Πριν
εισβάλει στη Θήβα ο στρατός των Επιγόνων, ο μάντης Τειρεσίας παρότρυνε
τους πολίτες να εγκαταλείψουν την πόλη' και ακολούθησε και ο ίδιος τους
πρόσφυγες. Όταν νϋχτωσε, έφτασαν στην πηγή Τιλφούσσα ο Τειρεσίας
διψούσε, ήπιε νερό από την πηγή και πέθανε. Σύμφωνα με τον Ησίοδο
(απόσπ. 276), ο υπεραιωνόβιος μάντης έζησε όσο εφτά γενιές ανθρώπων' και
ο Παυσανίας (9,16,1) μαρτυρεί ότι στη Θήβα έδειχναν ακόμα τον τόπο όπου
συνήθιζε να ερμηνεύει το πέταγμα και τις φωνές των πουλιών.
Ο Τειρεσίας διατήρησε όμως τις μαντικές του ικανότητες και μετά
θάνατον' και ο Οδυσσέας χρειάστηκε να συναντήσει τη σκιά του στον Άδη
για να μάθει τόσο για τις περιπέτειες της επιστροφής του στην πατρίδα,
όσο και για το δεύτερο ταξίδι που θα τον οδηγούσε ως το λαό που δε
γνωρίζει τη θάλασσα, όπως αφηγείται η μυθολογία της Ιθάκης.
Ο Τειρεσίας ήταν τυφλός και οι θεοί τον
αποζημίωσαν γι' αυτό το μειονέκτημα χαρίζοντάς του μια γνώση που
περιλάμβανε όλο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον - και δημιουργείται η
υπόνοια ότι ο Οιδίποδας έβγαλε τα μάτια του όχι μόνο για να τιμωρήσει
τον εαυτό του, από ντροπή για τα απαίσια αμαρτήματά του ή από αντίδραση
προς τους θεούς, αλλά και για να συναγωνιστεί εκείνη την απόλυτη γνώση
την οποία πίστευε ότι κατείχε και η οποία αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων
μια ανώφελη και καταστροφική πλάνη. Ο Τειρεσίας όμως δεν ήταν εκ γενετής
τυφλός: απόκτησε την αναπηρία και το χάρισμα ως συνέπεια ενός γεγονότος
για το οποίο στο μύθο υπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικές εκδοχές.
Η πρώτη επικεντρωνόταν σ' ένα ατύχημα, το οποίο αφηγείται με επιτηδευμένη αφέλεια ο αλεξανδρινός ποιητής Καλλίμαχος στον ύμνο Εις Λουτρά Παλλάδος. Ο Τειρεσίας ήταν γιος του Θηβαίου Ευήρους και της νύμφης Χαρικλούς, της αγαπημένης συντρόφου της Παλλάδας Αθηνάς κατά τις εξορμήσεις της στα έρημα βουνά της Ελλάδας. Να πώς το παιδί συνάντησε τη μητέρα του και τη θεά χωρίς να το έχει προβλέψει ούτε και θελήσει (στ. 70-84):
... Συνέβη
κάποτες αφού έλυσε των πέπλων της τις πόρπες
κ' οι ίπποι της ελούζουνταν στην κρήνη του Ελικώνα
με τα νερά τα γάργαρα κ' ήταν ησυχία στ' όρος
και μεσημέρι λούζουνταν κ' οι δυο στο ήσυχο όρος.
Τότε ο Τειρεσίας μόνος μαζί με τα σκυλιά του
κι ενώ τα γένεια του άρχισαν πριν λίγο να μαυρίζουν
εδίψασε σων ιερό χώρο τριγυρνώντας
πήγε στης κρήνης τα νερά' και δίχως να το θέλει
είδεν, ο έρμος, πράγματα που θεμιτά δεν ήταν.
Όμως κι αν θύμωσε η Αθηνά του 'ιιεν γλυκομιλώντας:
Ποιος, Ευηρείδη, δαίμονας σ' έφερε σ' αυτό το δρόμο
το δύσκολο εσέ που πια τα μάτια σου έχεις χάσει;
Μίλησε έτσι και στα μάτια του παιδιο6 κάθισε η νύχτα.
Βουβάθη αυτός, παράλυσε τα γόνα του η λ6πη.
Και του κατέσχε τη φωνήν η απολπισιά.
