Σωκράτης: Ο φιλόσοφος που ανακάλυψε την πολιτική
Για τον Σωκράτη η πολιτική είναι το καθήκον του πολιτικού να «επιμελείται» των ψυχών όλων των συμπολιτών του και να τους κάνει «όσο το δυνατόν καλύτερους». Ήταν ο πρώτος που υπέβαλε σε «έλεγχο» και τους πολιτικούς, ενώ καταλόγιζε σε όλους σχεδόν τους επώνυμους άρχοντες ακόμη και της λαμπρής πεντηκονταετίας της Αθήνας το ότι κανένας τους δεν βελτίωσε ηθικά τους πολίτες της. Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που αγωνίστηκε για τη συνάφεια ηθικής και πολιτικής, που απέρριψε τη συμβατική πολιτική κι όχι μόνο της ταραγμένης εποχής του, που αμφισβήτησε την αξία και τη χρησιμότητά της, αλλά και ο μόνος που απέκρουσε την κατηγορία για πολιτική απραξία με τον προκλητικό ισχυρισμό ότι «μόνος αυτός έπραττε τα πολιτικά».
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Ο Σωκράτης (470-399 π.κ.ε.) ήταν ταπεινής καταγωγής και δύσμορφος, που στους μεταγενέστερους χρόνους μετατράπηκε σε σύμβολο της φιλοσοφίας και που ακροβατεί ανάμεσα στον θρύλο και στην πραγματικότητα. Η μνήμη του συγκινεί όλους τους μελετητές της φιλοσοφίας, ακόμη και σήμερα που έχουν περάσει σχεδόν δυόμισι χιλιάδες χρόνια από την δολοφονία του στην αρχαία Αθήνα. Ο Σωκράτης ήταν ο μεγαλομάρτυρας της φιλοσοφίας, αντί της πολιτικής, ο σοφός που εξέταζε και έλεγχε τους ανθρώπους και οι άνθρωποι τον σκότωσαν.
Ήταν υιός ενός λιθοξόου, του Σωφρονίσκου και της μαίας Φαιναρέτης (από την οποία ίσως να εμπνεύστηκαν τον όρο «μαιευτική μέθοδος»). Από τη μητέρα του αλλά από άλλο της σύζυγο, είχε και έναν αδελφό, τον Πατροκλέα. Η οικογένεια του κάθε άλλο παρά εύπορη ήταν κι όλοι μαρτυρούν ότι ο Σωκράτης έζησε όλη του τη ζωή «εν μυρίαι πενίαι» σε μεγάλη πενία. Από πολύ μικρό παιδί είχε δείξει μια φυσική ιδιοφυΐα για όλα τα πράγματα, αλλά ποτέ για κάτι συγκεκριμένο, ενώ, μάλλον λόγω της φτώχειας, δεν είχε καμία εκπαίδευση ούτε παιδεία κανενός πράγματος. Ακόμη κι όταν μεγάλωσε, καλά-καλά δεν γνώριζε ούτε να γράφει και μάλιστα γελοιοποιούταν κάθε φορά που αναγκαζόταν να γράψει ή να αναγνώσει κάτι, γιατί έκανε πολλές ανορθογραφίες και φριχτά λάθη στην προφορά, όπως τα μικρά παιδιά.
Όταν τον ρωτούσαν ποιοι ήταν οι δάσκαλοι του, εκείνος απαντούσε ότι ήταν «αυτοδίδακτος» μια λέξη που τη χρωστάμε σε αυτόν, που την επινόησε για να πει ότι ο ίδιος δίδαξε τον εαυτό του. Ήταν, λοιπόν, αυτοδίδακτος στη φιλοσοφία ή, όπως έλεγε άλλες φορές, «αυτουργός της φιλοσοφίας» και όλοι γελούσαν. (Αν και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις πως ίσως για λίγον καιρό ήταν μαθητής του Αρχέλαου, μαθητή του Αναξαγόρα).
Ο ίδιος διηγούταν πως όταν ήταν παιδί, ήταν πολύ άτακτος και δεν είχε καλή συμπεριφορά, δείχνοντας πλήρη ανυπακοή ακόμη και στον πατέρα του. Όταν ο πατέρας του τον διάταζε να πάρει τα εργαλεία της τέχνης του και να πάει να τον συναντήσει σε κάποιο μέρος για να τον βοηθήσει, εκείνος παραμελούσε την προσταγή και έτρεχε όπου του άρεσε και έπειτα όλοι τον έψαχναν. Έλεγε ότι ακολούθησε τη φιλοσοφία για να κάνει ότι του αρέσει και να το δικαιολογεί όπως θέλει. Ο Σωκράτης ήταν άνθρωπος με εξαιρετικά πολύ χιούμορ.
Κανένας γύρω του δεν χειριζόταν τόσο καλά τον λόγο όσο αυτός, ήταν ένας αξιοθαύμαστος συζητητής, κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει ακόμη και μία απλή συζήτηση με τον Σωκράτη και σίγουρα θα τη θυμόταν σε όλη του τη ζωή. Ο Σωκράτης έλεγε ότι από την παιδική του ηλικία άκουγε μια εσωτερική φωνή, το «δαιμόνιο» του, η οποία πάντα τον απέτρεπε, να κάνει ή να πει κάποια πράγματα και ποτέ δεν τον προέτρεπε και επίσης τον συμβούλευε.
Αγαπούσε τη φιλοσοφία όσο τίποτε άλλο στη ζωή του. «Εγώ, όταν ήμουν νέος, σε υπερβολικά θαυμαστό βαθμό καταλήφθηκα από τη σφοδρή επιθυμία να αποκτήσω αυτή τη σοφία, την οποία ως γνωστόν ονομάζουν έρευνα αναφερόμενη στη φύση» Από μικρός, λοιπόν, ασχολήθηκε με τη φυσική φιλοσοφία και έρευνα (η οποία στην εποχή του απαγορευόταν με νόμο, και γι’ αυτό αρνήθηκε στο περιβόητο δικαστήριο ότι ασχολήθηκε ποτέ μ’ αυτήν), αργότερα με τη σοφιστεία, αλλά τελικά ήταν ο ιδρυτής της ηθικής φιλοσοφίας και της λεγόμενης ανθρωπολογικής, ενώ εντρύφησε και στα γνωσιολογικά προβλήματα και στις νοητικές διαδικασίες. Δίδασκε, στους ανθρώπους πώς να σκέφτονται σωστά.
Ήταν παντρεμένος και η σύζυγός του ονομαζόταν Ξανθίππη (που έμεινε θρυλική για τον εξαιρετικά δύστροπο χαρακτήρα της) και είχε τρία παιδιά: τον Λαμπροκλή, τον Σωφρονίσκο και τον Μενέξενο. Η Ξανθίππη φαίνεται ότι τυραννούσε πολύ τον Σωκράτη, ο οποίος εξαντλούσε όλη του την υπομονή για να την υποφέρει. Στο έργο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, υπάρχει ένα χαρακτηριστικό σημείο στο οποίο αναφέρεται ότι ο Σωκράτης, όταν του είπαν ότι οι γυναίκες είναι ανεπίδεκτες μαθήσεως και σοφίας, εξέφρασε τη γνώμη ότι «η γυναικεία φάσις είναι επιδεκτική διδασκαλίας».
Τότε, ο Αντισθένης, απαντώντας στον Σωκράτη, εκφράζει την απορία του γιατί τότε δεν κατορθώνει να αλλάξει με τη διδασκαλία του τον χαρακτήρα της Ξανθίππης: «Πώς, λοιπόν, ω Σωκράτη, και εσύ δεν βελτιώνεις δια της διδασκαλίας την Ξανθίππη, αλλά έχεις γυναίκα η οποία είναι εις ύψιστον βαθμόν δυσκολομεταχείριστη εξ όλων των γυναικών αίτινες υπάρχουν, υπήρξαν και θα υπάρξουν;»
Ο Σωκράτης δίνει την ακόλουθη απάντηση: «Διότι βλέπω ότι και εκείνοι: οι οποίοι θέλουν να γίνουν ικανοί ιππείς, προσπαθούν να αποκτήσουν όχι ευπειθέστατους αλλά θυμοειδείς ίππους. Διότι νομίζουν ότι αν έχουν τη δύναμη να δαμάζουν αυτούς τους ίππους, με ευκολία θα μπορούν να οδηγούν όλους τους άλλους ίππους. Και εγώ, λοιπόν, επειδή θέλω να αποκτήσω ικανότητα να έχω σχέση και συναναστροφή με τους ανθρώπους, έχω ως σύζυγο αυτήν, διότι γνωρίζω καλώς ότι εάν κατορθώσω να υποφέρω αυτήν, ευκόλως θα κάνω συναναστροφή με οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο» Υπήρξε γενναίος πολεμιστής και πολέμησε σε μάχες επιδεικνύοντας μεγάλη αντοχή και δεξιοτεχνία, κερδίζοντας τον θαυμασμό των συμπολεμιστών του.
