Η διαρκής αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας υπονομεύει τη σταθερότητα των ανθρώπινων και κοινωνικών δικτύων αφού οι άνθρωποι παύουμε να βλέπουμε και να υπολογίζουμε και να συναισθανόμαστε τους συνανθρώπους μας – οι επισημάνσεις δύο έγκριτων κοινωνιολόγων-ψυχολόγων.
Πλέον ζούμε υπό ένα άτυπο δικτατορικό καθεστώς ευτυχίας. Η επιδίωξη της διαρκούς ικανοποίησης διέπει κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι καταλήγουν να νιώθουν αναγκασμένοι να αισθάνονται και να σκέφτονται αποκλειστικά θετικά. Τα τελευταία χρόνια η ευτυχία δεν αποτελεί μόνον δικαίωμα όλων των ανθρώπων αλλά και υποχρέωσή τους. Η αποτυχία και η δυστυχία δεν αντιμετωπίζονται ως ενδεχόμενα, έτσι είμαστε όλοι καταδικασμένοι να είμαστε επιτυχημένοι και πάντα ευτυχισμένοι.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 έκανε την εμφάνισή της στις ΗΠΑ και μια νέα «επιστήμη της ευτυχίας», βάση της οποίας αποτελεί η αποκαλούμενη θετική ψυχολογία. Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, γιατροί και σύμβουλοι προσωπικής ανάπτυξης (life coaching), διασημότητες τύπου Οπρα Γουίνφρεϊ και πάσης φύσεως ειδικοί είναι έτοιμοι να μας διδάξουν πώς να είμαστε ευτυχισμένοι. Σύμφωνα, ωστόσο, με τη διακεκριμένη κοινωνιολόγο Εβα Ιλούζ, καθηγήτρια στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, και τον ισπανό ψυχολόγο Εντγκαρ Καμπάνας, συγγραφείς του δοκιμίου «Happycratie. Comment l’industrie du bonheur a pris le contrôle de nos vies» (Ευτυχιοκρατία – Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας ελέγχει τις ζωές μας), το διαρκές κυνήγι της ευτυχίας επιφέρει πλήθος επιπτώσεων –πολιτικών, ιδεολογικών, επιστημονικών και οικονομικών–, κυρίως επειδή η διαρκώς αναπτυσσόμενη βιομηχανία της υποχρεωτικής ευτυχίας συνέβαλε στη μετατόπιση πολλών ευθυνών από την κοινωνία στους ανθρώπους.
«Το κίνημα της θετικής ψυχολογίας υποστηρίζει πως η ευτυχία αποτελεί αποκλειστικά ζήτημα προσωπικών επιλογών, ότι ο καθένας μπορεί, με την αρωγή των ειδικών και την επεξεργασία των σκέψεων και των συναισθημάτων του, να γίνει ευτυχισμένος και πως μια φυσιολογική ζωή δεν εξαρτάται από την απουσία δυσκολιών και από το πώς αισθάνεται ο καθένας, αλλά από τη διαρκή επιδίωξη να αισθανόμαστε διαρκώς ολοένα πιο ευτυχισμένοι» σημείωσαν οι ίδιοι, μιλώντας στη La Repubblica, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου τους στην Ιταλία (στην Ελλάδα αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Πόλις). Υπογράμμισαν επίσης πως οι υποθέσεις πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η θετική ψυχολογία είναι περισσότερο ιδεολογικές παρά επιστημονικές. Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε να μετατραπεί η αναζήτηση της ευτυχίας σε βιομηχανία.
Σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη της θετικής ψυχολογίας διαδραμάτισε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, γιατί έπειτα από περισσότερα από δέκα χρόνια από την εκδήλωσή της, πολλές από τις αρνητικές συνέπειες κατέληξαν να είναι χρόνιες. «Η αίσθηση ανασφάλειας, η απουσία δυνατοτήτων, η αγωνία για το μέλλον έθεσαν τις βάσεις ενώ οι συνθήκες ήταν κατάλληλες ώστε η προτροπή για απόσυρση στον εαυτό μας να κυριαρχήσει στα μυαλά των ανθρώπων. Οπότε η αυξανόμενη ζήτηση και προσφορά θεραπειών, υπηρεσιών και προϊόντων της ευτυχίας θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως αιτία και συγχρόνως σύμπτωμα μιας πολιτισμικής τάσης να αναζητάμε εντός μας τα ψυχολογικά κλειδιά και την απαραίτητη θέληση με στόχο να ξεπεράσουμε τις ανασφάλειες» εξήγησαν οι δύο επιστήμονες.
Σε αυτήν την τάση ανήκει και πρακτική της ενσυνειδητότητας (mindfulness) σύμφωνα με την οποία η εσωτερίκευση των προτεραιοτήτων μας αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο ώστε να κερδίσουμε την ευημερία και να εδραιώσουμε τους εαυτούς μας στη φρενήρη πραγματικότητα. Αλλά «όπως συμβαίνει και με πολλά άλλα προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά και προβάλλονται από τους ειδικούς της ευτυχίας, η πρακτική της ενσυνειδητότητας αντλεί τη δύναμή της από την υπόσχεση ότι αποτελεί πανάκεια για όλα τα ενδημικά προβλήματα του νεοφιλελευθερισμού. Και επιμένει πως οι ρίζες των προβλημάτων πρέπει να αναζητηθούν στους ανθρώπους και όχι στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα».
Ποιος είναι, όμως, ο αντίκτυπος της διαρκούς επιδίωξης της ευτυχίας; Στους χώρους εργασίας «κατέληξε να αποτελεί μια χρήσιμη στρατηγική για την αιτιολόγηση κεκαλυμμένων οργανωτικών ιεραρχιών και την υποταγή των εργαζόμενων στην επιχειρηματική κουλτούρα». Μέσω της επίκλησης της ευτυχίας οι επιχειρήσεις μπόρεσαν να μεταθέσουν τις όποιες ευθύνες στους εργαζομένους τους, καταλογίζοντάς τους ακόμα περισσότερες για τις όποιες αποτυχίες, όχι μόνον τις προσωπικές αλλά και της επιχείρησής τους. Μπορεί να έγιναν πιο αποδοτικοί αλλά «ό,τι καθιστά ευτυχισμένες τις επιχειρήσεις δεν καθιστά απαραίτητα ευτυχισμένους και τους εργαζομένους».
Σε ψυχολογικό επίπεδο, η διαρκής αναζήτηση της ευτυχίας επέφερε τη δημιουργία μιας νέας τυπολογίας ανθρώπων, των «κυνηγών» ή «υποχόνδριων» της ευτυχίας, σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς. Πρόκειται για ανθρώπους που καταλήγουν να έχουν εμμονή με τον εαυτό τους και να επιθυμούν να ακυρώσουν πάση θυσία κάθε μελανό στοιχείο της ζωής τους.
Αλλά η δικτατορία της ευτυχίας υπονομεύει και τη σταθερότητα των ανθρώπινων και κοινωνικών δικτύων καθώς, αναζητώντας διαρκώς την προσωπική μας ευτυχία, οι άνθρωποι παύουμε να βλέπουμε και να υπολογίζουμε και να συναισθανόμαστε τους συνανθρώπους μας. Γιατί η προσωπική ευτυχία «είναι μια ατομιστική έννοια και η αναζήτησή της δημιουργεί ένα εμμονικό πλαίσιο διαβίωσης, εντός του οποίου η μοναδική μας έγνοια είναι η ψυχική μας ζωή».
Και αυτό αποτελεί μια άσχημη είδηση και για την ψυχική μας υγεία και για την κοινωνία, προειδοποιούν η Εύα Ιλούζ και ο Εντγκαρ Καμπάνας και εξηγούν τους λόγους. «Στην πρώτη περίπτωση γιατί ο εσωτερικός κόσμος δεν αποτελεί έναν τόπο όπου θα θέλουμε να ζούμε διαρκώς. Μελέτες έχουν αποδείξει πως η υπερβολική προσήλωση στον εαυτό μας σχετίζεται με υψηλά επίπεδα άγχους, κατάθλιψης, δυσαρέσκειας, ανησυχίας και ναρκισσισμού».
