Οι άνθρωποι καταριούνται τους άσπλαχνους, τους ανελεήμονες, τους σκληρούς και απάνθρωπους. Από τα χρόνια του Ομήρου ως τις μέρες μας.
Ήταν βαριά η κατάρα τού Αμύντορα, πατέρα τού Φοίνικα και βασιλιά σ’ αυτά τα μέρη*, να μην κρατήσει ποτέ απ’ αυτόν εγγόνια στην αγκαλιά του. Τι το ‘θελε ο νεαρός και ξελογιάστηκε με της Αφροδίτης τα καμώματα, και στο κρεβάτι πλάγιασε με την ερωμένη σκλάβα του πατέρα του; Μια στιγμή ερωτικής επιθυμίας, ξεσήκωσε θύελλες αντιζηλίας.
Έφυγε ο Φοίνικας από το πατρικό του σπίτι, θλιμμένος και ντροπιασμένος. Κι όπως ο ποιητής εξιστορεί, την προστασία γύρεψε του βασιλιά Πηλέα της Φθίας. Εκεί, έγινε ο δάσκαλος του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα και στέφθηκε βασιλιάς στα μέρη των Δολόπων. Κι όταν ο Αχιλλέας εκστράτευσε στην Τροία, ο Φοίνικας τον ακολούθησε για να τον συντροφεύει και να τον συμβουλεύει.
Ο Φοίνικας ήταν γιος του Αμύντορα (πατρός Ἀμύντορος Ὀρμενίδαο Ι 448), παλιός δάσκαλος του Αχιλλέα και ένας από τους πέντε αρχηγούς των Μυρμιδόνων, που ακολούθησαν τον Αχιλλέα στην Τροία. Είναι κυρίως γνωστός για τη συμμετοχή του στην πρεσβεία προς τον Αχιλλέα και τον εξαιρετικό του λόγου, που αποτελεί τον πυρήνα της πρεσβείας. Επιπλέον, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ήρωες της αρχαιοελληνικής μυθολογίας και πρωταγωνίστησε σε πολλά δράματα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Μάλιστα, στην Ἰλιάδα είναι ένας από τους σημαντικότερους ήρωες μετά τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο, φυσικά.
Ο Φοίνικας, ως μεγαλύτερος και παιδαγωγός του Αχιλλέα, τον προειδοποιεί διακριτικά, λαμβάνοντας υπόψη και το οξύθυμο του χαρακτήρα του νεαρού ήρωα, να μη μεταφέρει τα προσωπικά του συναισθήματα και τις διαφωνίες στις συμφωνίες της πολεμικής κοινωνίας. Έτσι, ο Φοίνικας προβάλλει το παρελθόν του∙ πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στη διαμάχη με τον πατέρα του και την αντιπαραβάλλει με τη διαμάχη Αχιλλέα – Αγαμέμνονα, που τον οδήγησε στην εγκατάλειψη της πατρογονικής του εστίας, με αποτέλεσμα να καταλήξει στη Φθία, κοντά στον πατέρα του Αχιλλέα, Πηλέα, ο οποίος του προσέφερε προστασία, πλούτη και γη. Η διαμάχη Φοίνικα – Αμύντορα οφείλεται στο ότι ο Φοίνικας συνευρέθηκε ερωτικά με την παλλακίδα του πατέρα του, υπακούοντας στην εντολή της μητέρας του, η οποία επεδίωκε έτσι να την απομακρύνει από τον σύζυγό της. Εντούτοις, ο Αμύντορας αντιλαμβάνεται τη μηχανορραφία της συζύγου του και καταριέται τον γιο του, ζητώντας από τις Ερινύες να μην αποκτήσει εγγόνια απ’ αυτόν. Επρόκειτο για μια συνήθη κατάρα από τον πατέρα στον γιο.
Ο Φοίνιξ αφηγείται στον Αχιλλέα την κατάρα του πατέρα του Αμύντορα:
"Το νόησε ο πατέρας μου κι επρόφερε κατάρα
στην κεφαλή μου, τες φρικτές καλώντας Ερινύες,
στα γόνατά του, σπέρμα μου ποτέ να μη καθίσει
κι ενέργησαν οι αθάνατοι την πατρική κατάραν
ο χθόνιος Ζευς κι η άσπονδη στον Άδη Περσεφόνη".
