Stob. 4.23.61 p. 588 He. (Mullach 2 p. 36)
Φιντύος τᾶς Καλλικράτεος
(= Kallikratidas? q.v.) θυγατρὸς Πυθαγορείας ἐκ τοῦ Περὶ γυναικὸς σωφροσύνας.
Φίντυς (6ος αἰ. π.Χ.): Θυγατέρα τοῦ Καλλικράτους. Μαθήτρια
τοῦ Πυθαγόρα.
Γεννήθηκε στὸν Κρότωνα ὅπου δίδαξε ἀργότερα στὴν ἐκεῖ Πυθαγόρεια Σχολή.
Γεννήθηκε στὸν Κρότωνα ὅπου δίδαξε ἀργότερα στὴν ἐκεῖ Πυθαγόρεια Σχολή.
Τὸ μὲν ὅλον ἀγαθὰν δεῖ ἦμεν καὶ κοσμίαν·
ἄνευ γὰρ ἀρετᾶς οὐδέποκα γένοιτό τις τοιαύτα. ἑκάστα γὰρ ἀρετὰ περὶ
ἕκαστον γινομένα τὸ αὐτᾶς δεκτικὸν ἀποδίδωτι σπουδαῖον· ἁ μὲν τῶν
ὀπτίλων τὼς ὀπτίλως, ἁ δὲ τᾶς ἀκοᾶς τὰν ἀκοάν, καὶ ἁ μὲν ἵππω τὸν
ἵππον, ἁ δ' ἀνδρὸς τὸν ἄνδρα· οὕτω δὲ καὶ <ἁ> γυναικὸς τὰν γυναῖκα.
γυναικὸς δὲ μάλιστα ἀρετὰ σωφροσύνα· διὰ γὰρ ταύτας τὸν ἴδιον ἄνδρα
καὶ τιμῆν καὶ ἀγαπῆν δυνασεῖται.
πολλοὶ μὲν ἴσως δοξάζοντι ὅτι οὐκ εὐάρμοστον γυναικὶ φιλοσοφεῖν,
ὥσπερ οὐδ' ἱππεύεν οὐδὲ δαμαγορέν· ἐγὼ δὲ τὰ μέν τινα νομίζω ἀνδρὸς
ἦμεν ἴδια, τὰ δὲ γυναικός, τὰ δὲ κοινὰ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, τὰ δὲ
μᾶλλον ἀνδρὸς ἢ γυναικός, τὰ δὲ μᾶλλον γυναικὸς ἢ ἀνδρός. ἴδια μὲν
ἀνδρὸς τὸ στραταγὲν καὶ πολιτεύεσθαι καὶ δαμαγορέν, ἴδια δὲ γυναικὸς
τὸ οἰκουρὲν καὶ ἔνδον μένεν καὶ ἐκδέχεσθαι καὶ θεραπεύεν τὸν ἄνδρα.
