«Τότε ο Πιλάτος παρέδωκεν Αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή». Ο χρόνος ο απαιτούμενος προς την αναγκαίαν προπαρασκευήν δεν θα ήτο μακρός, και οι στρατιώται εξέδυσαν τον Ιησούν την χλαμύδα, και ενέδυσαν Αυτόν τα ιμάτια τα ίδια. Όταν ητοιμάσθη ο Σταυρός, έθεσαν τούτον επί των ώμων Του, και Τον απήγαγον εις τον τόπον της τιμωρίας. Το εγγύς της μεγάλης εορτής, αι μυριάδες αίτινες παρευρίσκοντο εν Ιερουσαλήμ, κατέστησεν επιθυμητόν να επιληφθώσι της ευκαιρίας όπως ενσπείρωσι τρόμον εις όλους τους Ιουδαίους κακοποιούς. Δύο λοιπόν εξελέχθησαν προς θανατικήν εκτέλεσιν συγχρόνως με τον Ιησούν, δύο λησταί και στασιασταί εκ των χειρίστων. Οι σταυροί εφορτώθησαν επί των ώμων των, και συνοδευόμενοι υπό πολυαρίθμου κουστωδίας υπό τας διαταγάς του εκατοντάρχου, εν μέσω χιλιάδων θεατών περιέργων ή δυσμενών, η πομπή εξεκίνησεν εις τον δρόμον της.
Εν τη Ευαγγελική ιστορία έν μόνον συμβεβηκώς μνημονεύεται κατά την πορείαν. Ο Λουκάς διηγείται, ότι μεταξύ του απείρου πλήθους του ακολουθούντος τον Ιησούν ήσαν πολλαί γυναίκες. Από τους άνδρας τους εν τω κυμαινομένω εκείνω πλήθει δεν φαίνεται να έλαβεν ένδειξίν τινα συμπαθείας. Δυνατόν βεβαίως να υπήρξάν τινες οίτινες είχον ιδεί τα θαύματά Του, και είχον ακούσει τους λόγους Του· ένιοι εκείνων οίτινες σχεδόν, αν όχι εξ ολοκλήρου, επείσθησαν ότι Αυτός ήτο ο Μεσσίας, καθώς εκρέμαντο από των χειλέων Του ενώ εξέφερε τας μεγάλας διδασκαλίας Του εν τω Ναώ· τινές εκ του απλήστου πλήθους οίτινες Τον είχον συνοδεύσει από της Βηθανίας πέντε ημέρας πρότερον μετά μεγαλοφώνων Ωσαννά και σειομένων βαΐων. Άπιστος δειλία ή βαθεία υποψία, ίσως και απεριόριστος λύπη, κατέστησεν αφώνους όλους τους άνδρας. Αλλ' αι γυναίκες αύται, ταχυτέραι εις τον οίκτον, δυσηνιώτεραι προς τον χαλινόν των πολιτικών επιδράσεων, δεν ηδύναντο και δεν ήθελον να κρύψωσι την λύπην και την κατάπληξιν ης το θέαμα ενέπλησεν αυτάς. Έτυπτον τα στήθη των, και έπληττον τον αέρα με τους θρήνους των, εωσότου ο Ιησούς Αυτός κατεσίγασε τας οξείας κραυγάς των διά λόγων πανδήμου νουθεσίας. Στραφείς προς αυτάς, είπε, «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ' Εμοί, κλαίετε δε μάλλον εφ' εαυταίς και επί τοις τέκνοις υμών. Ότι ιδού, ημέραι έρχονται εν αις ερούσι, Μακάριαι αι στείραι και γαστέρες αι ουκ έτεκον, και μαζοί οι ουκ εθήλασαν. Τότε άρξονται λέγειν τοις όρεσι, Πέσετε εφ' ημάς, και τοις βουνοίς, Καλύψατε ημάς· ότι ει ταύτα ποιούσι τω ξύλω τω χλωρώ, τι ποιήσουσι τω ξηρώ;» Εκείναι δεν ηδυνήθησαν να καταστείλωσι την έκρηξιν της γυναικείας τρυφερότητος, ως είδον τον μέγαν Προφήτην της ανθρωπότητος εν τη ώρα της αισχύνης και της ασθενείας Του, με τον κήρυκα προ Αυτού κηρύττοντα τα εγκλήματα τα οποία προσήπτοντο επ' Αυτόν, και τους Ρωμαίους στρατιώτας φέροντας τον τίτλον της χλεύης, και τον Σίμωνα κύπτοντα υπό το βάρος του Σταυρού εφ' ου ο Σωτήρ έμελλε να προσηλωθή. Αλλ’ Αυτός τας ενουθέτησεν ότι πολύ πικροτέραι αφορμαί λύπης ανέμενον αυτάς, και τα τέκνα των, και την φυλήν των. Πολλαί τούτων, και η πλειονότης των τέκνων των, θα επέζων να ίδωσι