Ο Σωκράτης που ήταν κοντός και καθόλου όμορφος κι όλοι έλεγαν ότι έμοιαζε με σάτυρο, βάδιζε στους δρόμους με βήμα αγέρωχο, κρατώντας το κεφάλι ψηλά προς τα επάνω και πίσω, και συνήθιζε να ρίχνει πλάγια βλέμματα. Το συχνό πλάγιο βλέμμα του Σωκράτη, που ήταν σαν να μην ήθελε να του ξεφύγει τίποτε ή σαν να επιτιμούσε όποιον έβλεπε, παρομοιαζόταν με το βλέμμα του ταύρου. Η εξωτερική εμφάνιση του ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακή και παράδοξη, άσχημη και αποκρουστική. Ηταν πάντα ξυπόλητος, ατημέλητος και απαθής, απέφευγε τα λουτρά, φορούσε το ίδιο σκοροφαγωμένο ένδυμα και το χειμώνα και το καλοκαίρι και αγαπούσε την παρέα με φίλους.
Παρουσιάζεται ως άνθρωπος που καταφρονούσε τις απολαύσεις της ζωής, «του οποίου η σκέψη είχε στραφεί σε κάτι το Οποίο ευρίσκεται πέραν του συνηθισμένου κόσμου». Συχνά άκουγε το δαιμόνιο του να του μιλά, και τότε προσπαθούσε να απομονωθεί για να το ακούει καλύτερα και σε όποιον του μιλούσε του ζητούσε να σιωπήσει και ακόμη πιο συχνά έπεφτε σε ένα είδος έκστασης ή βαθιάς αυτοσυγκέντρωσης, για πολλές ώρες.
Ο Πλάτωνας διηγείται ότι ο Σωκράτης βάδιζε μαζί του για να πάνε στο σπίτι ενός φίλου που τους κάλεσε για δείπνο, και είχαν φτάσει κοντά στο σπίτι όπου περίμεναν οι προσκεκλημένοι, βαδίζοντας αργά έμενε διαρκώς πίσω και τελικά σταμάτησε στα πρόθυρα ενός γειτονικού σπιτιού. «Ο Σωκράτης, λοιπόν, έχοντας στρέψει την προσοχή του κατά τέτοιον τρόπο προς τον εαυτό του, πορευόταν μένοντας πίσω και, όταν ο φίλος του τον περίμενε, εκείνος τον προέτρεπε να προχωρεί. Ο Σωκράτης, λοιπόν, αφού στάθηκε στο πρόθυρο μιας γειτονικής οικείας, έχει σταματήσει εκεί, και παρόλο που εγώ του φωνάζω, δεν θέλει να εισέλθει. Αλλά, αφήστε τον, διότι έχει αυτή τη συνήθεια, κάποτε παραμερίζει και ίσταται ακίνητος όπου τύχει, θα έλθει όμως συντόμως, όπως νομίζω. Μην τον ταράζετε, αλλά αφήνετε τον ήσυχο.Έπειτα, λοιπόν, ήλθε ο Σωκράτης μόνος, όπως άλλωστε συνήθιζε επί πολύ, αλλά ήλθε όταν αυτοί βρισκόντουσαν στα μέσα περίπου του δείπνου».
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο Αλκιβιάδης διηγείται ένα άλλο περιστατικό με τον Σωκράτης κατά την εκστρατεία της Ποτίδαιας: «Ήταν ανώτερος στην αντοχή από όλους τους άλλους. Ακόμη και στις οινοποσίες τους νικούσε όλους και, πράγμα το οποίο είναι θαυμαστό, ουδείς άνθρωπος είδε ποτέ τον Σωκράτη μεθυσμένο, θαυμαστός ήταν και στην αντοχή του ψυχρού κλίματος. Εξερχόταν από τη σκηνή, ενδεδυμένος το ένδυμα το οποίο συνήθιζε να φορεί, ξυπόλητος μέσα στους πάγους, και βάδιζε καλύτερα από εκείνους που φορούσαν υποδήματα.
Σε άλλη περίσταση, βυθισμένος σε μία αυτοσυγκέντρωση από το πρωί, είχε σταθεί στο μέρος όπου βρέθηκε απασχολημένος με κάποια σκέψη. Και επειδή μάλλον δεν κατόρθωνε να προχωρήσει στις σκέψείς του, δεν διέκοψε την αυτοσυγκέντρωση του, αλλά εξακολούθησε να στέκει απασχολημένος με την εξέταση του ζητήματος. Και είχε πλέον φτάσει η μεσημβρία, και τον αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι και θαυμάζοντας έλεγαν ο ένας στον άλλον ότι ο Σωκράτης έχει μείνει ακίνητος εκεί από το πρωί, απασχολημένος με κάποιο ζήτημα. Εν τέλει μερικοί εξ εκείνων οι οποίοι τον είδαν, όταν έγινε εσπέρα, δείπνησαν, κι αφού έβγαλαν από τις σκηνές τα στρώματα τους κοιμόντουσαν στην παγωνιά, αλλά συγχρόνως τον παραφυλούσαν για να δουν αν θα σταθεί ακίνητος εκεί και κατά τη νύκτα. Αυτός στάθηκε ακίνητος μέχρι ότου ήλθε η αυγή και βγήκε ο ήλιος. Έπειτα απομακρύνθηκε αφού απέτεινε χαιρετισμό προς τον ήλιο»
Ο Σωκράτης, ήταν αφοσιωμένος στην παρατήρηση του εαυτού του και περνούσε τελικά στην παρατήρηση όλων των άλλων εαυτών γύρω του, εξετάζοντας τους, γι’ αυτό και αποκαλούσε τον εαυτό του «ψύλλο», ίσως για να δείξει ότι ήταν ταπεινός και ασήμαντος και μικρός σαν ένας ψύλλος, ίσως για να δείξει ότι ενοχλούσε επίμονα τους ανθρώπους όπως ο ψύλλος, αλλά μάλλον εννοούσε και τα δύο. Παρόλο που παλαιότερα είχε ασχοληθεί με το επάγγελμα του πατέρα του σκαλίζοντας την πέτρα, ο ίδιος έλεγε ότι αισθανόταν πιο κοντά στο επάγγελμα της μητέρας του που ήταν μαία: «Γιατί κι εγώ βοηθάω τους ανθρώπους να γεννήσουν: όχι παιδιά, αλλά ιδέες»
Δεν τον πρόσβαλλε ποτέ τίποτε και είχε το χάρισμα να λέει τα πιο πολύπλοκα και βαθυστόχαστα πράγματα με τις πιο απλές λέξεις. Να δύο παραδείγματα γι’ αυτά: Ο αθυρόστομος Αλκιβιάδης τον πείραζε λέγοντάς του: «Δεν μπορείς να αρνηθείς, αγαπητέ Σωκράτη, ότι μοιάζεις με σάτυρο» κι εκείνος απαντούσε «Έχεις δίκιο και μοιάζω κυρίως στην κοιλιά. Πρέπει να αρχίσω να χορεύω για να κομψήνουν οι διαστάσεις της»
Όταν τον ρωτούσαν για τη φιλοσοφία, έλεγε: «Α, είναι πολύ απλό. Η φιλοσοφία δεν είναι κατοχή γνώσεων, αλλά συνεχής έρευνα αναφερόμενη όχι σε έναν περιορισμένο κύκλο θεμάτων αλλά στην ανθρώπινη ζωή γενικώς. Η φιλοσοφία είναι ο έρως και η εκζήτηση της γνώσεως. Ο θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, διότι η ύπαρξη του είναι πεπερασμένη και ενδεής. Η κατάσταση που διεγείρει στον άνθρωπο την ορμή για φιλοσοφική έρευνα, είναι η απορία. Γι’ αυτό ρωτώ τους πάντες, αλλά συνήθως αποκρίσεις δεν δίδω, διότι δεν είμαι κάτοχος γνώσεων, γι’ αυτό και έχω πολλές απορίες και γι’ αυτό φιλοσοφώ. Αλλά, κατέχω την τέχνη να κάνω και τους άλλους να απορούν»
Αληθινά, ο Σωκράτης συντάρασσε τον νου και την ψυχή των συνομιλητών του και τους έκανε να χάνουν την ψευδαίσθηση ότι ήταν κάτοχοι σταθερών γνώσεων. Όταν συζητούσε, δήλωνε πάντοτε πλήρη άγνοια σε σχέση με το συζητούμενο θέμα και έκανε συνεχώς ερωτήσεις. Άκουγε με υπομονή τους μαθητές του και ύστερα άρχιζε να διατυπώνει τις ερωτήσεις ή τις αντιρρήσεις του: «Όταν μιλάς για την αρετή, τι ακριβώς εννοείς με αυτή τη λέξη;» Πολύ σωστά, απαιτούσε ακριβείς συλλογισμούς, καθαρές διατυπώσεις, συνειδητή γνώση κι όχι παιχνίδια με τις λέξεις. «Τι είναι αυτό;» ήταν η αγαπημένη του ερώτηση για οποιοδήποτε θέμα κι αν συζητούσε με τους ανθρώπους.
