Το αθάνατο κρασί του ’21 δεν είχε μόνο την έντονη μυρωδιά του μπαρουτιού και του θανάτου, αλλά και εκείνη της ανθρώπινης σάρκας όταν γεύεται την ηδονή
Οι πρωτεργάτες του ’21 ήταν άνθρωποι και η εικόνα της ακηλίδωτης ηθικής που προσπάθησε να τους προσδώσει η επίσημη ιστορία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ούτε υπηρετεί την ιστοριογραφία.
Η επικρατούσα αντίληψη αμέσως μετά την απελευθέρωση, πλημμυρισμένη από πουριτανισμό, καθωσπρεπισμό και άφθονη υποκρισία, απαγόρευε κάθε προσπάθεια αναφοράς τολμηρών ιστορικών στιγμών των ηρώων.
Η μνημόνευση της ερωτικής ζωής των αγωνιστών, οι εξωσυζυγικές τους σχέσεις και γενικά οι ερωτικές τους παρανομίες θα σκανδάλιζαν τα χρηστά ήθη της εποχής.
Η Επανάσταση του 1821 εκτός από στιγμές ηρωισμών και ανδραγαθημάτων είναι γεμάτη από ίντριγκες, δολοπλοκίες και ροζ ιστορίες.
Είκοσι πιάστρα αποζημίωση για αποπλάνηση
Οι σχέσεις του Ρήγα Βελεστινλή αποτελούν άγνωστο κεφάλαιο. Ο ίδιος δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν καταγράφονται πολλές πηγές για την ερωτική και κοινωνική του ζωή, εκτός από ένα ερωτικό παραστράτημα.
Οταν τον Ιανουάριο του 1791 ο ευκατάστατος πλέον Ρήγας επέστρεψε στο Βουκουρέστι από τη Βιέννη ήρθε αντιμέτωπος με την ιδιότυπη έκφραση εξουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αγκάλιαζε τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· τον περίμενε μια κλήση από τομητροπολιτικό δικαστήριο.
Το συγκεκριμένο έγγραφο (Acad. Pomana, χειρογ. 640, φ. 32) αναφέρεται σε καταγγελία κάποιας όμορφης Balasa, παραδουλεύτρας της μητέρας του, κόρης του Νίτσου και της Στάνιας από την Κραϊόβα. Ο μητροπολίτης, που δίκαζε τότε αυτές τις υποθέσεις, υποχρέωσε τον «βιαστή» να πληρώσει 20 πιάστρα αποζημίωση προς την ατιμασμένη κόρη.
Ο Ρήγας, που έπαιρνε μηνιαίο μισθό στη Βιέννη 120 πιάστρα, πλήρωσε γι’ αυτή την υπόθεση το 1/6 του μισθού του. Η μικρή ποινή που επέβαλε το δικαστήριο δηλώνει ότι επρόκειτο για υπόθεση αποπλάνησης παρά βιασμού.
Με τις ερωμένες τους στον πόλεμο
Πολλοί αρχηγοί του αγώνα εκτός από τη νόμιμη σύζυγό τους είχαν δίπλα τους μία ή περισσότερες ερωτικές συντρόφους, τις «παλλακίδες» τους κατά τους ιστορικούς.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε σύζυγο την Αικατερίνη, κόρη του προεστού του Ακοβου Δημήτριου Καρούσου, με την οποία απέκτησε τρεις γιους και δύο κόρες.
Η Αικατερίνη Καρούσου πέθανε στις 10 Αυγούστου 1820 στη Ζάκυνθο όπου βρισκόταν ο γέρος του Μόριά με την οικογένειά του. Ο Κολοκοτρώνης, ενώ έκανε τον τιμητή της ηθικής στους άλλους οπλαρχηγούς που είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις, για πολλά χρόνια ο ίδιος συζούσε με τη Μαργαρίτα, κόρη του Αγγελή Βελισσάρη από τα Χαλικιάνικα, πρώην καλόγρια, την οποία είχε γνωρίσει το 1825 όταν ήταν φυλακισμένος στην Υδρα.
