Εφτά κιλά μουρόχαβλος* - Point of view

Εν τάχει

Εφτά κιλά μουρόχαβλος*





‘Ολοι είχαμε επαφή κάποια στιγμή στη ζωή μας με κάποιον μουρόχαυλο.


Ξέρετε εσείς.. Ένα πρωτοξάδερφο του κολλητού μας, τον μαλάκα κουμπάρο του αδερφού μας, το συνάδελφό μας…. Όλο και κάποιον έχουμε πετύχει στο διάβα μας.

Θα μου πείτε τώρα: «‘Εχουμε συναντήσει κόσμο και ντουνιά. Στον μουρόχαυλο που είναι και του χεριού μας θα κωλώσουμε; Γιατί αν είναι να κωλώνει κανείς με τους μουρόχαυλους, τι θα πρέπει να κάνει με τους κουτοπόνηρους, τους κακεντρεχείς, τους παρτάκηδες;»

Έλα μου, ντε; Γιατί λοιπόν μου έκατσε τόσο βαρύς ο εφτάκιλος μουρόχαυλος; Γιατί τον αναφέρω λες κι ο νους μου εχαυνώθη; Και ποιος είναι ο λόγος που δεν τον θεωρώ ελαφρύ σαν πούπουλο ή έστω σαν ένα πακέτο ζάχαρη ή, έστω, σαν δυο κιλά μπριζόλες; Eφτάκιλος μουρόχαυλος! Τι σπάνιο είδος!

Μη σου τύχει λοιπόν.


«Σε γενικές γραμμές είμαι καλός άνθρωπος. Με τα μικρά ανθρώπινα ελαττώματά μου, με τα νευράκια μου πού και πού… καλοπροαίρετος όμως και θετικός με τους ανθρώπους. Άλλωστε, ό,τι είναι ο καθένας είναι για την πάρτη του και, εφόσον δεν με επηρεάζει, να ‘ναι καλά και να πορεύεται όπως αυτός επέλεξε. Δεν ενοχλώ κανέναν και δεν θέλω να με ενοχλεί κανείς. Συμμετέχω όσο μπορώ στο κοινό καλό, είμαι οικολόγος, κάνω ανακύκλωση στα πλαστικά μπουκάλια του νερού… βάζω και κανένα «ζε σουί Μπατακλάν» στο προφίλ μου… Ό,τι κάνει δηλαδή ένας απλός, καλλιεργημένος άνθρωπος.

Αυτό που δεν χωνεύω με τίποτα όμως είναι οι μουρόχαυλοι. Όχι για τη μωρία τους, αλλά για την αποχαύνωση που τους συνοδεύει. Τους απέφευγα λοιπόν όσο μπορούσα μέχρι τώρα και ήμουν ευτυχής.

Μη σου λάχει όμως… (τα ‘παμε αυτά)

‘Ετσι κάπως με βηματάκια σταθερά και μετρημένα πορευόμουν στη ζωή μου. ‘Ωσπου με έτυχε ο περισπούδαστος μουρόχαυλος και σχετιστήκαμε, όπως σχετίζονται αρχικά όλοι οι συνηθισμένοι άνθρωποι.

Κι ήταν ένας μουρόχαυλος, γαμώ τα παιδιά! Με τα χιουμοράκια του, με τις σπουδές του, με τις επαγγελματικές του (και όχι μόνο επιτυχίες), με την κοινωνική αποδοχή που του αναλογούσε… Ένας μουρόχαυλος μπουκιά και συχώριο δηλαδή!

Γιατί να μην τον κάνω φίλο μου λοιπόν; Γιατί να μην απολαμβάνω τις συζητήσεις και τους φιλοσοφικούς μας περιπάτους;

Άλλωστε, για όλα είχε άποψη ο μουρόχαυλος. Είχε μια εμπεριστατωμένη γενική παιδεία που αν ήσουν λίγο παραπάνω απ’ το επίπεδο του ηλιθίου, κάτι μεταξύ του κοινού βλάκα και της μετριότητας, θα το απολάμβανες.

Έτσι, αποφάσισα να τον κάνω κολλητάρι μου. Να το απολαύσω κι εγώ. Άρχισα λοιπόν να τον παρατηρώ, να μη φέρνω να αντιρρήσεις, να συμφωνώ με κάθε κοτσάνα που αμόλαγε… Να βλέπω τον τρόπο που μπορούσε να επιβάλλει την ασχετοσύνη και τη βλακεία του στο περιβάλλον του…

Σε γενικές γραμμές δηλαδή, τον έκανα ευτυχισμένο τον μουρόχαυλο. Είχε άλλο ένα φαν μέμπερ στο γκρουπ των αξιοζήλευτα εγκεφαλικά νωθρών θαυμαστών του και άλλον έναν πνευματικά υποδεέστερο που κρυφογέλαγε με την έπαρσή του.

