Νοιώθουμε τον πόνο, αλλά όχι και την έλλειψη του πόνου· -νοιώθουμε την έγνοια, αλλά όχι και την έλλειψή της· το φόβο, αλλά όχι και τη σιγουριά.
Νοιώθουμε τον πόνο και την επιθυμία, όπως νοιώθουμε και την πείνα και τη δίψα. Μόλις όμως εισακουστούν, τελειώνουν όλα, σαν την μπουκιά, που μόλις την καταπιούμε, παύει να υπάρχει για την αίσθησή μας. Αυτά τα τρία μεγαλύτερα αγαθά της ζωής, υγεία, νιάτα και Ελευθερία, όσο καιρό τα κατέχουμε, δεν τα κατέχουμε ευσυνείδητα, και τα εκτιμούμε μόνο όταν τα χάσουμε, γιατί είναι και αρνητικά αγαθά. Τις ευτυχισμένες μέρες της περασμένης μας ζωής τις παρατηρούμε μόνο όταν αντικατασταθούν με μέρες οδύνης...
Όσο μεγαλώνουν οι απολαύσεις μας, τόσο πιο αναίσθητοι γινόμαστε: η συνήθεια δεν είναι πια ευχαρίστηση. Απ’ αυτό και μόνο αυξάνεται η ικανότητά μας να υποφέρουμε· κάθε συνήθεια που καταργείται, προξενεί οδυνηρό συναίσθημα.
Οι ώρες κυλούν τόσο πιο γρήγορα όσο πιο ευχάριστες είναι, και τόσο πιο αργά, όσο είναι πιο θλιβερές, γιατί το θετικό δεν είναι η απόλαυση, αλλά η οδύνη, γιατί αυτής γίνεται αισθητή η παρουσία.
Η ανία μας δίνει την έννοια του χρόνου, και η διασκέδαση μας την αφαιρεί. Κι’ αυτό αποδείχνει πως η ύπαρξή μας είναι τόσο πιο ευτυχισμένη, όσο λιγότερο την αισθανόμαστε: γι’ αυτό, καλλίτερα θα ήταν να απαλλασσόμαστε απ’ αυτήν. Δεν θα μπορούσαμε απόλυτα να φανταστούμε μια μεγάλη έντονη χαρά, αν δεν την διαδεχόταν μια μεγάλη δυστυχία: γιατί τίποτα δεν μπορεί να φτάσει σε μια κατάσταση γαλήνης και μόνιμης χαράς· το πολύ να καταφέρουμε να διασκεδάσουμε, και να ικανοποιηθούμε την ματαιοδοξία μας.
Έτσι, όλοι οι ποιητές αναγκάζονται να ρίχνουν τούς ήρωες τους σε καταστάσεις γεμάτες αγωνίες και βάσανα, για να μπορέσουν να τους απαλλάξουν πάλι απ’ αυτά και το δράμα και η επική ποίηση δεν μας δείχνουν άλλο από ανθρώπους που αγωνίζονται, πού υποφέρουν χιλιάδες βάσανα, και κάθε μυθιστόρημα μας δίνει για θέαμα τους σπασμούς και τους κλονισμούς της δύστυχης ανθρώπινης καρδιάς. Ο Βολταίρος, ο τυχερός Βολταίρος, αν και τόσο ευνοήθηκε από την φύση, σκέφτεται το ίδιο πράγμα μ’ εμένα, όταν λέει: «Η ευτυχία δεν είναι παρά ένα όνειρο, ενώ Η οδύνη είναι πραγματική», και προσθέτει: «Αυτό το νοιώθω τώρα και ογδόντα χρόνια. Δεν ξέρω τίποτ’ άλλο παρά να καρτερώ, και να λέω μέσα μου πώς οι μύγες γεννιούνται για να τις τρώνε οι αράχνες, και οι άνθρωποι για να τούς τρώνε οι θλίψεις».
Αυτός ο κόσμος, τόπος σφαγής όπου αγωνιώδη και βασανισμένα όντα ζουν μόνο καταβροχθίζοντας το ένα το άλλο, όπου κάθε θήραμα γίνεται ζωντανός τάφος χιλιάδων άλλων, και συντηρεί τη ζωή του μόνο σαν την πληρώσει με μια μακριά σειρά από μαρτύρια, όπου η ικανότητά του να υποφέρει μεγαλώνει ανάλογα με την νόηση, και κατά συνέπεια στον άνθρωπο φθάνει στην ανώτατη της βαθμίδα· αυτόν τον κόσμο, οι αισιόδοξοι θέλησαν να τον προσαρμόσουν με το σύστημά τους, και να μας τον αποδείξουν a priori σαν τον καλύτερο δυνατό κόσμο.