κοινὰ δὲ φαμὶ ἀνδρείαν καὶ δικαιοσύναν καὶ φρόνασιν· καὶ γὰρ τὰς τῶ
σώματος ἀρετὰς ἔχεν πρέπον καὶ ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ καὶ τᾶς ψυχᾶς
ὁμοίως· καὶ ὡς ὑγιαίνεν τῷ σώματι ἀμφοτέροις ὠφέλιμον, οὕτως
ὑγιαίνεν τᾷ ψυχᾷ· σώματος δὲ ἦμεν ἀρετὰς ὑγείαν ἰσχὺν εὐαισθησίαν
κάλλος. τὰ δὲ μᾶλλον ἀνδρὶ καὶ ἀσκὲν καὶ ἔχεν οἰκεῖόν ἐντι, τὰ δὲ
μᾶλλον γυναικί. ἀνδρότατα μὲν γὰρ καὶ φρόνασιν μᾶλλον ἀνδρὶ καὶ διὰ
τὰν ἕξιν τοῦ σώματος καὶ διὰ τὰν δύναμιν τᾶς ψυχᾶς, σωφροσύναν δὲ
γυναικί. διὸ δεῖ περὶ σωφροσύνας παιδευομέναν γνωρίζεν, ἐκ πόσων τινῶν καὶ ποίων τοῦτο τἀγαθὸν τᾷ γυναικὶ παραγίνεται. φαμὶ δὴ ἐκ πέντε τούτων· πρᾶτον μὲν ἐκ τᾶς περὶ τὰν εὐνὰν ὁσιότατός τε καὶ εὐσεβείας· δεύτερον δὲ ἐκ τῶ κόσμω τῶ περὶ τὸ σῶμα· τρίτον <δ'> ἐκ τῶν ἐξόδων τῶν ἐκ τᾶς ἰδίας οἰκίας· τέταρτον δ' ἐκ τῶ μὴ χρέεσθαι τοῖς ὀργιασμοῖς καὶ ματρῳασμοῖς· πέμπτον δ' ἐν τᾷ θυσίᾳ τᾷ πρὸς τὸ θεῖον εὐλαβέα ἦμεν καὶ μετρίαν. τούτων δὲ μέγιστον αἴτιον καὶ συνεκτικώτατον τᾶς σωφροσύνας τὸ περὶ τὰν εὐνὰν ἦμεν ἀδιάφθορον καὶ ἄμικτον θυραίω ἀνδρός. πρᾶτον μὲν γὰρ εἰς τοῦτο παρανομοῦσα ἀδικεῖ γενεθλίους θεούς, οἴκῳ καὶ συγγενείᾳ οὐ γνασίους ἐπικούρους ἀλλὰ νόθους παρεχομένα· ἀδικεῖ δὲ τοὺς φύσει θεούς, οὕσπερ ἐπομόσασα μετὰ τῶν αὑτᾶς πατέρων τε καὶ συγγενῶν συνελεύσεσθαι ἐπὶ κοινωνίᾳ βίῳ καὶ τέκνων γενέσει τᾷ κατὰ νόμον· ἀδικεῖ δὲ καὶ τὰν αὑτᾶς πατρίδα, μὴ ἐμμένουσα τοῖς ἐνδιατεταγμένοις. ἔπειτα ἐπὶ τούτοις ἀμβλακίσκεν, ἐφ' οἷς τὸ μέγιστον τῶν προστίμων ὥρισται θάνατος διὰ τὰν ὑπερβολὰν τοῦ ἀδικήματος, ἔκθεσμον καὶ ἀσυγγνωμονέστατον εἶμεν ἁδονᾶς ἕνεκεν ἁμαρτάνεν καὶ ὑβρίζεν· ὕβριος δὲ πάσας πέρας ὄλεθρος. Stob. 4.23.61a p. 591 He. (Mullach 2 p. 36) Ἐν ταὐτῷ. Κἀκεῖνο δὲ χρὴ διαλογίζεσθαι, ὡς οὐδὲν καθάρσιον εὑρήσει τᾶς ἀμπλακίας ταύτας ἄκος, ὥστε ὡς ἱερὰ θεῶν καὶ βωμὼς ποτερχομέναν εἶμεν ἁγνὰν καὶ θεοφιλάταν· ἐπὶ γὰρ ταύτᾳ τᾷ ἀδικίᾳ μάλιστα καὶ τὸ δαιμόνιον ἀσυγγνωμόνητον γίνεται. κάλλιστος δὲ κόσμος γυναικὸς ἐλευθέρας πρᾶτόν τε κῦδος τὸ διὰ τῶν αὐτᾶς τέκνων ἐπιμαρτύρασθαι τὰν σωφροσύναν τὰν ποτὶ τὸν ἄνδρα, αἴκα τὸν τύπον τᾶς ὁμοιότατος ἐπιφέρωντι τῶ κατασπείραντος αὐτὰ πατρός. καὶ περὶ μὲν εὐνᾶς οὕτως ἔχει· περὶ δὲ τοῦ κόσμου τοῦ περὶ τὸ σῶμα δοκεῖ μοι οὕτως. δεῖ λευχείμονα εἶναι καὶ ἁπλοικὰν καὶ ἀπερίσσευτον. ἐσσεῖται δὲ τοῦτο, αἴκα μὴ διαφανέεσσι μηδὲ διαποικίλοις μηδὲ ἀπὸ βόμβυκος ὑφασμένοις χρᾶται τοῖς περὶ τὸ σῶμα, ἀλλὰ μετρίοις καὶ λευκοχρωμάτοις· οὕτω γὰρ τὸ μᾶλλον κοσμεῖσθαι καὶ τρυφὴν καὶ καλλωπισμὸν φεύξεται, καὶ ζᾶλον οὐκ ἐμποιήσει μοχθηρὸν ταῖς ἄλλαις. χρυσὸν δὲ καὶ σμάραγδον ἁπλῶς μὴ περιτίθεσθαι· καὶ γὰρ πολυχρήματον καὶ ὑπεραφανίαν ἐμφαῖνον ποττὰς δαμοτικάς. δεῖ δὲ τὰν εὐνομουμέναν πόλιν, ὅλαν αὐτὰν δι' ὅλας τεταγμέναν, συμπαθέα τε καὶ ὁμοιόνομον εἶμεν, ἀπερύκεν δὲ καὶ δαμιοεργὼς ἐκ τᾶς πόλιος τὼς ἐργαζομένως τὰ τοιαῦτα. χρώματι δὲ φαιδρύνεσθαι τὰν ποτῶπα μὴ ἐπακτῷ καὶ ἀλλοτρίῳ, τῷ δ' οἰκῄῳ τῶ σώματος δι' αὐτῷ τῶ ὕδατος ἀπολουοέμναν, κοσμὲν δὲ μᾶλλον αὑτὰν αἰσχύνᾳ· καὶ γὰρ τὸν συμβιῶντα καὶ αὑτὰν ἔντιμον παρέξεται. τὰς δὲ ἐξόδους ἐκ τᾶς οἰκίας ποιεῖσθαι τὰς γυναῖκας τὰς δαμοτελέας θυηπολούσας τῷ ἀρχαγέτᾳ θεῷ τᾶς πόλιος ὑπὲρ αὑτᾶς καὶ τῶ ἀνδρὸς καὶ τῶ παντὸς οἴκω· ἔπειτα μήτε ὄρφνας ἀνισταμένας μήτε ἑσπέρας ἀλλὰ πλαθυούσας ἀγορᾶς καταφανέα γινομέναν τὰν ἔξοδον ποιεῖσθαι θεωρίας ἕνεκά τινος ἢ ἀγορασμῶ οἰκῄω μετὰ θεραπαίνας μιᾶς ἢ καττὸ πλεῖστον δύο εὐκόσμως χειραγωγουμέναν. τὰς δὲ θυσίας λιτὰς παριστάμεν τοῖς θεοῖς καὶ καττὰν δύναμιν, ὀργιασμῶν δὲ καὶ ματρῳασμῶν τῶν κατ' οἶκον ἀπέχεσθαι. καὶ γὰρ ὁ κοινὸς νόμος ἀπερύκει τᾶς πόλιος ταῦ<τα> τὰς γυναῖκας ἐπιτελέν, καὶ ἄλλως καὶ ὅτι μέθας καὶ ἐκστάσιας ψυχᾶς ἐπάγοντι ταὶ θρησκεύσιες αὗται· τὰν δ' οἰκοδέσποιναν καὶ προκαθεζομέναν οἴκω δεῖ σώφρονα καὶ ἀνέπαφον ποτὶ πάντα ἦμεν. |
Ἡ γυναῖκα πρέπει νὰ εἶναι γενικὰ ἀγαθὴ καὶ κόσμια. Καὶ ποτὲ δὲν θὰ εἶναι τέτοια
δίχως ἀρετή. Διότι κάθε ἀρετὴ ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἕνα πρᾶγμα, ἔχει σπουδαιότητα μόνο
σχετικὰ μ᾿ αὐτό. Ἡ ἀρετὴ τῆς ὅρασης εἶναι σπουδαία γιὰ τὰ μάτια, τῆς ἀκοῆς γιὰ τὰ
αὐτιά, τοῦ ἀλόγου γιὰ τὰ ἄλογα καὶ τοῦ ἀνδρὸς γιὰ τοὺς ἄνδρες. Ἔτσι καὶ ἡ ἀρετὴ
τῆς γυναίκας, γιὰ τὶς γυναῖκες. Καὶ σπουδαιότερη ἀρετὴ τῆς γυναίκας εἶναι ἡ σωφροσύνη.