Και, κάπως έτσι, ωραία πέρναγε ο καιρός. Και κάπως έτσι, αφού έμαθα ό,τι έμαθα, άρχισα να σκυλοβαριέμαι τις δραματικά βαρύγδουπες αρλούμπες του. Και κάπως έτσι άρχισε να το παίρνει πρέφα ο μουρόχαυλος και να σωματοποιεί τις αλήθειες που ήταν ανίκανος να αντιμετωπίσει. Και όλο και πάθαινε πονοκέφαλο και όλο πιο νευρικός γινόταν. Δεν είναι εύκολο να αποδεχτεί κανείς τη μηδενικότητά του. Όταν οι μάσκες πέφτουν, πρέπει να έχεις καβάτζα προσωπεία διάφορα για να μην αποκαλυφθεί η μικρότητά σου. Και ευτυχώς, για τον ίδιο, είχε πεντέξι κάβα.
Έβαζε λοιπόν τη μια μέρα το ένα και ξέφευγε. Περνούσε λίγο και ο πονοκέφαλος. Σε μια δυο μέρες έβαζε το άλλο, μα δεν του ταίριαζε. Και ούτω καθεξής. Πέρασα πολύ ωραία εκείνο το διάστημα μαζί του. Γελούσα με τις αλλεπάλληλες μεταμφιέσεις του και πολλές φορές τον ωθούσα στην επόμενη. Και, κάπως έτσι, ωραία και ανέμελα περνούσε ο καιρός.

Έχανε το χρόνο του ο μουρόχαυλος προσπαθώντας να επιλέξει προσωπεία, έχανα όμως κι εγώ την υπομονή μου, επειδή ένας τόσο αντικειμενικά έξυπνος μουρόχαυλος ήταν ανίκανος να κατασταλάξει σε συγκεκριμένη -έστω πλασματική- εικόνα.

Προσπάθησα μια δυο φορές να τον βοηθήσω, αλλά ήταν τόσο χαμένος στις μεταμφιέσεις του που ήταν άσκοπο. Δεν του είπα ποτέ τις σκέψεις μου. Δεν του είπα ποτέ πως αυτά που μισούσε ήταν αυτός ο ίδιος. Ούτε του είπα πως μιμούνταν αυτά που ισχυριζόταν ότι σιχαινόταν. Δεν είχα το θάρρος ποτέ να του πω πως ήταν καμένο χαρτί στο μανίκι του θεαθείναι του. Ούτε τόλμησα να του υποδείξω την σαπρόφυτη υπεραξία της ύπαρξής του.

Απλώς, κάποια στιγμή κουράστηκα και τράβηξα την κουρτίνα αφήνοντάς τον να συνεχίσει απρόσκοπτος την κατρακύλα του. Σε ένα θέατρο σκιών η αυλαία δεν πέφτει ποτέ. Οι ηθοποιοί είναι αυτοί που αποπέμπονται από το προσκήνιο.

Έχω χρόνια να τον δω. Υποθέτω πως θα έχει ακόμα πονοκέφαλο… Υποθέτω πως ψάχνει ακόμα ένα συγκεκριμένο ρόλο για να βγει μπροστά σ’ όποια σκηνή του τύχει.

Καμιά φορά λυπάμαι…

Έθαψε το είναι του σ’ εμετικά διαφημιστικά σποτάκια.

Κρίμα… γιατί ο καλύτερος ρόλος γι’ αυτόν ήταν ο εαυτός του. »



*μουρόχαβλος, μουρόχαυλος



Φίλος του μαλάκα. Πρώτος ξάδελφος του ηλίθιου.

Λέγεται συνήθως για άτομα που έχουν χαμηλή κοινωνικότητα ή/και αδυνατούν να συμμετάσχουν ουσιαστικά στην οποιαδήποτε συζήτηση που απαιτεί μια κάποια συνοχή σκέψης/λόγου, τα οποία γίνονται αντικείμενο εμπαιγμού τις περισσότερες φορές σε μία παρέα.

Παράδειγμα:

- Τι μουρόχαυλος που είναι αυτός ο Μπάμπης ρε; Του την έπεφτε ένα γκομενάκι φίνο χτες στο μπαρ και όταν πήγε να της μιλήσει, το τι μαλακίες είπε δεν περιγράφεται.

Pages