Είναι κραυγαλέος ο παραλογισμός. Μου λένε ν’ ανοίξω τα μάτια μου και να στρέψω τα βλέμματά μου στην ομορφιά του κόσμου που τον φωτίζει ο ήλιος, να θαυμάσω τα βουνά του, τις κοιλάδες του, τα ποτάμια του, τα φυτά του, τα ζώα του, και ξέρω ’γώ τί άλλο: Δεν είναι λοιπόν ο κόσμος άλλο παρά ένας μαγικός φανός; Βέβαια είναι λαμπρό το θέαμα, άλλο είναι όμως να παίζεις και συ το ρόλο σου σ’ αυτόν.
Ύστερα από τον αισιόδοξο, έρχεται ο άνθρωπος των τελικών αιτίων αυτός που επαινεί τη σοφή διάταξη, που απαγορεύει στους πλανήτες να συγκρούονται με τη μύτη στο τρέξιμό τους, που εμποδίζει τη γη με τη θάλασσα να μπερδευτούν σε ένα τεράστιο αμάλγαμα, και τις κρατάει όπως πρέπει χωρισμένες, που κάνει ώστε να μην μένουν όλα ακίνητα μέσα σ’ έναν αιώνιο πάγο, ή να τα τρώει η φωτιά, που, χάρη στην κλίση της εκλειπτικής, δεν επιτρέπει στην άνοιξη να είναι αιώνια κι’ αφήνει φρούτα να ωριμάζουν, κτλ... αλλά αυτά είναι απλές conditiones sine quibus non. Γιατί αν πρέπει να υπάρχει ένας κόσμος, αν πρέπει να διαρκέσουν αυτοί οι πλανήτες, έστω και για ίσο χρόνο με όσον κάνει η ακτίνα ενός απλανούς αστέρα για να φτάσει ως αυτούς, κι’ αν δεν εξαφανίζονται σαν τον γιο του Λέσσιγκ αμέσως μόλις γεννιούνται, θα έπρεπε να μην είχαν στηθεί τόσο αδέξια τα πράγματα ώστε να κινδυνεύει τώρα να καταρρεύσει το βασικό οικοδόμημα.
Ας έρθουμε τώρα στα αποτελέσματα αυτού του τόσο εξυμνημένου έργου, ας κοιτάξουμε τους ηθοποιούς που κινούνται πάνω σ’ αυτήν την τόσο γερά κατασκευασμένη μηχανή να βλέπουμε τον πόνο να εμφανίζεται ταυτόχρονα με την ευαισθησία, και να μεγαλώνει όσο αυτή γίνεται νοήμων βλέπουμε να συμβαδίζουν ο πόθος και η οδύνη, να αναπτύσσονται απεριόριστα, ώσπου τελικά η ανθρώπινη ζωή να μην προσφέρει τίποτ’ άλλο παρά θέματα για τραγωδίες ή για κωμωδίες. Γι’ αυτό, αν είμαστε ειλικρινείς, πολύ λίγη διάθεση θα έχουμε για να ψάλλουμε το αλληλούια των αισιόδοξων.
Αν έχει φτιάξει ένας Θεός αυτόν τον κόσμο, δεν θα ήθελα να είμαι αυτός ο Θεός: η δυστυχία του κόσμου θα μου σπάραζε την καρδιά.
(“Επιστολές).
Αν φανταζόμαστε έναν δημιουργό δαίμονα, θα είχαμε ωστόσο το δικαίωμα να του φωνάζουμε, δείχνοντάς του την δημιουργία του: «Πώς τόλμησες να διακόψεις την Ιερή ακινησία του χάους, για να ξεπετάξεις από μέσα του μια τέτοια μάζα δυστυχίας και αγωνίας;
(Επιστολές)
*Κατά τον Σοπενχάουερ, οφείλουμε να ρυθμίζουμε τις υποθέσεις μας σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων, ούτως ώστε να βλέπουμε «τις συμφορές, τα δεινά, τα βάσανα και τη δυστυχία της ζωής όχι ως κάτι αφύσικο, αλλά ως τον κανόνα», αφού «η παρουσία μας σε αυτόν τον κόσμο είναι η τιμωρία για την ύπαρξή μας». Σε αυτή την «αποικία καταδικασμένων» οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τους άλλους με επιείκεια και καλοσύνη, με ανεκτικότητα και ευσπλαχνία, αφού η ύπαρξή τους οφείλεται αποκλειστικά στην ενοχή τους, με τη ζωή τους «να αποτελεί εξιλέωση για το έγκλημα της γέννησής τους».
***
Σοπενχάουερ - Οι οδύνες του κόσμου