Το 1836 από τη σχέση του με τη Μαργαρίτα απέκτησε ένα εξώγαμο τέκνο, στο οποίο έδωσε το όνομα του αγαπημένου και αδικοσκοτωμένου στους εμφύλιους γιου του Πάνου. Ο στρατηγός αναγνώρισε τον Παναγιωτάκη με τη διαθήκη του, την οποία συνέταξε στο Ναύπλιο στις 3 Μαΐου 1841 (αρ. συμβολαίου 12776) παρουσία του συμβολαιογράφου Χαραλάμπου Παπαδοπούλου και των μαρτύρων Αλεξίου Βλαχοποϋλου και Νικόλαου Σπηλιάδη: «Αποφασίζω και αφίνω κληρονόμους τα παιδιά μου, τον Γενναίον και Κωνσταντίνον και Παναγιωτάκην και τον οποίον Παναγιωτάκην, τον κηρύττω και αναγνωρίζω ως υιόν μου [...] και εν όσω ζη ο Παναγιωτάκης και γενή είκοσι χρόνων καθώς είπα να ήνε και η μάνα του [Μαργαρίτα] μαζή εις το σπίτι μας και να συζή και τρέφεται με το παιδί της...».
Η Μαργαρίτα ήταν αυτή που έκλεισε τα μάτια του πολέμαρχου όταν αυτός πέθανε το 1843.
Σε τίποτε δεν υστέρησε του γέρου του Μόριά ο άλλος μεγάλος του αγώνα, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια μεγαλώνοντας σε ξένα χέρια με πολύ ξύλο και περιφρόνηση. Οκτάχρονος ορφάνεψε και από μάνα - έτσι δίχως κάνα γονιό έπρεπε να παλέψει σκληρά για να επιβιώσει. Μεγαλώνοντας βρέθηκε στα Γιάννενα, στο μεγάλο πολεμικό σχολείο για τη ρωμιοσύνη. Εκεί παντρεύτηκε με την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου (ή Αλεξανδρογιαννάκη κατ’ άλλους). Μερικοί λένε πως η Γκόλφω στάθηκε μια από τις «τσούπρες»του πασά· ποιος να ξέρει; Εκείνο που ξέρουμε είναι πως ο Αλή Πασάς αφού γλένταγε για κάμποσο τις γυναίκες, φρόντιζε έπειτα ο ίδιος να τις παντρέψει. Ο Καραϊσκάκης ανεξάρτητα με τι ισχύει αγάπησε πολύ την Γκόλφω.
Αν και οικογενειάρχης, παντρεμένος με παιδιά, κουβαλούσε μαζί του στις μάχες, από τα μέσα περίπου της επανάστασης, μια όμορφη Τουρκοπούλα που είχε εκχριστιανιστεί, την περίφημη Μαριώ (ή Μαργιώ ή Μαριγώ). Η σχέση του αυτή έδωσε τροφή για κουτσομπολιά και
αμαύρωσε την ηθική του.
Ο Καραϊσκάκης συνάντησε τη Μαριώ το 1825 στην Πελοπόννησο και από τότε τον ακολουθούσε σε όλους τους πολέμους. Για να μην την ξεχωρίζουν οι εχθροί, η Μαριώ ήταν ντυμένη αντρικά με φέσι και φουστανέλα και τη φώναζαν Ζαφείρη. Ωρες ολόκληρες ξενυχτούσε δίπλα του όταν τον βασάνιζαν οι θέρμες της αρρώστιας του.