Η απελπισμένη μητέρα καταφερόταν
εναντίον της θεάς, σφίγγοντας στην αγκαλιά της το γιο της και
μοιρολογώντας για το σκληρό πεπρωμένο: « •.. είδες συ τα στήθη / της
Αθηνάς και τους γλουτούς όμως ποτέ τον ήλιο / δεν πρόκειται να
ξαναϊδείς» (στ. 91-92). Αλλά και η θεά συμμεριζόταν τον πόνο της
συντρόφου της (στ. 98-105):
... δεν τύφλωσα το γιο σου
εγώ. Γιατί στην Αθηνά ευχάριστο δεν είναι
ν' αφαιρεί παιδιών τα μάτια' είναι του Κρόνου οι νόμοι
που λεν: «Απ' τους αθάνατους αν κάποιον δει κανένας
χωρίς ο ίδιος ο θεός να τον εκλέξει θα 'ναι
η τιμωρία του βαριά». Θεία γυναίκα, εκείνο
που 'γινε δεν ξεγίνεται. Έτσι οι κλωστές ορϊσαν
των μοιρών από την ώρα που τον γέννησες.
Κάτι παρόμοιο είχε ήδη συμβεί σ' έναν
άλλο νεαρό Θηβαίο, τον Ακταίονα, που χτυπήθηκε από την οργή της Άρτεμης,
όταν την είδε γυμνή μπροστά του - όπως είδαμε όμως, υπήρχαν υπόνοιες
ότι πίσω από εκείνη τη συνάντηση κρυβόταν ίσως ένα ανόσιο σχέδιο. Δε
συνέβη το ίδιο στην περίπτωση του Τειρεσία και η Αθηνά έδειξε οίκτο στον
ακούσιο θεατή των θηλυκών χαρισμάτων της. Τον αποζημίωσε για τη συμφορά
του με την προφητική τέχνη, που θα τον έκανε ξακουστό στις μελλοντικές
γενιές και που δε θα χανόταν ούτε μετά το τέλος της μακρόχρονης ζωής
του' και η σοφία του μύθου συνδύασε το έσχατο γεγονός της ζωής του
Τειρεσία με μια άλλη δίψα και μια άλλη μοιραία πηγή.
Σ' αυτή την ιστορία υπάρχουν το μυστήριο του πεπρωμένου και ο οίκτος του θεού που απαλύνει τη σκληρότητά του' ο Τειρεσίας, όταν είχε ακόμα το φως του, είδε κάτι που δεν έπρεπε να δει και έκανε όμως το αμάρτημά του ακόμα πιο βαρύ με μια ασεβή και απερίσκεπτη πράξη (Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 3, στ. 324-331).
Σ' ένα πυκνό δάσος ήταν δυο πελώρια φίδια
που ζευγάρωναν. Μ' ένα ραβδί εκείνος έσπασε το δεσμό τους
από άντρας έγινε γυναίκα -ως διά μαγείας- κι έμεινε τέτοια
για εφτά χρόνια. Τον όγδοο χρόνο τα είδε ξανά
κι είπε: «Αν χτυπώντας σας αλλάζει η φύση
αυτού που σας χτύπησε, να, θα σας χτυπήσω
και σήμερα». Χτύπησε τα δυο φίδια όπως τότε
και ξαναπήρε τη μορφή που 'χε άλλοτε, έγινε άντρας, όπως είχε
γεννηθεί.
Πολλοί λαοί πιστεύουν ότι είναι κακός οιωνός για κάποιον να δει ή να ονειρευτεί φίδια ή κοράκια ενώ ζευγαρώνουν μα ο Τειρεσίας πρόσθεσε και το ολέθριο χτύπημα με το ραβδί του - και υποχρεώθηκε να υποστεί τη μοίρα που ο ίδιος είχε προκαλέσει. Αυτό όμως που έθεσε σε κίνηση την τελική φάση, κατά την οποία μετατράπηκε σ' έναν τυφλό μάντη, ήταν μια επιπόλαιη και ασυνήθιστη συζήτηση μεταξύ θεών: ο Δίας υποστήριζε ότι η γυναίκα απολαμβάνει την ερωτική πράξη περισσότερο από τον άντρα, ενώ η Ήρα αρνιόταν να παραδεχτεί αυτό το πλεονέκτημα του φύλου της. Πώς να λύσουν το σκανδαλιστικό ζήτημα;
Μόνο ο Τειρεσίας ήταν σε θέση να δώσει
απάντηση, με βάση την εμπειρία του ως μέλους και των δύο φύλων: κι αυτός
έδωσε δίκιο στον Δία, λέγοντας ότι η ηδονή της γυναίκας είναι εννέα φορές μεγαλύτερη από την ηδονή του άντρα.
Είτε από ντροπή είτε από πείσμα, η Ήρα δεν τον συγχώρεσε που τη
διέψευσε, και του στέρησε για πάντα την όραση. Καθώς ακόμα και ο πιο
ισχυρός θεός απαγορεύεται να ακυρώσει την πράξη ενός άλλου θεού, στον
Δία δεν απέμενε παρά να αποζημιώσει το θύμα της ευερέθιστης συζύγου του
χαρίζοντας στον Τειρεσία τη γνώση όλων αυτών που είναι άγνωστα στους
ανθρώπους.
Από το βιβλίο των dario & lia del corno "στη γη του μύθου" Εκδοτικός Οίκος Λιβάνηπηγή: http://antikleidi.com