Ο Φοίνιξ αναμίχθηκε στον έρωτα του πατέρα του για μια ωραία παλλακίδα, την οποία ο Αμύντωρ αγαπούσε και προτιμούσε από τη σύζυγό του και μητέρα του Φοίνικα. Παρ' όλα αυτά και πάλι η κατάρα "πιάνει", ως προερχόμενη από τον γονέα.
Οι κατάρες των γονιών "πιάνουν". Η σύγχρονη αυτή πίστη έχει αρχαιότατες ρίζες. Όπως πιάνουν και οι κατάρες των ιερέων, κατά τις διαχρονικές πίστεις. Το βλέπουμε αυτό ήδη στον Όμηρο.
Η πρώτη ραψωδία της "Ιλιάδας" μας περιγράφει τα αποτελέσματα μιας κατάρας. Ο Χρύσης, ιερέας του Απόλλωνα, αδικημένος από τους αρχηγούς των Ελλήνων (Δαναών), προσεύχεται στον Απόλλωνα και τον παρακαλεί ν' ακούσει τις κατάρες του και να εκδικηθεί την αδικία που του έγινε:
"... εάν σου έκτισα ναόν να χαίρετ' η καρδιά σου,
εάν ποτέ σου έκαψα μεριά καλοθρεμμένα
ταύρων κι ερίφων, τούτον μου τον πόθο τέλειωσέ μου
τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν".
Ευχήθη, κι ως τον άκουσεν ο Φοίβος ο Απόλλων
κατέβη από τες κορυφές του Ολύμπου θυμωμένος...
Στην Οδύσσεια βρίσκουμε χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
Και τότες η κελάρισσα της κάνει η Ευρυνόμη
"Αν πιάσουν οι κατάρες μας, απ' αυτουνούς κανένας
να δει τη χρυσοθρόνιαστη δε σώνει την Αυγούλα".
Όποιος μας φαίνεται άσπλαχνος
κι' έχει άσπλαχνη τη γνώμη,
όλοι οι ανθρώποι και σα ζει
τον καταριώνται ετούτον,
και σαν πεθάνει,
τον γελούν και τον καταφρονούνε...
Ο Οδυσσέας ο ίδιος, που είχε την εύνοια των θεών και αποτελεί θετικό πρότυπο ήρωα στα ομηρικά έπη, είναι αποδέκτης κατάρας για σκληρή συμπεριφορά, όπως λ.χ. στην περίπτωση του Κύκλωπα Πολύφημου, του οποίου έβγαλε το μοναδικό μάτι και τον εξαπάτησε και τον ειρωνεύθηκε. Γι' αυτό ο Πολύφημος τον καταριέται να πάθει όσα έπαθε ή και χειρότερα ακόμα, επικαλούμενος τον θεό και πατέρα του Ποσειδώνα:
"Ω Ποσειδώνα βασταχτή της γης και μαυροχήτη
συνάκουσέ με, αν είμαι γιος και κύρης μου αν παινιέσαι,
κάμε ο Δυσσέας ο κουρσευτής να μη γυρίσει πίσω,
του Λαέρτη ο γιος, που βρίσκεται στο Θιάκι η κατοικιά του.
Κι αν είν' της μοίρας του γραφτό να δει τους ποθητούς του,
το σπίτι το καλόχτιστο και την πατρίδα εκείνος,
ας κακοφτάσει αργά, χωρίς κανέναν σύντοφό του
με ξένο πλοίο, και συμφορές να βρει στο σπιτικό του".
Αλλά δεν καταριούνται μόνο τους άλλους οι άνθρωποι. Κάποτε οι τύψεις, οι ενοχές, οι συνέπειες των πράξεων είναι τόσο οδυνηρές, που οι ίδιοι καταριούνται τον εαυτό τους, ευχόμενοι να μην είχαν γεννηθεί ή να είχαν βρει το θάνατο σε στιγμή προγενέστερη από εκείνη για την οποία μέμφονται τον εαυτό τους.
Η "ωραία Ελένη", η αφορμή των Τρωικών, του αίματος και των θανάτων βρίσκεται κατά τον Όμηρο σε τέτοια ψυχολογική κατάσταση:
"... Κι η Ελένη γλυκομίλητη του είπε: "Ανδράδελφέ μου,
ωιμένα της κακόπραχτης, της οργισμένης σκυλάς
αχ! την ημέρα που στο φως με έφερε η μητέρα,
να μ' είχε αρπάξει ανεμική κακή, να μ' είχε ρίξει
εις όρος ή στης θάλασσας το φουσκωμένο κύμα
να με ρουφήξει κι όχι αυτά που εγίνηκαν να γίνουν..."