Στα τέλη του 1825 ο Καραϊσκάκης πήγε στον Κάλαμο όπου βρισκόταν η Γκόλφω με τις δυο ανήλικες κόρες του. Πήρε μαζί του και τον φύλακα-άγγελό του, τη Μαριώ. Ο Ζαφείρης (Μαριώ) μπήκε στο μαγειρείο και ρίχτηκε στις δούλες και άρχισε τις τσιμπιές, τα γαργαλητά, τα φιλιά. Εβαλαν τις φωνές εκείνες και έτρεξαν στην καπετάνισσα. Εξοργισμένη αυτή ζήτησε εξηγήσεις από τον άντρα της. Αυτός πρόσταξε να φέρουν μπροστά του τον «ερωτύλο» για να τον επιπλήξει. Βλέποντας να του κουβαλάνε τον Ζαφείρη ξέσπασε στα γέλια. Η Γκόλφω παραπονέθηκε στον Καραϊσκάκη γιατί κουβαλούσε μαζί του την Τουρκοπούλα. Αυτός για να ελαφρύνει τη στιγμή απάντησε με τη γνωστή αθυροστομία του; «Εγνοια σου μουρή, έχω και για σένα μπούτσο! Μη μου χολιάζεις [θυμώνεις]».
Ο Σουλιώτης αρχηγός Κίτσος Τζαβέλας είχε ιδιαίτερη αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Στην ιστορία, εκτός των άλλων, έμεινε ο έρωτάς του με τη Βασιλική, η οποία μπήκε στο Μεσολόγγι μετά τον Αύγουστο του 1825 συνοδευόμενη από τη μάνα του Κίτσου Δέσπω, καπετάνισσα του Φώτου Τζαβέλα.
Η Βασιλική έζησε από κοντά την πολιορκία της πόλης και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Ηταν «γενναία Αγρινιώτισσα, η οποία εις τας μάχας προήσπιζε πολλάκις με το υψηλόν της ανάστημα τον βραχύσωμον Κίτσον» γράφει γι’ αυτήν η Σωτηρία Αλιμπέρτη. Στην αγκαλιά της αναπαύτηκε για ώρες ο Κίτσος μετά την επιτυχημένη απόκρουση των εχθρών στο νησάκι της Κλείσοβας ανήμερα του Ευαγγελισμού το 1826. Για χάρη του έρωτά της παρεξηγήθηκε με τον Καραϊσκάκη. Ο Κίτσος ήταν αρραβωνιασμένος με την κόρη του πολέμαρχου και τον πείραξε που την εγκατέλειψε για τη Βασιλική.
Τη σχέση μεταξύ του Τζαβέλα και της Βασιλικής ανέδειξε ένα επεισόδιο που διαδραματίστηκε την κρίσιμη ώρα της εξόδου του Μεσολογγίου. Ο Σουλιώτης αρχηγός βγήκε έχοντας μαζί του την ερωμένη του ντυμένη αντρικά. Η Βασιλική ήταν έγκυος και στην αγκαλιά της είχε τον Δημήτρη, το παιδί που είχε κάνει με τον Τζαβέλα. Τα κουτσομπολιά της εποχής έλεγαν ότι στην προσπάθειά του ο Τζαβέλας να ξεφύγει με την ερωμένη του, «εγκατέλειψε το σχέδιο της εξόδου», άρπαξε το άλογο από τον ιπποκόμο άλλου οπλαρχηγού, έβαλε στη σέλα το παιδί και τη Βασιλική και σπιρούνισε το άλογο, το οποίο στον καλπασμό του έριξε κάτω το παιδί.
Αλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η Βασιλική, σε μια στιγμή που κινδύνεψε ο Κίτσος, ως άλλη Μήδεια πέταξε το παιδί για να σώσει τον αγαπημένο της.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι έπιασαν τελικά τον μικρό Δημήτρη και για να τον πάρει ο Κίτσος πίσω χρειάστηκε γενναία εξαγορά. Λέγεται μάλιστα ότι αντάλλαξε το παιδί με σαράντα Τούρκους. Αργότερα, όταν το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, παντρεύτηκε για να σταματήσουν τα κουτσομπολιά και οι κακοήθειες σε βάρος τους.