Ἐπειδὴ μὲ αὐτὴ τὴν ἀρετὴ θὰ μπορεῖ νὰ τιμᾷ καὶ νὰ ἀγαπᾷ τὸν ἄνδρα της.Πολλοὶ ἴσως νομίζουν ὅτι δὲν ἁρμόζει στὴ γυναῖκα νὰ φιλοσοφεῖ, οὔτε νὰ ἱππεύει,
οὔτε νὰ βγάζει λόγους. Ἐγὼ ὅμως νομίζω ὅτι ὁρισμένα ἔργα εἶναι ἀποκλειστικῶς
τοῦ ἄνδρα, ἄλλα εἶναι τῆς γυναίκας καὶ ἄλλα ὅτι εἶναι κοινὰ καὶ στοὺς δυό·
ἐπίσης μερικὰ ταιριάζουν περισσότερο στὸν ἄνδρα παρὰ στὴ γυναῖκα, ἐνῷ ἄλλα περισσότερο
στὴ γυναῖκα παρὰ στὸν ἄνδρα. Τὰ εἰδικὰ καθήκοντα τοῦ ἄνδρα εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς στρατηγίας,
τῆς πολιτικῆς καὶ οἱ δημόσιες ὁμιλίες. Ἀποκλειστικὰ ἔργα τῆς γυναίκας εἶναι τὸ νοικοκυριό,
ἡ διαμονὴ στὸ σπίτι καὶ τὸ καλωσόρισμα καὶ ἡ φροντίδα τοῦ ἄνδρα. Κοινὲς ἰδιότητες
ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα εἶναι ἡ ἀνδρεία, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ φρόνηση.
Καὶ πράγματι, πρέπει καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα νὰ ἔχουν τὶς ἀρετὲς τοῦ σώματος,
καθὼς ἐπίσης καὶ τὶς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς. Καὶ ὅπως εἶναι καὶ στοὺς δυὸ ὠφέλιμη ἡ ὑγεία
στὸ σῶμα, τὸ ἴδιο εἶναι ὠφέλιμη ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς. Ἀρετὲς τοῦ σώματος εἶναι ἡ ὑγεία,
ἡ ἰσχύς, ἡ εὐαισθησία καὶ ἡ ὀμορφιά. Ἀπὸ τὶς ἀρετὲς αὐτὲς μερικὲς εἶναι πιὸ οἰκεῖο
στὸν ἄνδρα νὰ τὶς ἀσκεῖ καὶ νὰ τὶς ἔχει καὶ ἄλλες περισσότερο στὴ γυναῖκα. Ἡ ἀνδροπρέπεια
καὶ ἡ φρόνηση ταιριάζουν περισσότερο στὸν ἄνδρα καὶ γιὰ τὴν εὐεξία τοῦ σώματος καὶ
γιὰ τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς, ἐνῷ ἡ σωφροσύνη στὴ γυναῖκα. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐκπαιδεύεται στὴ σωφροσύνη καὶ νὰ γνωρίζει ἡ γυναῖκα ἀπὸ πόσα καὶ ποιὰ στοιχεῖα ἐξαρτᾶται αὐτὸ τὸ ἀγαθό. Λέω λοιπὸν ἀπὸ πέντε: πρῶτον, ἀπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ τὸ σεβασμὸ τῆς συζυγικῆς σχέσεως. Δεύτερον, ἀπὸ τὸ στολισμὸ τοῦ σώματος. Τρίτον, ἀπὸ τὶς ἐξόδους τῆς γυναίκας ἀπὸ τὸ σπίτι της. Τέταρτον, ἀπὸ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ ὀργιαστικὲς τελετὲς καὶ «μητρωασμούς» (ἑορτὲς πρὸς τιμὴν τῆς μητέρας τῶν θεῶν Κυβέλης). Πέμπτον, ἀπὸ τὴν εὐλάβεια καὶ μετριοπάθεια στὶς θυσίες ποὺ γίνονται πρὸς τοὺς θεούς. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὸ σπουδαιότερο αἴτιο καὶ συνεκτικὸ στοιχεῖο τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ ἀδιάφθορη συζυγικὴ σχέση ποὺ δὲν μολύνεται ἀπὸ σχέσεις μὲ ἄλλους ἄνδρες. Διότι, παραβαίνοντας αὐτό, ἀδικεῖ πρῶτα τοὺς γενέθλιους θεοὺς καὶ εἰσάγει στὴν οἰκογένεια καὶ στὸ σόι ὄχι γνήσια ἀλλὰ νόθα τέκνα. Ἔπειτα, ἀδικεῖ τοὺς θεοὺς τῆς φύσεως, ποὺ στὸ ὄνομά τους ὁρκίστηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς συγγενεῖς της νὰ ἑνώσει τὴ ζωή της μὲ τὸν ἄνδρα καὶ νὰ ἀποκτήσουν νόμιμα τέκνα. Ἔπειτα ἀδικεῖ καὶ τὴν πατρίδα, διότι δὲν μένει πιστὴ στὰ καθιερωμένα. Ἔπειτα, τὸ νὰ παραβαίνει αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα μέγιστη ποινὴ ἔχει ὁριστεῖ ὁ θάνατος, λόγω τῆς σπουδαιότητας τοῦ ἀδικήματος, εἶναι ἀθέμιτο καὶ ἀσυγχώρητο, νὰ ἁμαρτάνει δηλαδὴ καὶ νὰ ἀτιμάζει γιὰ χάρη τῆς ἡδονῆς. Καὶ ἡ κατάληξη κάθε ἀτιμίας εἶναι ἡ καταστροφή. Καὶ πρέπει νὰ σκέφτεται ἡ γυναῖκα ὅτι δὲν θὰ μπορέσει νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ μία τέτοια ἁμαρτία, ὥστε νὰ μπορεῖ μετὰ νὰ προσέρχεται στοὺς ναοὺς τῶν θεῶν καὶ στοὺς βωμοὺς ἁγνὴ καὶ ἀγαπητὴ στοὺς θεούς. Διότι σὲ τέτοια ἀδικήματα καὶ ὁ θεὸς εἶναι ἀνεξιλέωτος. Τὸ καλύτερο κόσμημα τῆς ἐλεύθερης γυναίκας εἶναι νὰ κάνει ὅ,τι εἶναι σωστὸ καὶ νὰ ἐπιβεβαιώνει μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν παιδιῶν ποὺ φέρνει στὸν κόσμο τὴν πίστη καὶ τὴν ἀφοσίωση στὸν ἄνδρα της, ἂν φέρουν τὰ σημάδια ὁμοιότητας μὲ τὸν πατέρα ποὺ τὰ ἔσπειρε. Αὐτὰ λοιπὸν γιὰ τὴ συζυγικὴ πίστη. Τώρα γιὰ τὸ στολισμὸ τοῦ σώματος πιστεύω τὰ ἑξῆς. Πρέπει νὰ εἶναι λευκοντυμένη, ἁπλὴ καὶ ἀνεπιτήδευτη. Καὶ θὰ εἶναι ἔτσι ἂν δὲν φοράει διαφανῆ καὶ πολύχρωμα