Διάκριση των εξουσιών και δομή της δικαιοσύνης - Point of view

Εν τάχει

Διάκριση των εξουσιών και δομή της δικαιοσύνης




Θεμέλιο της ευνομουμένης Δημοκρατίας αποτελεί η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, σύμφωνα με την οποία η κρατική εξουσία ασκείται από τρεις ξεχωριστές και ανεξάρτητες λειτουργίες: την νομοθετική (βουλευτική) που θέτει τους κανόνες δικαίου, την εκτελεστική που κυβερνάει μέσα στα όρια των κανόνων αυτών, και την δικαστική (δικαιοδοτική) που απονέμει την δικαιοσύνη. Η αρχή αυτή εναργώς διατυπώθηκε από τον κλασσικό φιλόσοφο Αριστοτέλη: «στι δ τρα μρια τν πολιτειν πασν· ν μν τ τ βουλευμενον περ τν κοινν, δετερον δ τ περ τς ρχς, τρτον δ τ τ δικζον» (Πολιτ. Δ΄ ια΄), περιελήφθη δε αδιαλείπτως σε όλα τα Συντάγματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Ειδικώς στο άρθρο 87 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία». Στα πλαίσια της εξουσίας τους αυτής οι δικαστές ετάχθησαν φρουροί της Πολιτείας από παραβατικότητες των άλλων δύο εξουσιών (νομοθετικής και εκτελεστικής), υποχρεούμενοι ακόμη να μη εφαρμόζουν τους αντισυνταγματικούς νόμους.

Επειδή όμως όχι σπανίως τα νομοθετικά και εκτελεστικά όργανα ασκούν τις αντίστοιχες εξουσίες τους σύμφωνα με ιδιοτελείς και κομματικούς υπολογισμούς, απεργάζονται παντοιοτρόπως την χειραγώγηση της δικαστικής εξουσίας. Προς τούτο μάλιστα: α) Θεσμοθέτησαν την κομματική επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων. β) Συντηρούν δυσμενείς συνθήκες της δικαστικής λειτουργίας, χωρίς κατάλληλη μηχανοργάνωση και επάρκεια προσωπικού, αναλογιστικώς με τον φόρτο των δικαστικών υποθέσεων. γ) Δεν παρέχουν στους δικαστές αποδοχές ανάλογες με την επίπονη υπηρεσία τους και σε συσχετισμό με τις βουλευτικές απολαβές, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα. δ) Νομοθέτησαν την βουλευτική και υπουργική ασυλία, ώστε τα πολιτικά πρόσωπα να εκφεύγουν της δικαστικής κρίσεως. Και ε) επιδίδονται συστηματικώς σε δημόσιες επικρίσεις των δικαστικών αποφάσεων,  αναλόγως των δικών τους κομματικών σκοπιμοτήτων, με την αγαστή συνεπικουρία των εκμαυλιστικών μέσων μαζικής ενημερώσεως.

Βεβαίως υπό τις συνθήκες αυτές παρεισφρέουν σπανίως κρούσματα επιορκίας μεμονωμένων δικαστικών λειτουργών, όπως στο προ ετών αποκαλούμενο «παραδικαστικό κύκλωμα», για το οποίο σκοπίμως προσδόθηκε γενικευμένη απαξίωση της δικαιοδοτικής εξουσίας, παρότι αυτή προέβη σε ταχεία αυτοκάθαρση, αποβάλλοντας τα εμπλεκόμενα μέλη της. Ωστόσο υφέρπουν και ορισμένες εγγενείς δικαστικές δυσλειτουργίες που πρέπει να εξοβελισθούν, ώστε να μη κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών. Και τέτοιες είναι:

α) Η έλλειψη ευθυκρισίας που εκδηλώνεται όχι μόνον με την ενίοτε (ανεπιγνώτως) άδικη μεταχείριση των διαδίκων, αλλά και με παράβλεψη της αρχής της επιεικείας (aequitas) και ιδίως με την  ποινική τιμωρία των κατηγορουμένων δυσαναλόγως προς την κοινωνική απαξία των εγκλημάτων, όταν επιβάλλονται αυστηρές ποινές για επουσιώδεις παραβάσεις και ήπιες ποινές για εγκλήματα μεγάλης κοινωνικής απαξίας (ναρκωτικά, ληστείες, καταχρήσεις δημοσίου πλούτου κ.λ.)