Υπουργείο ή πορνοστάσιο;
Τα γλεντοκόπια και οι γυναίκες θόλωσαν πολλές φορές την επαναστατική πατίνα του πυρπολητή των ψυχών της Ελληνικής Επανάστασης Γρηγόριου Δικαίου ή Παπαφλέσσα (Γεώργιος Φλέσσας το πραγματικό του όνομα), ο οποίος είχε άστατη ερωτική ζωή. Σύμφωνα με τους ιστορικούς της εποχής ο αγωνιστής ήταν «άσωτος, επιρρεπής στις ηδονές και μανιώδης γυναικάς».
Το 1817 έγινε η αιτία να διαλυθεί ένα επίσημο συνοικέσιο. Βγήκε η φήμη ότι το προξενιό χάλασε επειδή η υποψήφια νύφη ερωτεύτηκε τον Παπαφλέσσα. Ο καρδιοκατακτητής είχε βάλει το χεράκι του και ξελόγιασε την κοπέλα.
Οταν ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ο έκλυτος βίος του δεν συμβάδιζε με το σχήμα του αρχιμανδρίτη. Τον συνέλαβε κάποτε η τουρκική αστυνομία, μας πληροφορεί ο Δημήτριος Αινιάν, «διά την άτοπον και ανοίκειον διαγωγήν του δίδοντας παράδειγμα διαφθοράς εις την συνοικίαν αυτού». Ο Φωτάκος γράφει ότι οι Τούρκοι που τον συνέλαβαν τον ρωτούσαν και τον ξαναρωτούσαν: «Ε, παπά, δεν ντρέπεσαι το σχήμα σου, να φέρνεις γυναίκες κάθε νύχτα στο σπίτι σου και να ταράζης την ησυχίαν των γειτόνων;».
Όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν ότι ο Παπαφλέσσας και κατά τη διάρκεια της επανάστασης συνέχισε την «ντόλτσε βίτα». Ο αρχιμανδρίτης προκαλούσε την κοινή γνώμη με τις ατασθαλίες στην προσωπική του ζωή και ας ήταν υπουργός. Ο Γ. Γαζής γράφει ότι «εγκαταλιπών την ιερωσύνην έζη ως σατράπης με τρυφάς και αναπαύσεις. [...] Ο Παπαφλέσσας ένεκα της ασελγείας και της θηλυμανίας του κατήντησε το κατάστημα του υπουργείου του πορνοστάσιον».
Τις μέρες του εμφυλίου τον Οκτώβριο του ’24 ο Παπαφλέσσας εκστράτευσε στην Αρκαδία για να επιβάλει τις απόψεις της κυβέρνησης στους αντιπάλους της Μοραΐτες αρχηγούς. Ο Μακρυγιάννης, όργανο τότε της κυβέρνησης, σύντροφος του αρχιμανδρίτη σε αυτή την ανθελληνική εκστρατεία, γράφει για τις ερωτικές του αναζητήσεις απογοητευμένος από την εξέλιξη των πραγμάτων: «Ο Παπαφλέσσας πήρε μιαν γυναίκα μ’ ένα ντέφι κι έναν με βιολί και πήγαμε εις Λιοντάρι. [...] Τότε στοχάστηκα [...] και τον γενναίον Πάπα Φλέσια, όπου γλεντάγει εις το Λιοντάρι με τις γυναίκες και τα λαλούμενα» και του καταμαρτυρεί ότι «γύρευε τις επιδέξες [πόρνες]».
Εντέλει, δίκαια ο Αλέξανδρος Σούτσος τον χαρακτήρισε «φιλογύναιον Πάρι και φιλοπόλεμον Αχιλλέα».
Μια πικρή ιστορία ηθικής παραζάλης
Τα χρόνια εκείνα τους απατημένους συζύγους τους αντιμετώπιζαν με μέγιστη δόση ειρωνείας, τις δε μοιχαλίδες τις αποδοκίμαζαν με τρόπο που πολλές φορές απειλούσε τη ζωή τους.
