Ήταν η φτωχότερη γειτονιά του Μπράουνσβάιγκ, κανένα από εκείνα τα παιδιά δεν επρόκειτο να γραφεί σε κάποια σχολή, κανείς τους δεν θα χρησιμοποιούσε κάτι άλλο πέρα από τα χέρια του για να δουλέψει. Ο Γκάους ήξερε ότι ο Μπίτνερ δεν τον χώνευε. Όσο σιωπηλός και να έμενε κι όσο και να προσπαθούσε να απαντάει αργά, όπως όλοι οι άλλοι, αισθανόταν παρ’ όλα αυτά τη δυσπιστία του Μπίτνερ και ότι ο δάσκαλος περίμενε απλώς μία αφορμή για να του χτυπήσει τα χέρια κάπως δυνατότερα απ’ ό,τι των υπολοίπων.
Και τότε του έδωσε μία.
Ο Μπίτνερ τους είχε βάλει να προσθέσουν όλους τους αριθμούς από το ένα μέχρι το εκατό. Θα διαρκούσε ώρες κι όσο και να προσπαθούσαν, όλο και κάποιο λάθος θα έκαναν στην πρόσθεση, ώστε να τιμωρηθούν. Λοιπόν, εμπρός, είχε φωνάξει ο Μπίτνερ, μην κάθονται σαν τους χάνους, εμπρός μαρς! Αργότερα ο Γκάους δε θα μπορούσε να πει αν νύσταζε περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως ή αν ήταν απλώς αφηρημένος. Σίγουρα πάντως δεν είχε τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού του, κι έτσι, έπειτα από τρία λεπτά, στεκόταν μπροστά από την έδρα κρατώντας την πλάκα του, στην οποία είχε γράψει μία και μοναδική σειρά.
Λοιπόν, είπε ο Μπίτνερ, απλώνοντας το χέρι να πιάσει τη βέργα. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο άθροισμα και το χέρι του πάγωσε. Ρώτησε τι σημαίνει αυτό.
Πέντε χιλιάδες πενήντα.
Τι;
Ο Γκάους κατάπιε τη γλώσσα του, ξερόβηξε, ίδρωσε. Ευχήθηκε να καθόταν ακόμη στο θρανίο του και να λογάριαζε όπως όλοι οι άλλοι, που κάθονταν με σκυμμένο το κεφάλι κι έκαναν πως δεν τους άκουγαν. Αλλά αυτό τους είχε πει να κάνουν, πρόσθεση όλων των αριθμών από το ένα μέχρι το εκατό. Εκατό και ένα μας κάνει εκατόν ένα. Ενενήντα εννέα και δύο μας κάνει εκατόν ένα. Ενενήντα οχτώ και τρία μας κάνει εκατόν ένα. Όλα εκατόν ένα. Αυτό μπορείς να το κάνεις πενήντα φορές. Οπότε, πενήντα επί εκατόν ένα.
Ο Μπίτνερ δε μιλούσε.
Πέντε χιλιάδες πενήντα, ξαναείπε ο Γκάους, ελπίζοντας αυτή τη φορά ότι ο Μπίτνερ ίσως να τον καταλάβαινε. Πενήντα επί εκατόν ένα κάνει πέντε χιλιάδες πενήντα. Έτριψε τη μύτη του. Ήταν έτοιμος να κλάψει.
Που να τον πάρει ο διάβολος, είπε ο Μπίτνερ. Ύστερα δε μίλησε για ώρα πολλή. Το πρόσωπό του δούλευε. Ρούφηξε τα μάγουλα και μάκρυνε το σαγόνι, έτριψε το μέτωπο και χτύπησε με το δάχτυλο τη μύτη. Ύστερα έστειλε τον Γκάους στο θρανίο του. Να τσακιστεί να καθίσει, να το βουλώσει, και μετά το μάθημα να μείνει που τον θέλει.
Ο Γκάους ανάσανε.
Κιχ να ακούσει, είπε ο Μπίτνερ, και φάγανε της χρονιάς τους.
