Η Ύπαρξη (το πιο ουσιαστικό μέρος της Ύπαρξης) είναι η Συνείδηση. Έχουμε Συνείδηση ότι υπάρχουμε. Προβληματιζόμαστε κι αναζητάμε απαντήσεις για την Φύση της Ύπαρξης, τα Όριά της. Ο Μόνος Σωστός Τρόπος για να βρούμε απαντήσεις είναι να βιώσουμε την Ύπαρξη κι όχι μέσα από διδασκαλίες, θεωρίες, σκέψεις (όλα αυτά είναι μετα-ερμηνείες). Βιώνουμε την Ύπαρξη όταν απορρίπτουμε τις δευτερεύουσες δραστηριότητες της Συνείδησης. Τότε μόνο μπορούμε να έχουμε Καθαρή Αντίληψη και μπορούμε να νοιώσουμε το Το Άπειρο Βάθος του Είναι.
Τον περασμένο αιώνα οι υπαρξιστές φιλόσοφοι ξεκινώντας από την Παρούσα Συνείδηση (για τον Χάιντεγκερ Da-Sein, «εδώ είναι», «εδώ συνείδηση»), απορρίπτοντας όλες τις επιφανειακές εκδηλώσεις της Ύπαρξης έφτασαν στην Βίωση της Συνείδησης, του Καθαρού Είναι (για τον Xάιντεγκερ Sein ή Sein διαγραμμένο, Είναι και Μη-Είναι).
Το Είναι (ή Μη-Είναι) των υπαρξιστών για πολλούς είναι ο Θεός ή η Ύστατη Πραγματικότητα (που μπορούμε να την δούμε και αρνητικά σαν «Μηδέν»). Πάντως η ερμηνεία του Χάιντεγκερ είναι διφορούμενη. Το Είναι μπορεί να είναι το Πλήρες Είναι ή το Μη-Είναι, σαν το χωρίς ιδιότητες. Η δυσκολία δεν οφείλεται στο Είναι αλλά στην δική μας αδυναμία να αντιληφθούμε, είναι δηλαδή ερμηνευτικό το πρόβλημα.
Η Συνείδηση Είναι για Πάντα Αυτό που Είναι. Δεν αλλοιώνεται, δεν αυξάνεται, δεν μειώνεται. Δεν υπάρχει παρά μία συγκέντρωση σε μία δραστηριότητα, σε ένα σύνολο από αντιλήψεις και συμπεριφορές που μας «βάζει» σε ένα κύκλο ζωής, μέσα στα σύμπαντα, αόρατα και ορατά. Όλα αυτά όμως συμβαίνουν σε ένα φαντασιακό χώρο (που μόνο από την ατελή συνείδηση θεωρείται πραγματικότητα). Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε πτώση, ούτε λύτρωση, ούτε τίποτα. Όλα συμβαίνουν στον φαντασιακό χώρο και οι δραστηριότητες όλες και οι διαλογιστικές πρακτικές συμβαίνουν στον φαντασιακό χώρο. Το μόνο που υφίσταται είναι η συνειδητοποίηση ότι όλα αυτά είναι ψεύτικα, («ψεύτικα», όχι ανύπαρκτα – θα το εξηγήσουμε αυτό εν καιρώ). Διαλογισμός είναι το σταμάτημα όλης αυτής της μάταιης δραστηριότητας.
