Σωκράτης: - Αγαπητέ μου Θεαίτητε, νιώθεις τους πόνους της γέννας, επειδή δεν είσαι άδειος, αλλά έγκυος.
Θεαίτητος: - Δεν ξέρω, Σωκράτη, όμως λέω αυτό που νιώθω.
Σωκράτης: - Ε... λοιπόν, δεν έχεις ακούσει, καταγέλαστε, ότι εγώ είμαι γιος μαμής, αρχοντογυναίκας με τα όλα της, της βλοσυρής Φαιναρέτης;
Θεαίτητος: - Πως, το έχω ακούσει κιόλας.
Σωκράτης: - Έχεις ακούσει άραγε κι ότι εξασκώ αυτό το επάγγελμα.
Θεαίτητος: - Καθόλου.
Σωκράτης: - Αλλά, και να το ξέρεις καλά, το εξασκώ· όμως μη το προφτάσεις σε άλλους· γιατί φίλε μου, δεν το πήραν μυρωδιά ότι κατέχω αυτή την τέχνη. Κι ο κόσμος, καθώς έχει μεσάνυχτα, λέει άλλα για μένα, ότι είμαι παράξενος όσο δεν παίρνει και κάνω τους ανθρώπους ν’ απορούν. Αλήθεια, το έχεις ακούσει κι αυτό;
Θεαίτητος: - Και βέβαια.
Σωκράτης: - Να σου πω λοιπόν την αιτία;
Θεαίτητος: - Οπωσδήποτε.
Σωκράτης: - Προσπάθησε λοιπόν να καταλάβεις τι συμβαίνει μ’ όλη αυτή την ιστορία της μαμής και θα μάθεις ευκολότερα αυτό που θέλω να σου πω. Γιατί ξέρεις βέβαια ότι καμιά μαμή δεν ξεγεννά άλλες γυναίκες όσο η ίδια είναι σε κατάσταση εγκυμοσύνης και μπορεί να γεννήσει, αλλά μόνο τότε, όταν πια της είναι αδύνατο να γεννήσει.
Θεαίτητος: - Βεβαιότατα.
Σωκράτης: - Λένε λοιπόν ότι αιτία γι’ αυτό είναι η Άρτεμη, επειδή, ενώ δε μένει λεχώνα, της έπεσε ο κλήρος να είναι θεά-προστάτης των λεχώνων. Λοιπόν, δεν έδωσε βέβαια το χάρισμα ν’ ασκούν τη μαιευτική οι στείρες, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν είναι ικανή να γίνει ειδική για όσα πράγματα αγνοεί· σ’ όσες όμως δεν μπορούν να κάνουν παιδιά επειδή τις πήραν τα χρόνια, τους έδωσε το προνόμιο, τιμώντας τες, επειδή της μοιάζουν.
Θεαίτητος: - Λογικά όλα αυτά.
Σωκράτης: - Λοιπόν, η δική μου μαιευτική έχει όλα τ’ άλλα που έχουν οι μαίες, όμως έχει και διαφορές: πρώτα πρώτα ασκώ τη μαιευτική σε άντρες κι όχι σε γυναίκες· κι ύστερα, την ώρα της γέννας εξετάζω τις ψυχές κι όχι τα σώματά τους.
Κι αυτό που στην τέχνη μας είναι το σπουδαιότερο, είναι το ότι έχει τη δυνατότητα να ελέγχει με κάθε τρόπο ποιο απ’ τα δύο φέρνει στον κόσμο η διάνοια του νέου, πλαστή πραγματικότητα και ψέμα ή κάτι δημιουργικό και αληθινό.
Γιατί αυτό που συμβαίνει με τις μαίες συμβαίνει και με μένα· δε γεννώ σοφία και (για τούτο μάλιστα πολλοί κιόλας με λοιδόρησαν), ενώ θέτω ερωτήματα σ’ άλλους, ο ίδιος δε δίνω καμιά απάντηση, για τίποτε, επειδή δεν κατέχω καμιά σοφία –και οι λοιδορίες τους ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Και να πια είναι η αιτία γι’ αυτό: ο θεός μ’ αναγκάζει να ξεγεννώ αλλά μ’ εμποδίζει να γεννώ. Λοιπόν, ο υποφαινόμενος δεν είμαι βέβαια σοφός σ’ οτιδήποτε, κι ούτε έχω να δείξω κάποια καινούργια ιδέα, γέννημα της ψυχής μου· αντίθετα, μερικοί απ’ αυτούς που με συναναστρέφονται φαίνονται, στην αρχή βέβαια, ξύλα απελέκητα, όλοι όμως, καθώς παρατείνεται η συναναστροφή μας, σ’ όσους ο θεός κάνει τη χάρη, πραγματοποιούν θαυμάσιες επιδόσεις, κι αυτή την εντύπωση δίνουν και στον εαυτό τους και στους άλλους· και είναι ξεκάθαρο τούτο, ότι, χωρίς να μάθουν ποτέ ως τώρα τίποτε από μένα, μόνοι τους κι από μέσα τους βρήκαν και γέννησαν πολλά κι ωραία.