«Θεωρώ τον εαυτό μου τον σοφότερο μεταξύ των ανθρώπων, γιατί ξέρω πως δεν ξέρω τίποτε» (μια αξιοθαύμαστα ρητορική δήλωση, αφού δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν αυτός που την κάνει είναι αλαζονικός ή μετριόφρων). Ο Αριστοτέλης έλεγε για τον Σωκράτη: «Δύο πράγματα πρέπει να του αναγνωριστούν: οι επαγωγικοί συλλογισμοί και οι ορισμοί».
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ο Σωκράτης ήταν ένας πάρα πολύ ενοχλητικός και αντιπαθής άνθρωπος για όλους τους εξυπνάκηδες, τους πονηρούς και δόλιους ανθρώπους, τους μισαλλόδοξους, τους υποκριτές, τους ημιμαθείς, τους άδικους, τους μικρόνοες, τους κρυψίνοες, τους εξουσιαστές, τους εγωιστές, τους ξεροκέφαλους, τους βλάκες, τους κομπλεξικούς, κλπ δηλαδή για το 80% του πληθυσμού οποιασδήποτε εποχής. Είναι ο φιλόσοφος που αποτέλεσε το αρχετυπικό θύμα της μισαλλοδοξίας και της αλαζονείας των ανθρώπων, της κρατικής εξουσίας και του παρωπιδισμού, του ιερατείου και του σκοταδισμού.
Αγαπούσε τους νέους και οι νέοι τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν, μαζεύονταν πάντοτε γύρω του στους δρόμους και στην αγορά και παρακολουθούσαν τις συζητήσεις του με τους ανθρώπους που εξέταζε: μετά από μερικές ερωτήσεις και επισημάνσεις, ο Σωκράτης αποδείκνυε ότι ο φαφλατάς συνομιλητής του είτε δεν ήξερε τι έλεγε, είτε καυχιόταν για γνώσεις που δεν κατείχε, είτε υποκρινόταν και δεν ενδιαφερόταν στ’ αλήθεια για τα πράγματα που έλεγε ότι ενδιαφερόταν, είτε ήταν ημιμαθής.
Η αναμόρφωση των πολιτών
Οπως προκύπτει από την Απολογία, από κάποιους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους και κυρίως από τον Γοργία, αλλά και από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, ο Σωκράτης δεν ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική. Είτε τον απέτρεπε το «δαιμόνιο» είτε γιατί γνώριζε ότι, αν το έκανε σύμφωνα με τις αρχές του, θα είχε καταδικασθεί από τους Αθηναίους πολύ ενωρίτερα. Ετσι, σύμφωνα με το πνεύμα του Επιταφίου του Περικλή, θα μπορούσε, περιοριζόμενος στον ιδιωτικό και όχι τον δημόσιο έλεγχο και αγώνα για το δίκαιο, να χαρακτηρισθεί «αχρείος».
Κάποιες, με το σημερινό πνεύμα γνήσια πολιτικές, πράξεις και αντιστάσεις που πρόβαλε απέναντι τόσο στη δημοκρατία όσο και στην τυραννία της εποχής του, ο ίδιος δεν φαίνεται να τις αξιολογούσε πολιτικά αλλά ηθικά όταν ομολογούσε απολογητικά ότι πράγματι με την τρέχουσα έννοια «δεν έπραττε τα πολιτικά» περιοριζόμενος στην ιδιωτική κριτική πολιτικών πρακτικών, όπως της εκκλησίας του δήμου και του αιτήματος να έχει ο καθένας λόγο για τα κοινά, της κλήρωσης των αρχών από τους «τυχόντες» κτλ. και δημοσίων προσώπων γιατί διεκδικούσαν σοφία που δεν είχαν και δεν συνέβαλλαν στην ηθική βελτίωση των πολιτών.
Κύριο μέλημα της πολιτικής για τον Σωκράτη ήταν η ηθική θωράκιση και αναμόρφωση των πολιτών.Ετσι, παρά τα όποια επιτεύγματά τους για την ασφάλεια, την οικονομική άνθηση και το γόητρο της πόλης πολιτικές στρατηγικές για μας σήμερα θεμελιωδώς σημαντικές , καταλόγιζε σε όλους σχεδόν τους επώνυμους άρχοντες ακόμη και της λαμπρής πεντηκονταετίας της Αθήνας το ότι κανένας τους δεν βελτίωσε ηθικά τους πολίτες της. Ισχυριζόταν λοιπόν ότι από μια άποψη αυτός «έπραττε τα πολιτικά» καλύτερα γιατί, αντί να τα πράττει μόνος του, φρόντιζε να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερους ικανούς για τούτο. Καταδίκαζε και αυτός την πολιτική αδιαφορία ενθαρρύνοντας, με τεχνοκρατικό κάπως, ανάλογο με το πλατωνικό, πνεύμα, την ενεργό ανάμειξη στην πολιτική των «επισταμένων άρχειν». «Άνευ παρασκευής και επιμελείας» δεν μπορεί κάποιος να «πράττει τα πολιτικά» γιατί η πολιτική τέχνη είναι η «μεγίστη τέχνη» και η «καλλίστη αρετή».
Με την πεποίθηση ότι «ο ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω» και ότι κανείς δεν έπρεπε να «ιδιωτεύει της αρετής» αγωνιζόταν ο Σωκράτης σαν την αλογόμυγα να αφυπνίσει τις συνειδήσεις, να κεντρίσει την αυτογνωσία και να επιτύχει την ηθική αναμόρφωση. Είχε απόλυτη επίγνωση ότι η για πολλούς ενοχλητική αυτή πρακτική, με το πολύ βαρύ, όπως αποδείχθηκε, τίμημα, ήταν αυθεντική πολιτική πράξη, όπως φαίνεται από την τελική του σχετική απάντηση στον Γοργία.
Ενώ παραδέχεται ότι «ουκ έστι των πολιτικών» και σημειώνει ότι γινόταν συχνά περίγελως με την άγνοιά του των πολιτικών πραγμάτων, μη ξέροντας ούτε καν να «επιψηφίζει» και εξηγεί ότι δεν θα τον ξαφνιάσει καθόλου η καταδίκη του, διακηρύσσει: «Οἶμαι μετ’ ὀλίγων Ἀθηναίων, ἵνα μή εἴπω μόνος, ἐπιχειρεῖν τῇ ὡς ἀληθῶς πολιτική τέχνη καί πράττειν τά πολιτικά μόνος τῶν νύν· ἅτε οὖν οὐ πρός χάριν λέγω τούς λόγους οὖς λέγω ἑκάστοτε, ἀλλά πρός τό βέλτιστον, οὐ πρός τό ἥδιστον, καί οὐκ ἐθέλων ποιεῖν ἅ σύ παραινεῖς, τά κομψά ταῦτα»(521d). Στο χωρίο αυτό δίνει ο Σωκράτης την πρώτη απάντηση στην ιστορία του πνεύματος στο ερώτημα «σε τι χρησιμεύει η πολιτική;»: Η αληθινή πολιτική αποσκοπεί κυρίως στην καλλιέργεια της ηθικής ακεραιότητας των πολιτών.
Πολλά από τα επιχειρήματα του Σωκράτη δεν αντέχουν στην κριτική. Η δημοκρατία και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι τα ύψιστα πολιτισμικά γεγονότα του αιώνα μας. Μερικοί σοφιστές, θεωρητικοί της δημοκρατίας και της ιδεολογίας οικουμενικών δικαιωμάτων βρίσκονται γενικώς εγγύτερα από τον Σωκράτη στο πνεύμα των καιρών. Αλλά μετά τον Μακιαβέλι, τη realpolitik και τα πρόσφατα «σύνδρομα», κεφαλαιώδες αίτημα της εφαρμοσμένης και της δημόσιας ηθικής είναι η επαναπροσέγγιση ηθικής και πολιτικής. Η πολιτική δεν επιτρέπεται να παρέχει στα δημόσια πρόσωπα ηθικό άλλοθι. Η απάντηση του Σωκράτη, παρά τις υπερβολές και τις παραλείψεις της, είναι σήμερα από την άποψη αυτή μοναδικά επίκαιρη. Ας την ενστερνισθούν οι πολιτικοί μας κατά το «Έτος Σωκράτη» και κατά την «Ημέρα της φιλοσοφίας».