Η διατύπωση μίας απορίας, μίας ερώτησης, προϋποθέτει ήδη μία κοσμοαντίληψη, ένα λογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αρθρώνεται ο λόγος, η ερώτηση. Πολλές φορές οι απορίες που διατυπώνονται από τον άνθρωπο είναι λανθασμένες, οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα και θεμελιώνουν την ζωή και την δράση σε όχι στέρεες βάσεις. Γιατί όμως διατυπώνονται απορίες με λάθος τρόπο; Επειδή το κοσμοθεωρητικό πλαίσιο είναι εσφαλμένο ο λόγος είναι αδύναμος και η λογική συνέπεια είναι όχι πραγματική αλλά τυπολογική. Απορία, ερώτηση που κάνουν οι άνθρωποι χιλιάδες χρόνια: Υπάρχει Θεός; Τι Είναι Θεός; Πως Τον γνωρίζουμε; πως Τον προσεγγίζουμε; Με αφετηρία αυτή την απορία έχουν δημιουργηθεί θρησκείες, συστήματα, φιλοσοφίες κι έχουν γραφτεί εκατοντάδες χιλιάδες τόμοι. Κι όμως είναι μία λανθασμένη ερώτηση που ξεκινά από μία λανθασμένη αντίληψη, τοποθέτηση. Έτσι όλα είναι στον αέρα, ιστορία, θρησκείες, φιλοσοφίες, δραστηριότητες, είναι όλα διανοητικά σκουπίδια. Γιατί; Ιδού γιατί: Ξεκινάμε από την λανθασμένη αντίληψη ότι ο Θεός Είναι Κάτι, Κάτι έξω από εμάς, ένα Αντικείμενο που μπορούμε να γνωρίσουμε, ίσως με την διαίσθηση, τις διανοητικές ενέργειες, ή ενδεχομένως με την αίσθηση. Αλλά όμως ο Θεός δεν είναι Κάτι. Ο Θεός Είναι το Είναι, η Πηγή του Είναι. Εμείς οι ίδιοι (σαν Συνείδηση, Συνείδηση της Ύπαρξης, του «Είναι») ανήκουμε στο Είναι. Για να προσεγγίσουμε λοιπόν το Είναι πρέπει να το κάνουμε μέσα από την Βίωση του Είναι κι όχι θεωρώντας το Είναι απέναντί μας, ένα Αντικείμενο. Η θεώρηση του Θεού σαν Κάτι έξω από εμάς, από το Είναι μας, από το Είναι, είναι η χειρότερη ειδωλολατρία.
Για να προσεγγίσουμε το Είναι πρέπει να το κάνουμε λοιπόν μέσω του Είναι που Είμαστε. Το Είναι, η Συνείδηση του Είναι, η Συνείδηση, πρέπει να καθαρισθεί από όλες τις διανοητικές παρερμηνείες, από όλες τις διανοητικές δραστηριότητες, για να Αποκαλυφθεί το Είναι. Μία τέτοια τοποθέτηση που θεωρεί το Είναι σαν το Υπερσύνολο του «όποιου είναι είμαστε» και το προσεγγίζουμε μέσα από την Βίωση του Είναι, είναι τελείως διαφορετική από την άλλη αντίληψη, από την αντίληψη που θεωρεί ότι το Είναι Είναι έξω από εμάς κι οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα και θεμελιώνει την ζωή και την δραστηριότητα σε άλλες βάσεις. Μας κατευθύνει στην Βίωση του Είναι, της Ύπαρξης, σε μία εσωτερική αντίληψη κι όχι σε μία εξωτερική δραστηριότητα. Θέτει εξαρχής την Σχέση μας με το Είναι, τον Προορισμό μας, την Ολοκλήρωσή μας.
Περισσότερο λοιπόν χρήσιμο από το να διατυπώνουμε απορίες και να δίνουμε απαντήσεις πάνω στις οποίες θεμελιώνουμε την Ύπαρξή μας είναι να δούμε από ποια θεωρητική βάση ξεκινάμε. Η αντίληψη που συνδέει το Είναι μας με το Είναι και μας κατευθύνει στην εσωτερική ζωή είναι σαφώς πιο ισχυρή λογικά. Ενώ η αντίληψη που ξεκινά από μία μικρή, αδύναμη, αμαθή, συνείδηση που τα αντιλαμβάνεται όλα έξω από τον εαυτό της είναι ανώριμη κι ανήκει σε παρωχημένες εποχές. Δυστυχώς όμως η ανθρωπότητα αντιλαμβάνεται την Ύπαρξη εντελώς επιπόλαια.