Οι ιστοριογράφοι ύμνησαν τις αρετές και το θάρρος του ανασκολοπισμένου μάρτυρα του ’21 Αθανάσιου Διάκου. Με λουλούδι σπάνιο τον παρομοιάζει ο Σπ. Μελάς στα «Ματωμένα ράσα»: «Στον Κόρακα, στη βορεινή πλαγιά των Βαρδουσιών φύτρωσε ένα λουλούδι σπάνιο της ελληνικής ομορφιάς, της παλληκαριάς και της αρετής, ο Αθανάσιος Διάκος». Ολοι σχεδόν που ασχολήθηκαν με τον βίο του συμφωνούν ότι η αιτία για να αφήσει το μοναχικό σχήμα ο ήρωας και να ακολουθήσει τον κλέφτικο βίο ήταν οι ασέλγειες κάποιου Τούρκου αγά που θαμπώθηκε από τη θρυλική ομορφιά του.
Από την άλλη, υπάρχουν κείμενα, προφορικές παραδόσεις και δημοτικά τραγούδια που εξυμνούν τις επιτυχίες του ήρωα στον γυναικόκοσμο.
Ο έρωτας της όμορφης Κρυστάλλως, της μικρότερης κόρης του ισχυρού κοτζαμπάση της Κωσταρίτσας Αναγνώστη Μπάμπαλη, με τον Διάκο περί το 1812 είχε αποτέλεσμα να ψυχρανθούν οι σχέσεις του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού Σκαλτσοδήμου με τον ήρωα.
Εκείνα τα χρόνια ένα άλλο ερωτικό περιστατικό με πρωταγωνιστές τον Διάκο, μια πανέμορφη γυναίκα, την Κατερίνη, και το άλλο πρωτοπαλίκαρο του Σκαλτσοδήμου, Γούλα, τάραξε τη Ρούμελη. Ηταν μια αισθηματική ιστορία που άγγιξε τα όρια του σκανδάλου, ένας δεσμός που μας παρουσιάζει με τον καλύτερο τρόπο τον ερωτισμό του ήρωα της Αλαμάνας και ταυτόχρονα μας πληροφορεί για τα ερωτικά ήθη των χρόνων εκείνων. Η Κατερίνη ήταν νέα, 18 Μαΐων, ξακουστή για την ομορφιά και τη σεμνότητά της σε όλη την περιοχή. Το πραγματικό της όνομα ήταν Κατερίνη Σπύρου ή Ξυστρή και καταγόταν από τη Σέλιανη (τα σημερινά Μάρμαρα), χωριό της δυτικής Φθιώτιδας. Σύμφωνα με την παράδοση, η Κατερίνη είχε ξετρελάνει τα παλικάρια της περιοχής. Μεταξύ αυτών που θαμπώθηκαν από την ομορφιά της ήταν ο Γούλας και ο Διάκος, τα πρωτοπαλίκαρα του Σκαλτσοδήμου.
Ο Γούλας της ζήτησε να τον παντρευτεί αλλά στάθηκε άτυχος, γιατί είχε για αντίζηλο το ομορφόπαιδο της περιοχής, τον Αθανάσιο Διάκο. Η Κατερίνη προτίμησε τον Διάκο και σύντομα έγινε ο αρραβώνας τους. Ο Γούλας δεν συγχώρεσε τους δυο ερωτευμένους και περισσότερο την Κατερίνη που τον πρόσβαλε με την απόρριψη.
Στο θολωμένο του μυαλό έκανε τη σκέψη να εκδικηθεί το ζευγάρι. Κάποια μέρα που λημέριαζαν οι ερωτικοί αντίζηλοι στη θέση Κούτσουρο έξω από τη Σέλιανη έπιασαν κουβέντα και η συζήτηση έφτασε στις γυναίκες. Ο Γούλας υποστήριζε ότι καμιά γυναίκα δεν είναι πιστή. Ο Διάκος είχε αντίθετη άποψη και την αιτιολογούσε φέρνοντας παράδειγμα την αρραβωνιαστικιά του Κατερίνη.