Το τέλος του Σωκράτη από την ανθρώπινη πανούκλα
Οι υποκριτές άνθρωποι οργίζονταν, κατηγορώντας τον Σωκράτη, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι τον αντιπαθούσαν ή τον μισούσαν θανάσιμα γιατί τους ξεμπρόστιαζε. Και οι ανήσυχοι -και πάντα ριζοσπάστες- νέοι, που συνήθως τα παρακολουθούσαν όλα αυτά, έπαιρναν πάντα το μέρος του Σωκράτη, μάθαιναν απ’ αυτόν ή διασκέδαζαν, τον ακολουθούσαν παντού για να μάθουν περισσότερα. Αυτός είναι ο λόγος που -οι θιγμένοι αλαζόνες που όλο και πλήθαιναν- κατηγόρησαν τον Σωκράτη στην πολιτεία για «διαφθορά των νέων».
Αντί να αναγνωρίσουν έναν σοφό άνθρωπο και να μάθουν απ’ αυτόν και να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι ή να εμπνευστούν, αυτό που στα αλήθεια εννοούσαν κατηγορώντας τον για διαφθορά της νεολαίας ήταν ότι τους ξεγύμνωνε ηθικά και νοητικά, φανέρωνε τη βλακεία τους μπροστά στους νέους, και εκείνοι έχαναν το σεβασμό τους προς αυτούς. Δεν μπορούσαν πλέον να ασκήσουν εξουσία επάνω τους. Ο Σωκράτης απομυθοποιούσε την εξουσία των φαύλων που παρίσταναν τους ενάρετους και τους δημοκράτες, τους διανοούμενους και τους ειδικούς.
Τον κατηγόρησαν για ασέβεια και «εισαγωγή νέων θεών», επειδή έλεγε ότι είχε ένα δικό του δαιμόνιο, δηλαδή έναν ολόδικό του θεό που μιλούσε μόνο σ’ αυτόν προσωπικά και σε κανέναν άλλον και επειδή έφερνε στο φως της εξέτασης και της έρευνας όλες τις αφελείς δεισιδαιμονίες τους και τις ανόητες δοξασίες και πεποιθήσεις τους, αναζητώντας τη λογική, τη διάνοια, το δίκαιο και την ηθική, που ήταν οι αληθινοί «θεοί» του Σωκράτη. Και το γελοίο της υπόθεσης ήταν ότι ο Σωκράτης ποτέ δεν έδειξε ασέβεια προς το θείο, αντιθέτως μάλιστα, ήταν άνθρωπος μετρημένος και ευσεβής, ούτε καταφρόνησε ποτέ έκδηλα την πολιτεία.
Στην αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια των φαύλων απέναντι στον Σωκράτη και στη δυσφήμηση του από αυτούς προς το λαό, συντέλεσε και ο φαφλατάς και άξεστος είρωνας Αριστοφάνης, που τον παρουσίαζε στην κωμωδία Νεφέλες και αλλού, ως άνθρωπο γελοίο, τεμπέλη, ονειροπαρμένο και πρόστυχο, πιθανώς τρελό και επικίνδυνο, και το παράδειγμα του συκοφάντη Αριστοφάνη μιμήθηκαν και άλλοι κωμικοί συγγραφείς της γελοιότητας και της γελοιογραφίας. Τα έργα αυτά δημιούργησαν μια τελείως δυσφημιστική εικόνα του Σωκράτη κι επηρέασαν σημαντικά την ετυμηγορία της δίκης που θα ακολουθούσε, με αποτέλεσμα την άνανδρη δολοφονία του σοφού ανθρώπου της φιλοσοφίας.
Ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ δεν απέκρυψε τη γνώση και τις ιδέες, όπως έκαναν οι μυστικιστές χειραγωγοί των ανθρώπων σε όλες τις εποχές, που ωθούσε προς τη σοφία όλους τους φίλους του, αποστρεφόταν τα πλούτη και τις πόζες και ήταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος, ένας αυθεντικός διανοούμενος και ένας αληθινός δάσκαλος.
«Εγώ βρίσκω μεγάλη ευχαρίστηση με τους καλούς φίλους κι εάν αποκτήσω μίαν ωφέλιμον γνώση, την ανακοινώνω εις αυτούς δια της διδασκαλίας, και τους συνιστώ και εις άλλους ανθρώπους, από τους οποίους νομίζω ότι θα έχουν κάποια καλή ωφέλεια ως προς την αρετή. Και τους θησαυρούς των παλαιών σοφών, τους οποίους εκείνοι τους κληροδότησαν εις ημάς γράψαντες αυτούς σε βιβλία, όταν βρίσκω τα βιβλία αυτά από κοινού με τους φίλους τα αναγιγνώσκω, και αν βλέπωμεν κάτι το οποίον είναι καλό, το εκλέγομεν και νομίζομεν μέγα κέρδος εάν γινόμεθα ωφέλιμοι προς αλλήλους.» Αυτόν τον άνθρωπο σκότωσαν οι Αθηναίοι. Ενώ ακόμη και τους τυράννους απλά τους εξόριζαν, τους τσαρλατάνους μάντεις τους θαύμαζαν, τους κόλακες και τους πονηρούς απατεώνες τους έδιναν πολιτικά αξιώματα, (όπως έδωσαν αξιώματα και τιμές στους κατήγορους του που τον οδήγησαν στο θάνατο).
Να τι έγραφε το κατηγορητήριο ενάντια στον Σωκράτη: «Ο Σωκράτης είναι ένοχος μεγίστου αδικήματος, επειδή δεν αναγνώριζει ως θεούς εκείνους τους οποίους αναγνωρίζει η πόλης, εισηγείται δε νέας θεότητας. Είναι προσέτι ένοχος αδικήματος και επειδή διαφθείρει τους νέους. Η προτεινόμενη ποινή είναι θάνατος…» Αυτό είναι ουσιαστικά το κατηγορητήριο ενάντια στη φιλοσοφία, και ο Σωκράτης είναι ο μεγαλομάρτυρας της φιλοσοφίας.
Ο Σωκράτης ξεκινάει την απολογία του λέγοντας ότι οι κατήγοροί του, είπαν τόσες αναλήθειες και τόσο πειστικά που λίγο ακόμα και θα έπειθαν και τον ίδιο για όλα αυτά. Οι κατήγοροι είχαν ήδη προτρέψει τους δικαστές να μην τον πιστέψουν διότι είναι δεινός ρήτορας, ο Σωκράτης όμως καταρρίπτει το επιχείρημά τους αυτό, με την απόδειξη ότι πρώτη φορά σε ηλικία εβδομήντα ετών παρουσιάζεται μπροστά σε δικαστήριο, οπότε είναι και εντελώς ξένος ως προς την γλώσσα που χρησιμοποιείται εκεί.
Στην συνέχεια ο Σωκράτης ενημερώνει τους δικαστές ότι υπάρχουν δύο ειδών κατήγοροι, οι πρόσφατοι Άνυτος, Μέλητος και Λύκωνας και οι παλαιότεροι. «Το κατηγορητήριο λοιπόν λέει ότι αυτός ερευνά με περιττό ζήλο τα φαινόμενα που συμβαίνουν κάτω από την γη και στον ουρανό, τα άδικα τα κάνει να φαίνονται δίκαια και όλα αυτά τα διδάσκει στους άλλους». Ο Σωκράτης καλεί όλους τους παρευρισκόμενους να πουν αν ποτέ τον άκουσαν να λέει κάτι από τα παραπάνω, όπως και το αν ποτέ πήρε χρήματα για την διδασκαλία του, όπως κάνουν πολλοί άλλοι, όχι κακώς. Κανείς δεν επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο. Ο Σωκράτης αφού έδωσε εικόνα για την αιτία των πρώτων κατηγόρων συνεχίζει στην εξέταση των προσφάτων κατηγόρων ξεκινώντας από τον Μέλητο.
Ο Σωκράτης ξεκινάει επιθετικά λέγοντας ότι ένοχος είναι ο Μέλητος επειδή σέρνει σε δικαστήρια ανθρώπους προσποιούμενος ότι ενδιαφέρεται και φροντίζει για πράγματα που ποτέ δεν νοιάστηκε. Με τις ερωτήσεις του προτρέπει τον Μέλητο να επιδείξει ποιοι είναι αυτοί που ωφελούν τους νέους. Ο Μέλητος απαντάει ότι είναι οι όλοι οι δικαστές, οι ακροατές, οι βουλευτές, τα μέλη της εκκλησίας του δήμου, οι εκκλησιαστές κτλ.
«Δηλαδή όλοι εκτός από εμένα έτσι;» ρωτάει ο Σωκράτης, «έτσι ακριβώς» απαντάει ο Μέλητος. Ο Σωκράτης λέγει ότι «είναι δυνατόν στα άλογα οι πολλοί να τα εκπαιδεύουν και οι λίγοι δηλαδή οι ιπποκόμοι να τα διαφθείρουν, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, έτσι θα ήταν πολύ ευτυχισμένοι οι νέοι αν μόνο ένας υπήρχε να τους διαφθείρει και όλοι οι υπόλοιποι να τους ωφελούσαν».
