκφραστεί!  Εγώ κάθισα κι έγραψα μερικές σκέψεις  μου στο χαρτί, η Λάουρα όμως δεν το κατάλαβε. Εκείνη ζωγράφισε μια εικόνα, που μ' έκανε να χάσω την ψυ­χραιμία μου. Από τότε συναντιόμαστε με το αίσθημα της υπέρτατης καχυποψίας.


****************
trap


Αντρέα Καμιλέρι  - Η παγίδα

Η παγίδα ήταν ένα βάναυσο παιχνίδι, που το παίζαμε το καλοκαίρι στην παραλία. Σκάβαμε κρυφά στη γη μια τρύπα, που το βάθος της ήταν περίπου εξήντα εκατοστά και το πλάτος της όσο περίπου μια πατούσα. Επάνω στην τρύπα τοποθετούσαμε ένα φύλο εφημερίδας, κι αυτό πάλι το κρύβαμε απλώνοντας από πάνω άμμο. Έτσι η τρύπα, ο λάκκος, δε φαινόταν καθόλου, και κάποια στιγμή μοιραία κάποιοι; θα έπεφτε μέσα.

Όταν ήμουνα δεκαπέντε χρονών ερωτεύτηκα την Τσετίνα Ινφαντίνο, κι αυτή μου έδινε να καταλάβω ότι τα αισθήματα μου είχαν ανταπόκριση. Φυσικά όχι με τα λόγια, για κάτι τέτοιο δεν υπήρχε καμιά ευκαιρία, και δε θα ήταν καν αποδεκτό. Αρκούμασταν στα επίμονα και γεμάτα λαχτάρα βλέμματα.

Με το που μπήκε το καλοκαίρι, εμπιστεύτηκα την ιστορία στους δυο φίλους μου, κι αυτοί επέμεναν ότι τώρα πια έπρεπε να μιλήσω και να «εξηγηθώ» με την Τσετίνα. Έτσι, μια μέρα που οι γονεις και τα αδέρφια βρίσκονταν στη θάλασσα για μπάνιο, οι φίλοι μου μου εξήγησαν πως ήταν η κατάλληλη στιγμή: Μου έδειξαν ένα δρόμο ανάμεσα στις ξαπλώστρες, την ομπρέλα και τις καμπίνες, για μη μπορέσουν να με δουν. Εγώ ήθελα να δείχνω εντελώς ανέμελος, αγόρασα παγωτό από τον παγωτατζή, και κίνησα για το κορίτσι, και μάλιστα ακολουθώντας ακριβως το δρόμο που μου είχαν υποδείξει. Δε χρειάζεται βέβαια να πω ότι οι δύο φίλοι μου είχαν ετοιμάσει μια παγίδα, και λίγα μέτρα πριν φτάσω στην Τσετίνα, έπεσα μέσα, το παγωτό προσγειώθηκε στο κεφάλι μου και το κορίτσι έσκασε στα γέλια. Αυτό ήταν και το τέλος του έρωτά μας. Μερικούς μήνες αργότερα, η Τσετίνα μετακόμισε σε άλλη πόλη, κι εγώ, για σπουδές, επίσης.

Τον περασμένο χρόνο την ξαναείδα σε μας, στη θάλασσα, έπαιζε με τον εγγονό της, Έδειξε κι εκείνη πως με είχε αναγνωρίσει. Σηκώθηκα τότε, για να πάω προς το μέρος της και να τη χαιρετήσω, και καθώς την πλησίαζα, χαράχτηκε στο στόμα της ένα γελάκι, που με κόπο το συγκρατούσε να μη γίνει τρανταχτό γέλιο, γέλιο που ερχόταν μεσ' απ' τα πενήντα χρόνια της ζωής μας

 *********************

leaves-me-093


Φραντς Χόλερ  - Το φύλλο

Ένα μυρμήγκι σέρνει με κόπο ένα φύλλο από πέρα μακριά για να το πάει στη μυρμηγκοφωλιά.

Τι άσκοπο, σκέφτεσαι, έξω από τη μυρμηγκοφωλιά το χώμα είναι γεμάτο με τέτοια φύλλα.