 β) Συναφώς πρέπει να τονισθεί, ότι η κρίση των δικαζόντων πρέπει να είναι απαλλαγμένη από προσωπικές συμπάθειες και συναισθηματισμούς. Τούτο ακριβώς αποσκοπεί και ο Κώδικας Δικαστικών Λειτουργών, καθιερώνοντας ως ιδιώνυμο πειθαρχικό παράπτωμα την «έκφραση γνώμης δημοσίως υπέρ ορισμένου κόμματος ή άλλης πολιτικής οργάνωσης» (Ν.1756/1988 άρθρο 91 παρ. 5β΄), ώστε να αποσοβηθεί κάθε υποψία μεροληπτικής κρίσεως, την οποίαν ωστόσο εκτρέφει η προαναφερθείσα κομματική επιλογή της δικαστικής ηγεσίας.

γ) Εξάλλου μόνη η ορθότητα των αποφάσεων δεν αρκεί για την απόδοση του δικαίου, όταν η έκδοση και τελεσιδικία τους γίνεται με τόση καθυστέρηση, ώστε η χρησιμότητά τους αποβαίνει ατελέσφορη ή μειωμένης ωφελιμότητας που ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Σε τούτο ασφαλώς συντελούν και οι αλλεπάλληλες αναβολές συζητήσεως των υποθέσεων στο ακροατήριο, μεθοδευόμενες κατά το πλείστον από νομικούς  συμπαραστάτες των διαδίκων.

Αξιοσημείωτες αποβαίνουν οι πρόσφατες δικαστικές υποθέσεις της προσωρινής κρατήσεως του μοναχού Εφραίμ και της παραιτήσεως των δύο οικονομικών εισαγγελέων, με τις οποίες τονώθηκε το κοινό συναίσθημα και αναπτερώθηκε το κύρος της Δικαιοσύνης, εξοστρακίζοντας την άποψη που διατύπωσε ο Σκύθης φιλόσοφος του 6ου π.Χ. αιώνος Ανάχαρσις, ότι «νόμος μηδέν τν ραχνίων διαφέρειν, λλ’ ς κενα τούς μέν σθενείς κα λεπτούς τν λισκομένων καθέξειν, πό δέ τν δυνατών κα πλουσίων διαρραγήσεται», ότι δηλαδή ο νόμος και η δικαιοδοτική λειτουργία μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης, που συλλαμβάνει τους αδυνάτους, ενώ οι πλούσιοι και ισχυροί τον διατρυπούν και ξεφεύγουν.

Και το μεν ζήτημα παραπομπής του ηγουμένου Εφραίμ να δικασθεί για το πολύκροτο σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου, ασφαλώς ανήκει στην δικαστική αξιολόγηση του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού (όπως ορθώς επεσήμανε και ο Πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων), ωστόσο αναδεικνύει την αντίθετη τακτική του πολιτικού συστήματος συγκαλύψεως των εμπλεκομένων στο σκάνδαλο πολιτικών.

 Αλλά δυστυχώς η υπόθεση παραιτήσεως των δύο εισαγγελέων λειτούργησε ανάστροφα με τις εμφανιζόμενες παλινωδίες, εφόσον καταρχήν εδήλωσαν ότι δεν δύνανται να λειτουργήσουν «υπό απαγόρευση και καθυπαγόρευση» και επιφυλάχθηκαν να κατονομάσουν τους υπαιτίους, μετ’ ολίγον επανήλθαν στα καθήκοντά τους, χωρίς ωστόσο να εξειδικεύσουν τα καταγγελλόμενα. Και βεβαίως μετέπειτα φέρονται καταθέτοντες συγκεκριμένες συμπεριφορές οικονομικο-πολιτικών συμφερόντων, τούτο όμως δεν φαίνεται πλέον ικανό να απαλείψει την καχυποψία των πολιτών, καθόσον δυον θτερον, ή πράγματι υπήρξαν σοβαρές παρεμβάσεις σημαινόντων παραγόντων, τις οποίες έπρεπε εξαρχής οι εισαγγελικοί λειτουργοί να καταγγείλουν ευθαρσώς και να εμμείνουν στα καθήκοντά τους, επιδεικνύοντας το σθένος και την δύναμη αντιστάσεως που αρμόζει, ή δεν υπήρξαν τέτοιες παρεμβάσεις και όλη η δημοσία παράσταση απευκταία.  
––––––––––––––

* Δημοσιεύθηκε στο 39188/15-2-2012 φύλλο της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ».
via

Pages