Ήμουνα τότες – ζούσα σε μία διαρκή μέθη – μια κραιπάλη φαντασιώσεων σ’ έναν ανανεούμενο ενθουσιασμό – ήμουνα ακατάβλητος.
Με το τίποτα άναβα, έπεφτα σε μία κατάσταση έκστασης, που μόνο με καταληψία μπορούμε να την παρομοιάσουμε και να τη συγκρίνουμε – με τίποτα άλλο – παρά μονάχα ίσως, στον τομέα τον νευρικό, με μια έπαρση, μια υπερένταση και μιαν υπερευαισθησία υπερβολική.
Ήμουνα συνεπαρμένος από το κάθε τι, μια γωνιά του δρόμου, ένα φως λοξό, μια ματιά, ένα σύννεφο άσπρο πάνω στο μπλε του κοβαλτίου, μια γάμπα γυναικεία λίγο ξέσκεπη, ένα χαμόγελο, ένα κλείσιμο του ματιού, ό,τι γινότανε ήτανε για μένα μια αποκάλυψη – ένα άνευ προηγουμένου – μια ανάσταση.
Μέσα σ’ αυτό το ξεφρένιασμά μου, γεννήθηκε το σκουλήκι και μεγάλωσε και θέριεψε κι όταν το είδα, ήτανε πια αργά και με κατάπιε, μ’ έκανε μια χαψιά.
Έτσι χάθηκε ο απατηλός παράδεισος που είχα ζήσει τότες – χάθηκε η Εύα και το φίδι και το μήλο – κι έμεινα με γύρω μου μονάχα μαύρες κουρτίνες, μαύρες κι αδιαπέραστες που με τριγύρισαν κι έμαθα σιγά-σιγά τι ήμουνα, ποιος ήμουνα και, κυρίως ποιος δεν ήμουνα – που νόμιζα πριν πως ήμουνα.
Κι ήρθε τότες κι έκατσε μέσα μου καλά κι άρχισε να γνέθει σαν το μαλλί το πρόβιο το ακατάστατο – το γνώθι σαυτό – κι αντικατέστησε το γνώθι των άλλων που με τόση υπερηφάνεια πίστευα πως είχα.
Νάνος Βαλαωρίτης, «Γνώθι Σαυτόν»
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 29 (9/1982)