Ο Άνυτος υποστήριξε μπρος στους δικαστές (εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς) ότι είτε από την αρχή δεν θα έπρεπε καθόλου να δικαστεί ο Σωκράτης είτε αφού ξεκίνησε η δίκη δεν γίνεται να μην καταδικαστεί εις θάνατον, διότι αν δεν καταδικάσουν τον Σωκράτη αυτός μετά θα καταστρέψει τα παιδιά τους και τους ίδιους με τις φιλοσοφίες του. Στην συνέχεια ο Σωκράτης κάνει λόγο για το γνωστό «Σωκρατικό Δαιμόνιο» (στο οποίο στάθηκε ο Πλούταρχος με το βιβλίο του “Περί Σωκράτους Δαιμόνιον” ) εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο δεν ασχολήθηκε ποτέ με την πολιτική.
«Ίσως σας φαίνεται παράξενο που ενώ τριγυρνάω ανάμεσα σας και σας συμβουλεύω, ποτέ δεν ανέβηκα στο βήμα μιλώντας στο πλήθος να συμβουλέψω την πόλη. Αιτία αυτού είναι εκείνο που πολλές φορές σε πολλά μέρη με έχετε ακούσει να λέω, ότι δηλ μέσα μου κάτι θεϊκό και δαιμόνιο, μια φωνή. Αυτή η φωνή υπάρχει από τότε που ήμουν παιδί, που πάντα την ακούω η οποία με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω αλλά ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτα. Αυτή λοιπόν με αποτρέπει να ασχοληθώ με την πολιτική, και ξέρετε καλά ότι αν είχα ασχοληθεί με την πολιτική από καιρό θα είχα αφανισθεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει ούτε και τον εαυτό μου».
Στην συνέχεια ο Σωκράτης περνάει στο σημείο της κατηγορίας περί των θεών. Καταρρίπτει την κατηγορία του άθεου εφόσον η ίδια η κατηγορία είναι ότι διδάσκει και φέρνει καινούριες θεότητες, οπότε δεν μπορεί να είναι άθεος. Και ενώ ο Μέλητος επιμένει στην κατηγορία ότι δεν πιστεύει σε θεούς, ο Σωκράτης απαντά ότι είναι δυνατόν να κατηγορείται για αθεΐα την στιγμή που εισάγει νέους θεούς; Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος της απολογίας, το δικαστήριο αποφασίζει ότι είναι ένοχος με τριάντα ψήφους διαφορά, οπότε θα πρέπει να περάσει σε δευτερολογία για να επιχειρηματολογήσει επάνω στο φλέγον ζήτημα της ποινής που θα του επιβληθεί.
«Όντας βέβαιος ότι δεν έχω αδικήσει κανέναν, δεν πρόκειται φυσικά να αδικήσω τον εαυτό μου» συνεχίζει ο Σωκράτης.
Οι δικαστές όμως τον καταδίκασαν εις θάνατον και ο Σωκράτης κάνει τον επίλογό του.
Μετά ο Σωκράτης απευθύνεται σε αυτούς που έριξαν αθωωτική βουλή φανερώνοντας τους ότι η συνηθισμένη μαντική ικανότητα του δαιμονίου που του εμφανιζόταν πολύ συχνά, και που ακόμα για απλά πράγματα τον εμπόδιζε αν ήταν να πράξει κάτι που δεν ήταν σωστό, αυτή την φορά δεν τον εμπόδισε να μην πει αυτά που είπε στο δικαστήριο. Όπως λοιπόν φαίνεται ήταν γι αυτόν καλό. Τέλος τους παροτρύνει να πιστέψουν ότι η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει για τον καλόν άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθαίνει και ότι δεν αμελούν οι θεοί να φροντίζουν για τις υποθέσεις τους. Ο Σωκράτης κλείνει την απολογία του με τα εξής λόγια: «Αλλά τώρα είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον θεό».
Δεν έγραψε ποτέ τίποτε, τη φιλοσοφία του την κατέγραψαν οι μαθητές του, κυρίως ο Πλάτωνας (ο μαθητής που τον αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλους) σε μορφή διαλόγων. Αν δεν μιλούσαν γι’ αυτόν ο Πλάτωνας, ο Ξενοφώντας, ο Διογένης Λαέρτιος, ο Πλούταρχος, ο Πορφύριος και μερικοί Σωκρατικοί φιλόσοφοι, δεν θα γνωρίζαμε τίποτε για τον Σωκράτη.
Ενώ του δόθηκε μια ευκαιρία μέσω των μαρτύρων υπεράσπισης να αποφύγει τον θάνατο, όταν τον ρώτησαν τι ποινή θα πρότεινε για τον εαυτό του αντί του θανάτου, εκείνος εξόργισε ακόμη περισσότερο το πλήθος και τους δικαστές όταν αντιπρότεινε ότι όχι μόνο δεν έπρεπε να τον καταδικάσουν αλλά ζήτησε και την τιμητική συντήρηση και ενίσχυση του από το πρυτανείο!
Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον πείσουν να τους αφήσει να τον βοηθήσουν να αποδράσει, όπως είχαν φυγαδευτεί και γλιτώσει από την καταδίκη ο Πρωταγόρας και ο Αναξαγόρας πριν από, αυτόν, αλλά εκείνος αρνήθηκε, είτε από κούραση, είτε από υπερηφάνεια, είτε γιατί δεν είχε ταξιδέψει μακριά ποτέ του, είτε αποδεχόμενος το ρόλο του ως μάρτυρα. Τον οδήγησαν στη φυλακή, όπου έμεινε για λίγο τριγυρισμένος από τους μαθητές του που έκλαιγαν απαρηγόρητοι και από τα μικρά παιδιά του που τα είχε φέρει η σαστισμένη Ξανθίππη για να τον αποχαιρετήσουν.
Όταν ο δήμιος του έδωσε να πιει το κώνειο, παρηγορούσε τους αγαπημένους του φίλους και μαθητές μέχρι την τελευταία του ανάσα, λέγοντας: «Γιατί απελπίζεστε; Δεν ξέρετε άραγε πως από τη μέρα που γεννήθηκα η φύση με είχε καταδικάσει σε θάνατο; Καλύτερα λοιπόν εγκαίρως και όσο είμαι υγιής, αποφεύγοντας την παρακμή. Είθε να είναι ευτυχής η μετοίκηση μου στον άλλο κόσμο, ο οποίος ίσως να είναι καλύτερος απ’ αυτόν εδώ»
«Εγώ όσα πράγματα γνωρίζω, το πλήθος τα αποδοκιμάζει, κι όσα το πλήθος επιδοκιμάζει, εγώ δεν τα γνωρίζω καθόλου» (Επίκουρος)
Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΟΥΤΟΠΙΑ
Ο Πλάτωνας (427-346 μ.κ.ε.) είναι ίσως ο πιο γνωστός κι ο πιο πολυδιαβασμένος στην εποχή μας φιλόσοφος της αρχαιότητας. Το αληθινό όνομα του Πλάτωνα ήταν Αριστοκλής. Το όνομα Πλάτωνας ήταν ένα παρατσούκλι του, τον φώναζαν έτσι επειδή ήταν «πλατύς», είχε πλατιούς και δυνατούς ώμους, πλατύ στέρνο και αθλητικό παράστημα. Καταγόταν από παλαιά οικογένεια ευγενών, που θεωρούσε ως προγονό της τον Σόλωνα. Κατ’ επέκταση, ήταν ευκατάστατος.
Ήταν όντως πολύ αθλητικός και δυνατός, στον πόλεμο είχε τιμηθεί πολλές φορές ως πολεμιστής, ο πρώτος του δάσκαλος στη φιλοσοφία ήταν ο Κρατύλος, ο οποίος τον ώθησε να μελετήσει τους Ίωνες φιλοσόφους και τελικά περισσότερο τον Εμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα και τον Ηράκλειτο, αλλά στα είκοσι δύο του χρόνια γνώρισε τον Σωκράτη και μεταμορφώθηκε σε διανοούμενο. Μέχρι τότε ο Πλάτωνας ήταν ένας ποιητής, συνέθετε κυρίως ελεγείες και επιγράμματα. Ήταν μάλλον ο πιο πιστός και ο πιο επιμελής μαθητής του δασκάλου του, τον οποίο αγαπούσε με πάθος, τον θαύμαζε και τον υποστήριζε ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του.
Η άδικη δολοφονία του Σωκράτη τον συγκλόνισε βαθύτατα, τόσο που τον ώθησε να εκπατριστεί, εγκατέλειψε την Αθήνα και τους ανόητους και μισαλλόδοξους συμπολίτες του και άρχισε τις περιπλανήσεις. Πήγε στα Μέγαρα όπου έμεινε κοντά στον Ευκλείδη, έπειτα στην Κυρήνη (όπου έμεινε για κάποιον καιρό μαζί με τον Αρίστιππο), στην Ιωνία, και κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου θέλησε να ζήσει με ηρεμία μελετώντας τα μαθηματικά και τη θεολογία. Δεν ήθελε να επιστρέψει στην Αθήνα, γιατί έπειτα από τη νομιμοποιημένη δολοφονία του Σωκράτη που προκάλεσε μέγιστο τραύμα στην ψυχή του Πλάτωνα, από τις εμπειρίες του, την εξέταση και τη βαθύτερη κριτική παρατήρηση της κοινωνίας, είχε απογοητευτεί πλήρως από το τοπικό πεδίο των πολιτικών ανδρών, των νόμων, της θρησκείας, και των παραδοσιακών εθίμων και ηθών.
