Κύριε, πάντες οἱ καταλιπόντες σε καταισχυνθήτωσαν, ἀφεστηκότες ἐπὶ τῆς γῆς γραφήτωσαν, ὅτι ἐγκατέλιπον πηγὴν ζωῆς, τὸν Κύριον
Αυτά έγραψε, τη μια πρόταση μετά την άλλη, το δάχτυλο του δίκαιου κριτή. Κι εκείνοι στους οποίους αναφέρονταν τα λόγια αυτά έσκυψαν και τα διάβασαν με ανέκφραστο τρόμο. Έτρεμαν από φόβο, δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ό ένας τον άλλον στα μάτια. Ξέχασαν πια τελείως την αμαρτωλή γυναίκα. Το μόνο πού σκέφτονταν ήταν ό εαυτός τους, ό δικός τους θάνατος πού είχε χαραχτεί στο χώμα. Ούτε μια γλώσσα δεν είχε τη δύναμη να κινηθεί, να ξανακάνει την ενοχλητική και πονηρή ερώτηση: «Σύ ουν τί λέγεις;»ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