Δεν εξαντλούνται βεβαίως, οι περιπτώσεις και τα αποτελέσματα κατάρας στα ομηρικά έπη με αυτά μόνο τα παραδείγματα. Είναι όμως ενδεικτικά ως προς το είδος των βλαβών που επιζητούν με τις κατάρες.
Ο Χρύσης ζητά τον θάνατο των αδικοπρακτών με τα βέλη - μιάσματα του Απόλλωνα που προκαλούν λοιμό.
Ο πατέρας ζητά την ατεκνία του γιου του.
Η Ευρυνόμη ζητά "να μη ξημερωθούν" οι μνηστήρες.
Ο Πολύφημος ζητά για τον Οδυσσέα "να μη σώσει να γυρίσει", ή αν αυτό δεν γίνεται, να γυρίσει μόνος, χωρίς συντρόφους και αγαθά και να βρει μεγάλα προβλήματα στο σπίτι του.
Η Ελένη ζητά με την αυτοκατάρα της "να μην είχε γεννηθεί", να την είχε "πάρει ανεμορρ(ι)πή" κ.λπ.
Υπάρχει δηλαδή ομοιότητα με τις σύγχρονες, καθώς η κατάρα θέλει να πλήξει τα πολυτιμότερα αγαθά, που διαχρονικά είναι ίδια για τον άνθρωπο.
Όμως έχει και ευχές ο Όμηρος στα έπη του.
Ο Οδυσσέας και ο Διομήδης (προσ)εύχονται για τη νίκη τους και για τη γενναιότητά τους, τάζοντας θυσία στη θεά που προσδοκούν ν' ακούσει την ευχή τους:
"Ευχήθηκαν και απ' την θεά
η ευχή τους εισακούσθη
και αφού την ευχήν έκαμαν
εις του Διός την κόρην
βαδίζαν ως δύο λέοντες..."
Εκτός από τις αυτοκατάρες βλέπουμε ότι υπάρχουν και ευχές υπέρ των ίδιων των ευχομένων.
Η Πηνελόπη ύστερα από έναν ευτυχισμένο ύπνο εύχεται ο θάνατός της, όταν έρθει, να είναι το ίδιο ελαφρύς και γλυκός όπως εκείνος ο ύπνος:
" Ύπνος που μ' ηύρε μαλακός την κακοπαθιασμένη.
Μακάρι τέτοιο θάνατο να μού 'δινε η Παρθένα
η Άρτεμη που ολοζωής στα δάκρυα να μη λιώνω,
τις χάρες τις αρίθμητες ποθώντας του ακριβού μου
του αντρού, που απ' όλους ήτανε τους Αχαιούς ο πρώτος..."
Ευχές και κατάρες, πανάρχαια ανάγκη και πανάρχαια πρακτική του ανθρώπου, σε αμετάβλητη παρουσία ως τις μέρες της πιο πρακτικής τεχνολογικής εξέλιξης, ως τις μέρες μας. Επειδή οι ανάγκες, τα αισθήματα, οι επιθυμίες και οι φόβοι, βασικά συστατικά της ανθρώπινης ψυχοσύστασης, παραμένουν πρακτικώς αμετάβλητα...
* Αμύντωρ ή Αμύντορας, ήταν γιος του Βασιλιά Ορμένου, των Δολόπων, ιδρυτή της θεσσαλικής πόλης Ορμενίου, και εγγονός του Καρφίου ή Κερκάφου. Αδελφός του Αμύντορα ήταν ο Ευαίμων (ή Ευαίμονας).
Ο Αμύντωρ διαδέχθηκε στο θρόνο τον πατέρα του και ανέλαβε βασιλιά του Ορμενίου. Σύζυγος του Αμύντορα αναφέρεται (κατά τον Διόδορο) η Ιππολύτη, ή η Αλκιμέδη (κατά τον Απολλόδωρο). Επίσης και ως ερωμένη του αναφέρεται η Κλυτία, και κόρη του ήταν η Αστυδάμεια.
Σύμφωνα με τη τοπική παράδοση τον Αμύντορα σκότωσε ο Ηρακλής μετά την άρνησή του, αθέτηση του λόγου του, να δώσει στον Ηρακλή για σύζυγο την κόρη του Αστυδάμεια, την οποία και στη συνέχεια έκανε σύζυγό του.
Ευχή και Κατάρα
-Γεράσιμου Α. Ρηγάτου