Επέστρεψε για λίγο στην Αθηναίο το 395 μ.κ.ε. αλλά έφυγε ξανά άπρακτος και αηδιασμένος για να ταξιδέψει στον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας και στη Σικελία για να ερευνήσει την Πυθαγόρεια φιλοσοφία, όπου και γνώρισε τον αινιγματικό φιλόσοφο και επιστήμονα Αρχύτα, ο οποίος τον εξάσκησε σε ειδικές μεθόδους και γνώσεις των Πυθαγορείων και στη σκέψη του Δημόκριτου.
Δεν θα αναφερθώ εκτενώς στην Πλατωνική φιλοσοφία, όχι μόνο γιατί είναι πολυσχιδής και περίτεχνη, στο βάθος της μυστικιστική και με πολλές ερμηνείες, αλλά διότι, οι βασικές της θεωρίες είναι αρκετά γνωστές και διαδεδομένες. Η φιλοσοφία του Πλάτωνα επικεντρώνονταν κυρίως στις Ιδέες -έννοια που αυτός εισήγαγε στον κόσμο της σκέψης- και στον περιβόητο Κόσμο των Ιδεών και των Αρχετύπων, στη θεωρία, στην ηθική, στη θετική διαλεκτική (που ως τις μέρες του είχε αρνητικό χαρακτήρα), στην τέχνη του διαλόγου, στη γεωμετρία και στην ιστορία, στη νομική και σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική (ή μάλλον, θα έλεγε κανείς, στην κυβερνητική).
Αν και, δεν υπήρχε τομέας της γνώσης που να μην είχε εντρυφήσει και είχε τη σοφία να συνδυάζει τις γνώσεις και τις θεωρίες όχι μόνο τις δικές του αλλά και των άλλων φιλοσόφων που είχε υπ’ όψιν του, καθώς και όλες τις γνωστές επιστήμες και αρκετές δικής του επινόησης. Ήταν αληθινά ένας πανεπιστήμονας. Ο Πλάτωνας ήταν ο πρώτος συγκρητιστής, ίσως και ο πρώτος σημειολόγος. Φυσικά, ήταν και μεγάλος λογοτέχνης και συναρπαστικός ρήτορας. Το κύριο χαρακτηριστικό των πάμπολλων έργων του Πλάτωνα είναι ότι τα περισσότερα γράφτηκαν με τη μορφή διαλόγου, με ήρωα τον Σωκράτη, και παρουσιάζονται ως Σωκρατικοί διάλογοι.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει αν οι διάλογοι αυτοί είναι αυθεντικοί, αν έγιναν δηλαδή στ’ αλήθεια από τον Σωκράτη και τους συνομιλητές του, ή είναι φανταστικοί. Το πιθανότερο είναι πως ισχύουν και τα δύο. Μοιάζει αδύνατον να θυμόταν ο Πλάτωνας όλους αυτούς τους εξαιρετικά περίτεχνους διάλογους του Σωκράτη, λέξη προς λέξη, αλλά δεν είναι και απίθανο, μιας και ο Πλάτωνας ήταν ένας πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος με πολλά ιδιαίτερα χαρίσματα.
(Το μόνο αντίστοιχο στη λογοτεχνία που μπορώ να φανταστώ, είναι οι πολύτομοι διάλογοι του Δον Χουάν με τον Κάρλος Καστανέντα, πρότυπο των οποίων είναι φανερό ότι υπήρξαν οι Σωκρατικοί διάλογοι του Πλάτωνα). Η λογοτεχνική αυτή μέθοδος αποτελεί εξαιρετικό συγγραφικό κόλπο, αφού ο συγγραφέας βάζει έναν ήρωα να μιλήσει για λογαριασμό του κι έτσι περνάει αυτά που έχει να πει ξεπερνώντας τις επιφυλάξεις του αναγνώστη, ο οποίος ταυτίζεται με τον άλλο συνομιλητή.
Είναι ένας διάλογος ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον αναγνώστη του.
Επιπλέον, έτσι ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποδοκιμαστεί άμεσα για κάτι που έγραψε, επειδή το έχει βάλει στα χείλη κάποιου άλλου. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πλάτωνας ζούσε σε επικίνδυνες εποχές κι ο Σωκράτης είχε ήδη πληρώσει το τίμημα. Πέρα από όλα αυτά, το βέβαιο είναι πως οι συγγραφείς αυτών των διαλόγων αποτέλεσαν και ένα είδος εκδίκησης του Πλάτωνα για λογαριασμό του δασκάλου του, όχι μόνο καταδεικνύοντας αναμφισβήτητα πόσο σοφός ήταν ο Σωκράτης, αλλά και εξασφαλίζοντας ότι οι εχθροί της φιλοσοφίας δεν θα μπορούσαν να σβήσουν εύκολα τη μνήμη του από την Ιστορία. Είναι αμφίβολο αν θα θαυμάζαμε σήμερα τόσο πολύ τον Σωκράτη, αν δεν υπήρχαν τα έργα αυτά του Πλάτωνα.
Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι το πιο σημαντικό έργο του ήταν η Πολιτεία κι έλεγε ότι τα περισσότερα γραπτά του συνέκλιναν σ’ αυτό του το έργο. Ήταν η αρχετυπική ουτοπία, το τέλειο πολιτικό σύστημα, η φιλοσοφική πολιτεία των τελείων, σύμφωνα με την οποία τους πολίτες κυβερνούσαν οι σοφοί και οι ενάρετοι κάτω από έναν βασιλιά φιλόσοφο. Ο Πλάτωνας δεν είχε μείνει μόνο στο θεωρητικό κομμάτι της Πολιτείας του, αλλά σε όλη του τη ζωή αναζητούσε με επιμονή τον τρόπο να την εφαρμόσει σε κάποιο μέρος της Ελλάδας, των αποικιών ή του υπόλοιπου γνωστού κόσμου.
Ήταν ένας μεταφυσικός στοχαστής, ιδεαλιστής και ελιτιστής
Ο Πλάτωνας ήταν ανοιχτά και δηλωμένα αρνητής της δημοκρατίας (την οποία τη θεωρούσε στη χειρότερη περίπτωση ως εφαρμοσμένη υποκριτική ή θεατρικό δρώμενο και στην καλύτερη ως ανεπαρκές πολιτικό σύστημα). Ήταν ένας εκ φύσεως αριστοκράτης του πνεύματος (και θα έλεγε κανείς ότι ενσάρκωνε έναν τύπο φιλόσοφου Δον Κιχώτη).
Στο ταξίδι του εκείνο στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, κατά το οποίο τον συνόδευαν δύο από τους «εταίρους» του (όπως αποκαλούσε τους συνεργάτες του και τους μαθητές του, που τους θεωρούσε «συνόντες») ο Ξενοκράτης και ο Σπεύσιππος, έκανε μία κομβική γνωριμία, συναντήθηκε και έγινε φίλος με τον Δίωνα, έναν λαμπρό νέο που έγινε ίσως ο πιο πιστός μαθητής του και πολύ καλός φίλος. Η αδελφή του Δίωνα, Αριστομάχη, είχε παντρευτεί τον τύραννο των Συρακουσών, Διονύσιο Α΄ τον πρεσβύτερο, κι έτσι ο Δίωνας είχε άμεση πρόσβαση στη βασιλική αυλή.
Ο Δίωνας προσκάλεσε τον Πλάτωνα στις Συρακούσες και τον παρουσίασε στον τύραννο Διονύσιο Α’. Είναι φανερό ότι ο Πλάτωνας, μέσω της γνωριμίας του με τον Δίωνα και με τον Διονύσιο, είδε στο πρόσωπο του βασιλιά την ευκαιρία να τον κατηχήσει και να τον χρησιμοποιήσει για να εφαρμόσει στις Συρακούσες το ουτοπικό πολιτικό σύστημα που περιγράφει στην Πολιτεία του.
Είχε έρθει η στιγμή για το μεγάλο πείραμα. Αλλά η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Ο τύραννος, που διακατεχόταν από έντονο σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους διανοούμενους (όπως, άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι με κάποια εξουσία), αρεσκόταν στο να τους ταπεινώνει και να τους υποτιμά, και μια μέρα είπε στον Πλάτωνα: «Όσα λες είναι τελείως ανόητα, γιατί είσαι ένας ανόητος» κι ο Πλάτωνας απάντησε: «Κι εσύ είσαι ένας μικρόνοος αυθάδης».
