Αγοραίος έρωτας - Point of view

Εν τάχει

Αγοραίος έρωτας


Το δέντρο

Συχνά περνούσα μπροστά από τις φωτισμένες πόρτες μα δεν έμπαινα μέσα. Ένα βράδυ, αφού περιπλανήθηκα ώρα πολλή στο λιμάνι και τις σκοτεινές στοές, στα λαδάδικα, ανέβηκα τις σκάλες ενός διώροφου.
Στο σαλονάκι περίμενε ένας μόνο. Από το δωμάτιο ακουγότανε τραγούδια. Πάνω στη σόμπα, σε μια τσαγιέρα, έβραζε νερό. Θα ’χάνε ρίξει και μέντα, μύριζε όμορφα. Ηρέμησα.
«Αγαμίες φιλάρα;» ρώτησε ο άλλος. Έβγαλε κάτι φωτογραφίες απ’ το σακάκι του «Δανέζικες» είπε, «...τις βλέπεις και να σου γίνεται αντίσκηνο». Κάθησε δίπλα και μου εξηγούσε τις φάσεις. Επέμενε σε μια παραλλαγή που του είχε μάθει μια Βραζιλιάνα «καθότι ναυτικός». «Τώρα ξεπέσαμε εδώ... μα τι να κάνεις...» δικαιολογήθηκε.
«Πολύ τρακ έχεις, πόσω χρονώ είσαι;»
«Δέκα οκτώ» απάντησα.
«Ποιος έχει σειρά; ας περάσει στο δωμάτιο» είπε μια γυναίκα με κοντά μαλλιά που εμφανίστηκε στο βάθος. «Αυτή είναι;» τον ρώτησα.
«Αυτή; αυτή ’ναι η τσατσά!» Και υψώνοντας τη φωνή του «Μπέμπα! το παιδί απ’ εδώ σ’ αγάπησε».
«Εγώ ’μαι της ’περεσίας γλύκα μου» είπε αυτή σπρώχνοντας με τη μασιά ένα κομμάτι βαμβάκι. «Μέσα είναι ο μενεξές».
Εκείνη τη στιγμή βγήκε η κοπέλα: ροζ διάφανη ρόμπα, μαύρα εσώρουχα. Πάτρα τη λέγανε.
«Αλό παίδες» είπε ανάβοντας τσιγάρο «πώς πάμε από ορμές;»
Προχώρησε προς το κουζινάκι.
«Τώρα πάει να το πλύνει. Ξέρεις τι χωράει ο πάτος τους; Ακόμα και το φίδι της ερήμου».
«Έλα ποιος έχει σειρά;» ρώτησε πάλι η τσατσά.
Ο άλλος πέρασε στο δωμάτιο κι έτσι έμεινα μόνος.
Κοίταζα στους τοίχους τις φωτογραφίες. Εξώφυλλα από περιοδικά -γυναίκες με μαγιό, γυμνόστηθες.
Ήρθε μια παρέα -μεθυσμένοι φαινότανε. Ένας τους τα ’βάλε με τη τσατσά γιατί δεν τους έφτιαχνε καφέ. «Και τι ’ναι δω καφετέρια;» φώναξε εκείνη. Κι επειδή ρωτώντας είχε απευθυνθεί και σε μένα και είπα «όχι», ο άλλος θύμωσε «βρε γυαλαμπούκα! βρε άει τράβα στο σπίτι σου. Άσε τα λεφτά στο κομοδίνο, παίξτην σα τρόμπας που είσαι και πες πως πήδηξες και συ». Γέλασαν οι άλλοι. Γέλασε κι η τσατσά «αγαθομούνης φαίνεται» είπε δείχνοντάς με, κι ας είχα πάρει το μέρος της.
Άνοιξα την πόρτα. Καθώς κατέβαινα τις σκάλες με προσπέρασε ο ναυτικός. Μόλις βγήκε έξω έφτυσε. Προχώρησε και ξανάφτυσε.
Τράβηξα προς τον Παλιό Σταθμό. Εκεί στα χαλάσματα, στα γεφυράκια, περίμεναν -παροπλισμένες- αυτές που πήγαιναν στα όρθια. Σ’ ένα γιαπί δυο από αυτές έτρωγαν σπόρια. Καθότανε πάνω σε τσιμεντένιες σκάλες. Μπροστά τους ένας τενεκές που έβγαζε καπνό. Μέσα έκαιγαν ξύλα, κομμάτια από πεταμένα έπιπλα. Κάτι νεαροί τις πειράζανε «τι μάρκα σπόρια τρώτε κορίτσια;» «Μπατιρόσπορα, αφού δεν έχουμε μια τρύπια δεκάρα».
Πιο πέρα, σκιές. Κάναν παζάρια. «Πρώτα λεφτά. Πρώτα τα λεφτά...» άκουσα μια να φωνάζει και μετά τσιρίδες «που αγιάτρευτη πληγή να σέ ’βρει». Η παρέα των νεαρών γελούσε: «όρμα του!» φωνάζανε «όρμα του!»
Πέρασε καιρός. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου πήγαιναν σε γυναίκες. Μια μέρα ρώτησα έναν από αυτούς.
«...Τι, καλά... την πρεσάρεις από κάτω και την δουλεύεις ως συνήθως...».
Η Μπέμπα
Η Σύλβια
Η Γωγώ...
Ένα Σάββατο, ανέβηκα πάλι τα σκαλιά. Μόλις έφτασε η σειρά μου, πέρασα στο δωμάτιο. Ήρθε η τσατσά, πλήρωσα. Ξεντύθηκα. Έπλυνα τα χέρια μου γιατί ήταν ιδρωμένα. Μπήκε η Πάτρα. «Γεια» είπε. Έσχισε το προφυλακτικό, ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έγειρα δίπλα της, έκανα να της πιάσω το στήθος.
Μ’ έσπρωξε «άστα αυτά» είπε «εγώ ’μαι μόνο για την πράξη». Έφερε το χέρι της μπροστά μου «τέλειωνε, έλα...» έλεγε, μα εγώ γύρευα τα χείλη, το στήθος της. «Άκου εδώ» είπε «δεν παίζω την ερωτευμένη, έτσι;». Κι ανοίγοντας τα πόδια της «Πρώτη φορά το βλέπεις αυτό; Έλα...» συνέχισε «τελείωνε». Μα εγώ έμενα παγωμένος. Βγήκε έξω κι εγώ κύλησα δίπλα. Ο καθρέφτης μεγέθυνε τη γύμνια μου.
«Βρε άει χάσου! Δρόμο! Χαβαλέ του κέρατά».
Έφυγα. Χωρίς να καταλάβω, βρέθηκα στα πευκάκια. Εκεί πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο. Έκανε κρύο ή εγώ έτρεμα; Ακούμπησα σ’ ένα δέντρο. Δέντρο μου, είπα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ
ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΑΓΟΡΑΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ
ΑΘΗΝΑ 1995
via

Pages