Ανάμεσα νύχτας κι αυγήςσφηνωμένη βρήκα την άωρη ώρα.Ασεβής ευθυμία πουλιών με ξύπνησε τόσο νωρίςκαι βγήκα στων σκοταδιών την άμπωτη.Το μπαλκόνι μου ήσυχα λάμνειστ' αβαθή χρώματα.Ονειρεύονται ακόμα οι κήποιερχομό αγνώστου ανθέων.Αργά ξεδιπλώνεται ο περιβόητος ορίζονταςσα φθηνή κορδέλα του μέτρου.Με λήθη μοιάζει η θάλασσα: μας ξέχασαν.Με λήθη μοιάζει το άπειρο. Άπειρος λήθη.Ένα καΐκι ξεκουρδίζεται στο βάθος,το παίρν' η απόσταση και παίζει.Μουρμουριστά των χρωμάτων η στάθμη ανεβαίνει.Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.Ξυπνάει ένα λευκό κουπί,φτεροκοπάει μια στέγη,ένα παραθυρόφυλλο σπαρτάρισε.Έντρομο αφυπνίζεται κάποιο καμπαναριό,ένοχο: η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη.Πρώτη απ' όλα.Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.Διαγράφονται κλειστές οι πόρτεςκαι τα όρια πεισμώνουν.Σ' ενάργεια βγήκαν τα βουνάκαι σε γυρίζουν πίσω.Και συ προσδοκία πού πας;Έχουν ξυπνήσει από ώρα οι αρνήσεις.Κι εγώ, εγώ που είμαι και ονομάζομαιπροχωρημένη ώρα,τι γυρεύω ανάμεσα σε τούτες τις νήπιες διαθέσεις;
Απο τη συλλογή της
Κικής Δημουλά
«Το λίγο του κόσμου» (1971)
(Άωρος είναι ο πρόωρος, αυτός που δεν ωρίμασε, και παράωρος ο παράκαιρος)