«Νάνι νάνι το μωράκι, να του πω ένα τραγουδάκι…».
«Νάνι νάνι το μωράκι» μουρμουρίζει «να του φτιάξω γω φαγάκι…».
«Νάνι νάνι το μωράκι, να του πω ένα τραγουδάκι…» σιγομουρμουρίζει η Βάρικα και βλέπει πάλι τον εαυτό της μέσα στη σκοτεινή, αποπνικτική ίζμπα.
Στο πάτωμα στριφογυρίζει ο μακαρίτης ο πατέρας της, ο Γεφίμ Στεπάνοφ. Η Βάρικα δεν τον βλέπει, τον ακούει όμως, πώς χτυπιέται από τον πόνο στο πάτωμα και βογκάει. Όπως λέει ο ίδιος, «τον έπιασε η κήλη». Ο πόνος είναι τόσο δυνατός, που ο Γεφίμ δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη, μόνο εισπνέει τον αέρα και μετά βογκάει, κρατώντας το ρυθμό με τα δόντια του:
«Οχ, οχ, οχ, οχ…».
«Οχ, οχ, οχ…».
«Οχ, οχ, οχ…» απαντά ο Γεφίμ.
«Τι να κάνουμε; Ήρθε η ώρα μου, Εξοχότατε. Σβήνει το καντήλι μου…»
«Όπως νομίζετε. Εξοχότατε, σας χρωστάμε ευγνωμοσύνη, αλλά όμως καταλαβαίνουμε… Αν ήρθε η ώρα μου, ήρθε, αυτό είναι όλο».
«Νάνι νάνι το μωράκι, να του πω ένα τραγουδάκι…».