Όμως, για τη μαιευτική αγωγή αίτιο είμαστε εγώ κι ο θεός, πράγμα που γίνεται φανερό απ’ το εξής: πολλοί κιόλας δεν το αντιλήφθησαν αυτό και κατηγορώντας τον εαυτό τους και δείχνοντας περιφρόνηση σ’ εμένα έφυγαν από κοντά μου, ή από μόνοι τους ή αφού πείστηκαν από άλλους, νωρίτερα απ’ ότι έπρεπε· έφυγαν λοιπόν και με τα κακά τους σμιξίματα και έχασαν από έκτρωση τις υπόλοιπες γνώσεις τους που ήταν αποτέλεσμα της μαιευτικής μου, βυζαίνοντας τες με κακό τρόπο, καθώς έδιναν μεγαλύτερη αξία στο ψέμα και την πλαστή πραγματικότητα κι όχι στην αλήθεια, έτσι που στο τέλος έδωσαν την εντύπωση και στον εαυτό τους και στους άλλους ότι είναι ξύλα απελέκητα.
Αυτούς, όταν ξανάρχονται, παρακαλώντας με με θεαματικά καμώματα να με συναναστραφούν, το δαιμόνιο που εμφανίζεται μέσα μου μ’ εμποδίζει να πάρω στη συναναστροφή μου ορισμένους τυχάρπαστους, για ορισμένους επίλεκτους όμως, μου δίνει το ελεύθερο κι αυτοί ξανακάνουν πρόοδο.
Λοιπόν, αυτοί που με συναναστρέφονται παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα με τις γυναίκες που είναι να γεννήσουν· νιώθουν δηλαδή τους πόνους της γέννας οδυνηρότερα απ’ ότι εκείνες, καθώς στοιβάζονται μες στο μυαλό τους απορίες νύχτα μέρα· κι αυτές τις ωδίνες η τέχνη μου, έχει τον τρόπο να τις προκαλεί και να τις καταπαύει. Μ’ αυτούς λοιπόν αυτά συμβαίνουν.
Μερικοί όμως, Θεαίτητε, που κατά κάποιο τρόπο μου δίνουν την εντύπωση ότι είναι στείροι, το παίρνω απόφαση ότι δεν έχουν καθόλου την ανάγκη μου· αυτούς με πολλή συμπάθεια τους προξενεύω σ’ άλλους· και, το λέω κι ο θεός βοηθός, με πολλή επιτυχία ψυχανεμίζομαι σε ποιους μαθητεύοντας θα μπορούσαν να δουν καλό.
Αυτά λοιπόν, θαυμάσιε άνθρωπε, σου τα εξέθεσα διεξοδικά για τούτο: υποπτεύομαι, όπως κι εσύ νομίζεις, ότι, έχοντας έμβρυο στα σπλάχνα σου, νιώθεις ωδίνες.
Αφέσου λοιπόν στις φροντίδες μου, μια και είμαι γιος μαμής κι ο ίδιος μου ειδικός μαιευτήρας και πρόθυμα να μου δίνεις απαντήσεις σ’ ότι σε ρωτώ· και βέβαια, αν κατά την εξέταση που θα σου κάνω κρίνω ότι κάτι απ’ αυτά που λες είναι πλαστή πραγματικότητα και ψέμα, και στη συνέχεια το παραπετάξω και το αποβάλλω, να μη γίνεις θηρίο, όπως κάνουν οι πρωτάρες για τα βρέφη τους. Γιατί, θαυμάσιε άνθρωπε, πολλοί έδειξαν τέτοιες διαθέσεις απέναντί μου, σα να ήταν έτοιμοι, κυριολεκτικά, να με δαγκώσουν, όταν τους αφαιρώ κάποια φλυαρία, και δεν πιστεύουν ότι αυτό το κάνω γιατί θέλω το καλό τους, επειδή βρίσκονται μακριά από το να γνωρίζουν ότι κανένας θεός δεν είναι κακόβουλος στους ανθρώπους· κι ούτε εγώ πράττω κάτι παρόμοιο από κακεντρέχεια, αλλά ο θεός μού απαγορεύει απόλυτα να συγκατανεύω στο ψέμα και ν’ αφανίσω την αλήθεια.
Πλάτων, Θεαίτητος (148e – 151d)