Έτσι, ο Διονύσιος τον απέλασε από τις Συρακούσες, τον έβαλε μέσα σε ένα καράβι για να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά διέταξε το πλήρωμα να τον συλλάβει και να τον αλυσοδέσει μόλις σαλπάρουν και να τον πουλήσουν σαν σκλάβο. Το καράβι προσάραξε στην Αίγινα, ένα νησί που ήταν σε στενή συμμαχία με τους Σπαρτιάτες βρισκόταν σε εμπόλεμη σχέση με την Αθήνα, και έτσι ο Αθηναίος Πλάτωνας θεωρήθηκε αιχμάλωτος πολέμου, και πουλήθηκε ως δούλος. Ευτυχώς, εκεί τον αναγνώρισε κάποιος πλούσιος άνθρωπος ονόματι Αννίκερις από την Κυρήνη, πλήρωσε το μεγάλο ποσό των τριών χιλιάδων δραχμών για να τον αγοράσει, και έπειτα του πρόσφερε την ελευθερία του αρνούμενος να δεχθεί τα χρήματα από τους φίλους του Πλάτωνα που στο μεταξύ είχαν ειδοποιηθεί και τα είχαν συγκεντρώσει για να τον εξαγοράσουν. Με το κεφάλαιο αυτών των συγκεντρωμένων χρημάτων ιδρύθηκε η «Ακαδημία»!
Η Ακαδημία του Πλάτωνα, ιστορικά, δεν ήταν το πρώτο πανεπιστήμιο της Ευρώπης όπως έχει ειπωθεί λανθασμένα, αφού είχε προηγηθεί ήδη τουλάχιστον η σχολή του Πυθαγόρα στον Κρότωνα και η σχολή του Ισοκράτη στην Αθήνα, αλλά ουσιαστικά ήταν όντως το πρώτο πανεπιστήμιο της Ευρώπης όπως το καταλαβαίνουμε σήμερα, διότι πραγματικά δίδασκε όλες τις επιστήμες: εκεί μπορούσες να διδαχθείς γεωμετρία, μαθηματικά, νομικά, μουσική, ιστορία, ηθική, διαλεκτική, ρητορική, κ.ά.. Υπήρχαν βοηθοί που δίδασκαν είτε με διαλέξεις, είτε με διάλογους, δημόσιες συζητήσεις, κλπ. φυσικά, η Ακαδημία δεχόταν και γυναίκες, μια και ο Πλάτωνας ήταν ένθερμος φεμινιστής.
Στην Αθήνα, η Ακαδημία ήταν αφιερωμένη στις Μούσες και υποτίθεται ότι οι Μούσες λατρεύονταν εκεί από τους εταίρους. Ο Πλάτωνας είχε μάθει το μάθημα του από το πάθημα του Σωκράτη και των πάμπολλων άλλων φιλοσόφων που είχαν καταδικαστεί για αθεΐα και καινοτομία. Οι Μούσες ήταν το τέλειο και το πιο έντιμο άλλοθι. Αντιπροσώπευαν συμβολικά τις τέχνες και την έμπνευση, που πραγματικά τις λάτρευαν οι ακαδημαϊκοί, αλλά ήταν και θεές, οπότε τα είχαν καλά και με το ιερατείο. Αυτό το άλλοθι αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από τις πρώτες μεγάλες βιβλιοθήκες, όπως αυτή της Αλεξάνδρειας και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν επίσημα τον τίτλο «μουσείο» που στην πάροδο του χρόνου μεταλλάχθηκε στην έννοια που του δίνουμε σήμερα.
Στην Ακαδημία ο Πλάτωνας και οι εταίροι του, μεταξύ άλλων έδιναν και θεματικές εργασίες στους μαθητές, σχεδόν πάντα τελείως ασυνήθιστες και παράξενες στα μάπα των αμύητων.
Να ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου θέματος: «Βρείτε τους νόμους που διέπουν τη φαινομενικά άτακτη κίνηση των πλανητών και αντιπαραβάλετε τους με τους νόμους που κυβερνούν τις πράξεις των ανθρώπων» Έτσι, λοιπόν, ο Πλάτωνας είχε επιστρέψει στην Αθήνα, οργανώνοντας την Ακαδημία του, φτιάχνοντας ένα ιδεατό ορμητήριο. Αφού η Αθήνα ήταν αυτό που ήταν, ο Πλάτωνας θα έφτιαχνε έναν δικό του μικρόκοσμο, ένα καταφύγιο της γνώσης και των ιδεών, ένα ιδεατό καταφύγιο καταμεσής στην απογοητευτική καθημερινή πραγματικότητα, μια μικρή ουτοπία μέσα στην ατοπία.
Στον μικρόκοσμο αυτόν, μπορούσε μαζί με τους φίλους του να ασχοληθεί, απερίσπαστος και προστατευμένος, με τα πνευματικά πράγματα και τις μελέτες και τις διδασκαλίες, κλείνοντας απ’ έξω όλον τον υπόλοιπο υλικό κόσμο. Στο αέτωμα της εισόδου της σχολής υπήρχε μία επιγραφή που διέταζε: «Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω». Μια ανάμνηση του Πυθαγόρα.
Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς μιλούν για την Ακαδημία του Πλάτωνα με επικριτικό τρόπο, θεωρώντας την ως ένα ίδρυμα που φιλοξενούσε πλούσιους κουλτουριάρηδες τύπους, εξαιρετικά σνομπ και επιδειξίες, οι μαθητές -οι περισσότεροι γόνοι καλών και αριστοκρατικών οικογενειών- ντύνονταν με κομψά και ακριβά ρούχα- είχαν δικές τους αναγνωριστικές χειρονομίες και χαιρετισμούς, μιλούσαν όλοι με ένα ιδιαίτερο ύφος και λεξιλόγιο και είχαν τη συνήθεια να ανταλλάσσουν μεταξύ τους με επιδεικτικό τρόπο πανάκριβα δώρα. Ανάμεσα στους μαθητές του Πλάτωνα υπήρχαν και άνθρωποι που θα εξελίσσονταν σε πολύ αξιόλογα μέλη της Ακαδημίας, όπως ο Αριστοτέλης και ο Εύδοξος.
Στην Αθήνα, ο Πλάτωνας τα πήγαινε αρκετά καλά με τις αριστοκρατικές οικογένειες, σε μια από τις οποίες ανήκε και ο ίδιος και στις οποίες ανήκαν οι περισσότεροι από τους μαθητές του και, σε συνδυασμό με τη λατρεία των Μουσών, αυτό μάλλον εξηγεί γιατί δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα τελικά. Μπορεί να εφάρμοζε πλέον έστω και σε μικρή μυστική κλίμακα στην Ακαδημία την Πολιτεία του κατά προσέγγιση, αλλά αυτό δεν τον έκανε να παρατήσει τις ελπίδες και τις βλέψεις του να τα καταφέρει να εφαρμόσει την ουτοπία του και σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Παραδόξως, η δεύτερη ευκαιρία ήρθε και πάλι από τις Συρακούσες πάλι μέσω του καλού του φίλου Δίωνα. Ο τύραννος Διονύσιος είχε πεθάνει και στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο υιός του, ο Διονύσιος ο Β΄. Αλλά ο νέος τύραννος δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος για την ανάληψη των καθηκόντων του, διότι ο πατέρας του, δυστυχώς και καχύποπτος όπως ήταν, είχε φροντίσει να κρατήσει τον γιο του μακριά από τα πολιτικά πράγματα. Κι έτσι, στην αρχή ο Διονύσιος Β΄ βρισκόταν υπό την επιρροή του θείου του, του Δίωνα, ο οποίος και τον παρότρυνε να προσκαλέσει τον Πλάτωνα στις Συρακούσες για να του διδάξει πώς να κυβερνά και να τον καθοδηγήσει προς τη σοφία.
Ο Διονύσιος Β’ έστειλε ογδόντα τάλαντα στην Ακαδημία, (κι ίσως γι’ αυτό ο Πλάτων να είχε αργότερα τόσο υπομονή μαζί του). Ο Πλάτωνας αποδέχτηκε την πρόσκληση, αφού είδε να αναζωπυρώνονται οι ελπίδες του για την εφαρμογή της Πολιτείας του και, αν και εξήντα χρονών πια, έκανε το ταξίδι και ξαναγύρισε έτσι στον τόπο που του είχε προκαλέσει την άσχημη περιπέτεια της δουλείας, προσδοκώντας ότι η επιρροή του Δίωνα θα εξασφάλιζε να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο. Ο Δίωνας παρίστανε τον τύραννο ως μέγα εραστή της φιλοσοφίας και της παιδείας, λέγοντας στον Πλάτωνα ότι αν υπήρχε μια ευκαιρία να εφαρμόσει τις ιδέες του, αυτή η ευκαιρία ήταν τώρα.