οὔτε μεταξωτὰ φορέματα ἀλλὰ σεμνὰ καὶ λευκοῦ χρώματος. Ἔτσι θὰ ἀποφύγει τὰ ὑπερβολικὰ στολίδια, τὴν πολυτέλεια καὶ τὸν καλλωπισμὸ καὶ δὲν θὰ ἐμπνεύσει τὴ μοχθηρὴ ζήλεια στὶς ἄλλες. Χρυσαφικὰ καὶ σμαράγδια νὰ μὴ φοράει, ἐπειδὴ φανερώνουν ἐπίδειξη πλούτου καὶ ὑπερηφάνεια ἀπέναντι στὶς γυναῖκες τοῦ λαοῦ. Πρέπει καὶ ἡ πολιτεία, ἂν εὐνομεῖται, νὰ ὁρίζει αὐτὰ γιὰ ὅλες τὶς γυναῖκες, νὰ βοηθάει μὲ μία ἑνιαία νομοθεσία, ἔτσι ὥστε νὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν πολιτεία τοὺς τεχνῖτες ποὺ κατασκευάζουν τέτοια κοσμήματα. Καὶ νὰ μὴ στολίζει τὸ πρόσωπό της μὲ τεχνητὰ καὶ ξένα χρώματα. Ἀλλὰ νὰ ἀρκεῖται στὸ φυσικὸ χρῶμα τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖο νὰ λούζει μὲ σκέτο νερὸ καὶ νὰ φροντίζει νὰ στολίζεται μᾶλλον μὲ τὴ σεμνότητα. Ἔτσι θὰ τιμάει καὶ τὸν ἄνδρα της καὶ τὸν ἑαυτό της. Καὶ οἱ ἔξοδοι τῆς γυναίκας ἀπὸ τὸ σπίτι ἂς εἶναι γιὰ τὶς δημόσιες θυσίες πρὸς τιμὴν τοῦ πολιούχου θεοῦ, ἱκετεύοντάς τον νὰ προστατεύει τὴν ἴδια, τὸν ἄνδρα της καὶ ὅλη τὴν οἰκογένεια. Ἔπειτα νὰ μὴ σηκώνεται καὶ βγαίνει οὔτε τὴ βαθιὰ νύχτα, οὔτε τὸ δειλινό, ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ ἀγορὰ εἶναι γεμάτη, γιὰ νὰ εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἔξοδός της, ποὺ πρέπει νὰ γίνεται ἢ γιὰ κάποιο θέαμα ἢ γιὰ ψώνια δικά της, καὶ τότε πάλι μὲ μιὰ ἢ τὸ πολὺ δυὸ ὑπηρέτριες ποὺ θὰ τὴν συνοδεύουν μὲ κοσμιότητα. Νὰ προσφέρει λιτὲς θυσίες στοὺς θεοὺς καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις της καὶ νὰ ἀποφεύγει τὶς ὀργιαστικὲς τελετὲς καὶ τοὺς μητρωασμοὺς στὰ σπίτια. Διότι οἱ κοινοὶ νόμοι τῆς πολιτείας ἀπαγορεύουν στὶς γυναῖκες νὰ τελοῦν τέτοια ὄργια καὶ γιὰ ἄλλους λόγους, ἀλλὰ καὶ διότι αὐτὲς οἱ θρησκευτικὲς τελετὲς συνοδεύονται μὲ μεθύσια καὶ ἐκστασιασμὸ τῆς ψυχῆς. Ἐνῷ ἡ οἰκοδέσποινα καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχει τὴν πρωτοκαθεδρία στὸ σπίτι πρέπει νὰ εἶναι πάντα σώφρων καὶ ἄθικτη. |