Έτσι, όταν τέλειωσαν όλα τα μαθήματα, ο Γκάους πήγε με σκυμμένο κεφάλι στην έδρα. Ο Μπίτνερ τον έβαλε να ορκιστεί και μάλιστα στο Θεό, που τα βλέπει όλα, ότι αυτό το σκέφτηκε μόνος του. Ο Γκάους ορκίστηκε, αλλά όταν θέλησε να εξηγήσει ότι δεν είναι και τίποτα κακό, ότι απλώς πρέπει να κοιτάξεις ένα πρόβλημα χωρίς προκαταλήψεις και συνήθειες και τότε η λύση έρχεται μόνη της, ο Μπίτνερ τον διέκοψε και του έδωσε ένα χοντρό βιβλίο. Ανώτερα μαθηματικά: το διαβάζει κάθε μέρα. Να το πάρει στο σπίτι και να το κοιτάξει. Αλλά προσεκτικά. Μια τσακισμένη σελίδα, ένας λεκές, μια δαχτυλιά και θα τον περιλάβει με τη βέργα μέχρι να πει ήμαρτον.
Την επόμενη μέρα το επέστρεψε.
Ο Μπίτνερ ρώτησε τι πάει να πει αυτό. Εντάξει, είναι δύσκολο, αλλά δεν τα παρατάει κανείς τόσο γρήγορα!
Ο Γκάους κούνησε το κεφάλι, θέλησε να εξηγήσει, δεν μπορούσε. Η μύτη του έτρεχε. Του ‘ρχόταν να φταρνιστεί.
Λοιπόν, ακούει!
Το τελείωσε, είπε τραυλίζοντας. Ενδιαφέρον ήταν, τον ευχαριστεί. Κοίταξε τον Μπίτνερ και προσευχόταν να σταματήσουν όλα αυτά.
Δεν κάνει να του λένε ψέματα, είπε ο Μπίτνερ. Τούτο είναι το δυσκολότερο βιβλίο της γερμανικής γλώσσας. Κανείς δε μπορεί να το μελετήσει μέσα σε μια μέρα, πόσο μάλλον ένας οχτάχρονος που του τρέχουν οι μύξες.
Ο Γκάους δεν ήξερε τι να πει.
Ο Μπίτνερ πήρε το βιβλίο με χέρια που δίσταζαν. Να ετοιμαστεί, τώρα θα τον εξετάσει!
Μισή ώρα αργότερα κοιτούσε τον Γκάους με άδεια μάτια. Το ξέρει πως δεν είναι καλός δάσκαλος. Δεν είναι φτιαγμένος για το επάγγελμα, ούτε κι έχει κάποια ιδιαίτερη ικανότητα. Αλλά μέχρι εδώ. Αν ο Γκάους δεν πάει αμέσως τώρα στο γυμνάσιο, έχει ζήσει τσάμπα. Τον παρατήρησε με μια έκφραση χαμένη, κι έπειτα, προφανώς για να καταπολεμήσει τη συγκίνησή του, άρπαξε τη βέργα και ο Γκάους έφαγε το τελευταίο γερό χέρι ξύλο της ζωής του.
(Ο οχτάχρονος ήταν ο τεράστιος μαθηματικός Γιόχαν Καρλ Φρίντριχ Γκάους και αυτό που σκέφτηκε ήταν ότι η πρόσθεση κατά ζεύγη από τις δύο άκρες μιας σειράς x αριθμών δίνει πάντα το ίδιο άθροισμα z. Οπότε, το άθροισμα των x αριθμών, είναι z(x:2). Πιθανότατα η ιστορία αυτή είναι μύθος αλλά δεν πειράζει. Ακόμα και η υπόληψη του κακού δασκάλου J.G. Büttner (ο οποίος ήταν όντως ο δάσκαλος του μικρού Γκάους) σώζεται στο τέλος.
***
Από το βιβλίο του Ντάνιελ Κέλμαν
«Η μέτρηση του κόσμου».