Όταν έφτασε ο Πλάτωνας στην αυλή των Συρακουσών, απογοητεύτηκε και πάλι, γιατί βρήκε το περιβάλλον να είναι γεμάτο από συκοφαντίες και διαβολές εναντίον του Δίωνα, στην κοινωνική επιρροή του οποίου τόσες ελπίδες είχε στηρίξει. Προσπάθησε για πολλούς μήνες και με πολλούς τρόπους να αναστρέψει το κλίμα που υπήρχε κατά του φίλου του, αλλά τελικά ο Δίωνας εξορίστηκε από τον Διονύσιο, με την κατηγορία ότι υπονόμευε την εξουσία του. Ο Δίωνας κατέφυγε στην Ελλάδα, και ο Πλάτωνας συνέχισε να μένει φιλοξενούμενος του Διονυσίου, ή μάλλον αιχμάλωτός του, περιμένοντας πότε ο τύραννος θα αποκτήσει τη ροπή της φιλοσοφικής ζωής.
Όμως, μία πολεμική κινητοποίηση ανάγκασε τον Διονύσιο να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, κι έδωσε στον Πλάτωνα την άδεια για την επιστροφή του στην Ελλάδα, με την υπόσχεση ότι στο τέλος του πολέμου θα ξανακαλέσει και αυτόν και τον Δίωνα. Έτσι ο Πλάτωνας ξαναγύρισε στην Ακαδημία του. Λίγα χρόνια αργότερα, η πρόσκληση του τυράννου εμφανίστηκε και πάλι, όπως είχε υποσχεθεί, αλλά ήταν μόνο για τον Πλάτωνα και όχι για τον Δίωνα, ο οποίος ήδη ζούσε σε ένα κτήμα δίπλα στην Ακαδημία. Στην προσπάθεια του να πείσει τον Πλάτωνα να έλθει πάλι στις Συρακούσες, ο Διονύσιος έστειλε μία τριήρη για να τον παραλάβει.
Έτσι, ο Πλάτωνας πείστηκε και ξεκίνησε για τρίτη φορά το ταξίδι, γιατί είχε λάβει επιστολές και από τον Αρχύτα και από άλλους Πυθαγορείους του Τάραντα που ήθελε να τους συναντήσει κι αυτούς. Μαζί του πήρε αρκετά επιφανή μέλη της Ακαδημίας, όπως τον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη και τον Εύδοξο, αφήνοντας τον Ηρακλείδη τον Ποντικό να διοικεί την Ακαδημία. Όταν όμως έφτασε στις Συρακούσες, οι εντυπώσεις του ήταν πλέον οδυνηρές, διότι ο τύραννος όχι μόνο δεν τήρησε καμία από τις υποσχέσεις του, όχι μόνο δεν πείστηκε να ανακαλέσει τον Δίωνα, όχι μόνο κατάσχεσε όλη την περιουσία του, όχι μόνο δεν έκανε καμία κίνηση αποδοχής της φιλοσοφίας, όχι μόνο ασκούσε απαράδεκτη πολιτική, αλλά όταν ο Πλάτωνας προσπάθησε να τον νουθετήσει τελικά τον κατηγόρησε κι αυτόν για υπονόμευση της εξουσίας του και για συνωμοσία. Έμεινε αιχμάλωτος του Διονυσίου μαζί με τους φίλους του, ώσπου ο Αρχύτας και οι Πυθαγόρειοι κατάφεραν να τους φυγαδεύσουν από τις Συρακούσες με περιπετειώδη τρόπο, και τελικά μπόρεσαν να επιστρέψουν στο καταφύγιο της Ακαδημίας!!!
Αλλά η ιστορία δεν τελείωσε εκεί
Ο Δίωνας, όταν τα έμαθε όλα αυτά, κατάφερε να μαζέψει στρατό και να εκστρατεύσει εναντίον των Συρακουσών για να εκθρονίσει τον Διονύσιο Β΄. Απώτερος σκοπός του ήταν να καταφέρει να εγκαθιδρύσει επιτέλους εκεί την Πλατωνική Πολιτεία. Η εκστρατεία πέτυχε, ο Διονύσιος δραπέτευσε, και ο Δίωνας άρχισε να ασχολείται με την εσωτερική οργάνωση του κράτους, καλώντας και πάλι τον Πλάτωνα να έλθει μαζί με όλους τους εταίρους του για να εγκαθιδρύσουν επιτέλους την ουτοπία. Καθώς όμως όλοι ετοίμαζαν τις αποσκευές τους, ήρθαν τα νέα ότι ο Δίωνας δολοφονήθηκε από το μαχαίρι του Αθηναίου Καλίππου, ο οποίος μάλιστα ήταν και μαθητής του Πλάτωνα και μέλος της Ακαδημίας. Έπειτα από αυτό, ο Πλάτωνας ένιωσε μεγάλη ντροπή και θλίψη, και έπεσε σε βαθιά μελαγχολία.
Ο ανιψιός του Δίωνα, ο Ιππαρίνος, κατάφερε να εκδιώξει τον δολοφόνο και να καταλάβει την εξουσία, δηλώνοντας ότι ήθελε να συνεχίσει το έργο του Δίωνα, και κάλεσε τον Πλάτωνα να του δώσει οδηγίες για το πολιτικό έργο που απαιτούταν. Ο Πλάτωνας, όμως, είχε ήδη απογοητευτεί πάρα πολύ και δεν έτρεφε πλέον ελπίδες ότι θα εφαρμοζόταν ποτέ το σύστημα της Πολιτείας του. Έστειλε κάποιες συμβουλευτικές επιστολές κι αυτό ήταν όλο, ένιωθε πια πολύ γέρος για νέες μεγάλες περιπέτειες.
Δεν έφευγε πια από την Αθήνα παρά σε ελάχιστα ταξίδια. Η Ακαδημία τον είχε πλέον απορροφήσει τελείως. Όταν δεν δίδασκε και δεν μελετούσε, έβγαινε μαζί με τους αγαπημένους του μαθητές και φίλους κάνοντας μεγάλους περιπάτους, εξασκώντας τους στην τέχνη του διαλόγου. Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την πεζή πραγματικότητα και την κοινωνία.
Ο Πλάτωνας μπορεί να μην είδε την ουτοπία να πραγματοποιείται, αλλά είχε κερδίσει το φως της γνώσης, των ιδεών, της φιλίας, είχε κατακτήσει πολλά από τα μυστήρια του κόσμου, ήταν ένας συγκλονιστικός δάσκαλος. Είχε εξελιχθεί σε ένα σπανιότατο ανθρώπινο ον. Ο Πλάτωνας ήταν ένας αγνός άνθρωπος, έντιμος άνδρας, ευθύς, ήρεμος, καθόλου υπεροπτικός, ακτινοβολούσε από σοφία και γνώση, και ήταν φανερό πως είχε μια θερμή αγάπη για τον άνθρωπο και για την ανώτερη αποστολή του. Ήταν ένας αληθινά ευγενής σοφός.
Πέρα από τις ιδέες του και τη σοφία του, του άρεσε να διηγείται πολύ διασκεδαστικές ιστορίες και ανέκδοτα, και είχε εξαιρετικό χιούμορ, και ήταν ένας πολύ καλός φίλος για όλους τους φίλους του. Με διασκεδαστικές αφηγήσεις από τη ζωή του και συναρπαστικούς φιλοσοφικούς διάλογους με φίλους καρδιακούς, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενοικώντας πλέον αποκλειστικά στον κόσμο του πνεύματος. Ήταν ευτυχισμένος.
Κάποιες πληροφορίες λένε ότι ο Πλάτωνας πέθανε γράφοντας, όταν έσπασε η καλαμένια πένα του την ώρα που κατέγραφε κάποιες σημαντικές ιδέες. Αλλά υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για τον θάνατό του, που ακούγεται πολύ πιο πιθανή και έγκυρη. Μια μέρα ένας από τους καλούς μαθητές του παντρευόταν και ζήτησε από τον δάσκαλο να γίνει κουμπάρος του. Ο γερο-Πλάτωνας, παρά την ηλικία του των ογδόντα ετών, πήγε στη γιορτή, διασκέδασε μαζί με τους νεαρούς μέχρι αργά τη νύχτα, κι ίσως να ήπιε λίγο παραπάνω απ’ ότι έπρεπε. Ένιωσε κουρασμένος και αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά για να κοιμηθεί, ενώ η γιορτή συνεχιζόταν. Το επόμενο πρωί τον βρήκαν εκεί νεκρό. Είχε πεθάνει στον ύπνο του χωρίς να το καταλάβει, όπως πεθαίνουν όλοι οι ευτυχισμένοι και γαλήνιοι άνθρωποι.
@Παντελής Γιαννουλάκης
«Η αλήθεια για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους»
@Γ. Κορδάτου:
«Ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας»,
έκδ. «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1972.