Σε ό,τι αφορά την κοινωνία, «ο εσωτερικός κόσμος δεν αποτελεί το μέρος όπου μπορούν να επιτευχθούν σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Η ευτυχία δεν είναι μόνον κομφορμιστική καθώς προωθεί επίσης την επικίνδυνη αντίληψη πως όταν οι περιστάσεις είναι δύσκολες, ο καθένας θα πρέπει να ανησυχεί μόνον για τον εαυτό του και ότι ο καθένας παθαίνει ότι του αξίζει. Η ευτυχία μάς καθιστά υπεύθυνους για την ύπαρξή μας, κάνοντας μας να πιστεύουμε πως αποτελεί επιλογή, αλλά η πεποίθηση αυτή εμπεριέχει μια αρνητική πλευρά. Εάν η ευτυχία αποτελεί επιλογή, αυτό συνεπάγεται πως επιλογή αποτελεί και η δυστυχία. Εάν οι καταθλιπτικοί, οι αποτυχημένοι, οι ναρκομανείς, οι άνεργοι δεν είναι ευτυχισμένοι, αυτό οφείλεται στο ότι δεν προσπάθησαν αρκετά».
Η επιδίωξη της ευτυχίας αλλά και η κυριαρχία των social media συχνά οδηγεί και στην παραποίηση της πραγματικότητας αλλά και της απώλειας του εαυτού μας, φαινόμενο που πλέον παρατηρείται σε όλον τον κόσμο και ειδικά μεταξύ της νεολαίας. «Για τους έφηβους η ευτυχία κατέληξε να αποτελεί υποχρέωση. Πρέπει με κάθε κόστος να δείχνουν ευτυχισμένοι και αυτό ξεπερνά κάθε πολιτισμικό, κοινωνικό και φυλετικό πλαίσιο. Αφορά αδιακρίτως όλες τις νέες γενιές. Υφίσταται ένα καταπιεστικό αίτημα για τη δημιουργία και την κοινοποίηση στη συνέχεια, μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μιας αποκλειστικά θετικής εκδοχής του εαυτού».
Όσον αφορά την ποινικοποίηση των αρνητικών συναισθημάτων, «η επιστήμη της ευτυχίας προώθησε την ιδέα σύμφωνα με την οποία τα συναισθήματα μπορούν να χωριστούν σε θετικά (καλά) και σε αρνητικά (κακά). Αυτός είναι ένας αυστηρός διαχωρισμός ο οποίος παραβλέπει πως σε ό,τι αφορά τα συναισθήματα, εάν θέλουμε να τα κατανοήσουμε πραγματικά δεν μπορούμε να τα διαχωρίζουμε. Η οργή μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές επιλογές και να επιφέρει ταπεινώσεις, αλλά καθιστά δυνατή την εναντίωση στην εξουσία και ενισχύει τις διαπροσωπικές σχέσεις ενώπιον συλλογικών αδικιών και απειλών. Οι επιστήμονες της ευτυχίας παρουσιάζουν την απογοήτευση, τη δυσαρέσκεια και το μίσος ως αποτυχίες κατά το σχηματισμό της ψυχής. Αποτελούν, ωστόσο, θεμελιώδη συναισθήματα για τη δημιουργία κοινωνικών δυναμικών όπως τα συλλογικά κινήματα και η συνοχή των ομάδων. Η ιδεολογία της θετικότητας καταλήγει έτσι να αποτελεί ένα συντηρητικό πολιτικό εργαλείο», υπογράμμισαν, ολοκληρώνοντας τη συνέντευξή τους οι δύο ακαδημαϊκοί.
_______________________
Πηγή: protagon.gr