τοσούτους ποταμούς αίματος, τοιαύτας επιπλοκάς αγωνίας, οίας ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει ποτέ πρότερον. Εάν τοιαύται πράξεις σκότους ήσαν δυναταί τώρα, τι έμελλε να γείνη εις το μέλλον; Εάν εις τας ημέρας της ελπίδος και της ευκοσμίας ηδυνήθησαν να μισήσωσι τον αμώμητον Ελευθερωτήν των, τι θα συνέβαινεν εις τας ημέρας της βλασφημίας και της απονοίας; Εάν, εν τω φωτί της ημέρας, Ιερείς και Γραμματείς ηδύναντο να σταυρώσωσι τον Άκακον, τι έμελλε να συμβή εν τοις μεσονυκτίοις οργίοις της γενεάς της παρούσης και της ερχομένης; Η πάνδημος νουθεσία, η τελευταία διδαχή του Χριστού επί της γης, απηυθύνετο εν πρώτοις προς τους ακούσαντας· αλλ' όπως όλοι οι λόγοι του Χριστού, έχει βαθυτέραν και ευρυτέραν έννοιαν δι' όλην την ανθρωπότητα. Οι λόγοι εκείνοι πληροφορούσι πάντας τους υιούς των ανθρώπων ότι η ημέρα της αμερίμνου ηδονής και της βλασφήμου απιστίας θα έχη παρομαρτυρούσαν την ημέραν της καταδίκης· η μακροθυμία του Θεού υπομένει, η σιωπή Του μένει αδιάρρηκτος, αλλ' ημέραι έρχονται ότε Εκείνος θα λαλήσει διά βροντής, και θα εκκαυθή ως πυρ η οργή Του.
Δι' Εκείνον τον Σταυρωθέντα η κακεντρέχεια αύτη εφαίνετο μη έχουσα εν εαυτή τίποτε εμπαικτικόν. Και επί του Σταυρού Του εβασίλευε· κ' εκεί ακόμη εφαίνετο θείως εξηρμένος υπεράνω των ιερέων των επενεγκόντων τον θάνατόν Του, και υπεράνω του βαναύσου, του ραθύμου, του χυδαίου πλήθους το οποίον είχε συρρεύσει διά να χορτάση επί των παθημάτων Του άπληστα όμματα. Η κακοβουλία ήτο ανίσχυρος εναντίον Εκείνου, του οποίου η πνευματική και ηθική μεγαλωσύνη ενέσπειρε δέος εις θνήσκοντας κακούργους και απίστους δημίους, και εν τη βαθυτάτη αβύσσω της σωματικής καταπτώσεώς Του. Εν τη εμπαθεί δυσθυμία του Ρωμαίου πραίτωρος ίσως ελάνθανε και νύξις τις σοβαρότητος. Ενώ έχαιρεν εκδικούμενος τους μισητούς υποτελείς του δι' υβριστικής πράξεως, πιθανώς υπενόει ότι ούτος ήτο, κατά τινα έννοιαν, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων — ο μέγιστος, ο ευγενέστατος, ο αληθέστατος της φυλής Του, τον οποίον διά τούτο η φυλή Του εσταύρωσεν. Ο Βασιλεύς δεν ήτο ανάξιος του βασιλείου Του, αλλά το βασίλειον ανάξιον του βασιλέως. Οι Ιουδαίοι ησθάνθησαν την δριμύτητα του σκώμματος το οποίον ενέτριβεν επ' αυτούς ο Πιλάτος. Τόσον δε εντελώς εδηλητηρίαζεν αύτη την ώραν του θριάμβου των, ώστε έπεμψαν τους αρχιερείς των εις πρεσβείαν, παρακαλούντες τον Πραίτωρα ν' αλλοιώση τον υβριστικόν τίτλον. «Μη γράφε ο Βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ' ότι Εκείνος είπε, Βασιλεύς ειμι των Ιουδαίων». Αλλά του Πιλάτου το θάρσος, το οποίον είχεν εκλίπει τόσον ταχέως εις το όνομα του Καίσαρος, ανεζωπυρήθη τώρα. Έχαιρε να ταπεινώση τους ανθρώπους, των οποίων ο στασιαστικός θόρυβος τον εβίασε να πράξη παρά την θέλησί του. Ολίγοι άνθρωποι είχον την δύναμιν να εκφράσωσιν υπεροπτικήν περιφρόνησιν τελεσφορώτερον των Ρωμαίων. Χωρίς να αξιώση να κατέλθη εις δικαιολογίαν δι’ ό,τι είχε πράξει, ο Πιλάτος τελειωτικώς απέπεμψε τους σεμνοπροσώπους αρχιερείς διά της βραχείας απαντήσεως, «Ο γέγραφα, γέγραφα».