Αυτό που δεν ξέρεις: το φύλλο είναι ένα ερωτικό γράμμα, που το μυρμήγκι το πάει σ' ένα άλλο, κι αν απλώς μάζευε ένα φύλλο από τη φωλιά, αυτό δε θα ήταν ερωτικό γράμμα, γιατί η αληθινή αγάπη έρχεται από πολύ μακριά.

 ******************

Vietnam War


Χάινριχ Μπελ  - Οι νεκροί δεν υπακούνε πια

Ο ανθυπολοχαγός είπε πως έπρεπε να ξαπλώσουμε, κι εμείς ξαπλώσαμε. Ήταν στην άκρη ενός δάσους, κι ο ήλιος έλαμπε, ήταν άνοιξη, όλα ήταν σιωπηλά, και ξέραμε ότι ο πόλεμος τελείωνε. Όσοι είχαν ακόμα καπνό, άρχισαν να καπνίζουν, κι εμείς οι άλλοι προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε, γιατί ήμασταν κουρασμένοι, εδώ και τρεις μέρες είχαμε φάει ελάχιστα κι είχαμε κάνει πολλούς αντιπερισπασμούς.  Ήταν υπέροχα ήσυχα, και κάπου κελαηδούσαν και πουλιά, και ο αέρας ανέδινε μια απαλή, υγρή τρυφερότητα ...

Ξαφνικά ο ανθυπολοχαγός άρχισε να ουρλιάζει.

Ξεφώνιζε: «Ει!» Μετά μάνιασε και φώναξε: «Ει, εσύ εκεί!» Και μετά τον έπιασε μια λύσσα, και η φωνή του αναποδογυρισε: «Ει, εσύ, έι, εσύ εσύ!»

Και τότε είδαμε ποιον εννοούσε, Απέναντι, στην άλλη μεριά του μονοπατιού, καθόταν κάποιος και κοιμόταν. Ήταν ένας απλός γκρίζος φαντάρος, που είχε ακουμπήσει σ' ένα δέντρο και κοιμόταν' κι αυτός ο φαντάρος χαμογελούσε πολύ γλυκά με το φακιδιασμένο πρόσωπό του, κι εμείς σκεφτήκαμε πως ο ανθυπολοχαγός θα τρελαινόταν. Σκεφτήκαμε επίσης ότι κι ο κοιμισμένος θα τρελαινόταν, γιατί ο ανθυπολοχαγός τσίριζε όλο και πιο πολύ, κι ο κοιμισμένος χαμογελούσε όλο και πιο πολύ ...

Αυτοί που είχαν αρχίσει να καπνίζουν, έπαψαν τώρα να καπνίζουν, κι αυτοί που ήθελαν να κοιμηθούν, είχαν ξυπνησει, και μερικοί από μας χαμογελουσαν επίσης.'Ηταν άνοιξη, μαλακιά και γλυκιά, και ξέραμε πως ο πόλεμος τελείωνε.

Ξαφνικά ο ανθυπολοχαγός έπαψε να τσιρίζει, τινάχτηκε πάνω, διέσχισε με δυο βήματα το μονοπάτι, και χτύπησε τον κοιμισμένο στο πρόσωπο.

Τότε όμως είδαμε πως ο κοιμισμένος ήταν νεκρός.

Χωρίς να πει κουβέντα έπεσε κάτω, και δε χαμογελούσε πια: Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια απαίσια γκριμάτσα, και τον ανθυπολοχαγό, που γύρισε πίσω άσπρος σαν το πανί, δεν τον λυπηθήκαμε καθόλου, γιατί δε νιώθαμε πια καμιά χαρά για τον ήλιο, ούτε και για τον απαλό, υγρό, τρυφερό ανοιξιάτικο αέρα, και μας φαινόταν αδιάφορο πια αν ο πόλεμος τελείωνε η όχι. Ξαφνικά νιώσαμε πως ήμαστε όλοι νεκροί, ακόμα κι ο ανθυπολοχαγός, γιατί τώρα ψευτογελούσε και δε φορούσε πια στολή ...

______
 http://antikleidi.com

Pages