Ο Γούλας άρπαξε την ευκαιρία και αμφισβήτησε τα λεγάμενα του Διάκου. Τον προκάλεσε ότι μπορεί να ξελογιάσει την Κατερίνη. «Κι' αυτή είν’ σαν τις άλλες. Αν θες μπορώ να στ’ αποδείξω και να την φέρω δω στο λημέρι μας» του είπε. Ζήτησε μόνο από τον Διάκο να του δώσει το αργυρομάνικο λάζο του (σουγιά με αργυρή λαβή), να της το δείξει σαν σημάδι ότι έρχεται από τον αρραβωνιαστικό της. Ο Διάκος δέχτηκε την πρόκληση γιατί είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην Κατερίνη του. Ο Γούλας τελικά κατάφερε τον στόχο του. Η Κατερίνη, χωρίς να το πολυσκεφτεί, τον ακολούθησε. Ο Διάκος βλέποντάς τη να ’ρχεται στο λημέρι με τον Γούλα του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Η Κατερίνη προσπάθησε να τον ηρεμήσει λέγοντάς του ότι ο Γούλας την ξεγέλασε. Της είπε ότι ο αρραβωνιαστικός της είναι άρρωστος και πως θέλει να τη δει. Για να την πείσει ότι λέει την αλήθεια της έδειξε το λάζο του ήρωα. Ο Διάκος δεν την πίστεψε, της ξέσκισε τα ρούχα, της έκοψε τα μαλλιά και την έδιωξε σχεδόν ολόγυμνη.
Η Κατερίνη ντροπιασμένη και χωρίς να έχει ελπίδα να ξαναδεί τον άνθρωπό της γύρισε στο χωριό της. Οταν έφτασε εκεί έζησε τη σκληράδα των συγχωριανών της. Την κάθισαν ανάποδα στον γάιδαρο γυμνή, της φόρεσαν στο κεφάλι για στεφάνι σπλάχνα και έντερα ζώων και την περιέφεραν σε όλο το χωριό. Η όμορφη Κατερίνη από τον καημό της τρελάθηκε. Οι συγχωριανοί της, «τιμητές» των ηθικών νόμων, της έδωσαν το παρατσούκλι «παλιοκατερίνη».
Ο Διάκος στις αρχές του 1821 αρραβωνιάστηκε με τη Ρωξάνη, κόρη του κοτζαμπάση της Λιβαδειάς Γιαννάκη Φίλωνα. Το 1824, μετά τον θάνατό του, η αρραβωνιαστικιά του παντρεύτηκε τον πλούσιο Αθηναίο Σπύρο Ζαχαρίτσα. Κι άλλους έρωτες αποδίδουν στον όμορφο Θανάση. Ο σύγχρονός του ποιητής Ιωάννης Ζαμπέλιος αποκαλύπτει ότι λίγο πριν από τον χαμό του στην Αλαμάνα παράλληλα με τη Ρωξάνη «είχε και ερωμένην την ωραιοτέραν της πόλεως Λεβαδειάς» που την έλεγαν Βενετσάνα.
Για μια ωραία Ελένη και μια ωραία Ασήμω
Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, πρωτότοκος γιος του γέρου του Μοριά, τον Φεβρουάριο του 1823 παντρεύτηκε στο Ναύπλιο την Ελένη του Δημήτρη Μπούμπουλη, την όμορφη κόρη της καπετάνισσας Μπουμπουλίνας. Οι κακές γλώσσες της εποχής ήθελαν τον γάμο αυτό απόρροια της σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της καπετάνισσας.
Τον Αύγουστο του 1824, που ο Πάνος χρειάστηκε με εντολή της κυβέρνησης να πάει στην πολιορκία των Πατρών, εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της οικογένειάς του, που κατοικούσε πλέον στην Τριπολιτσά, στον οπλαρχηγό Θεοδωράκη Γρίβα. Δηλαδή άφησε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα. Ο Γρίβας, ο οποίος ήταν γλεντζές και γυναικάς, σύναψε ερωτική σχέση με την Ελένη.
Ο Φωτάκος γράφει ότι και ο γέρος του Μόριά εκτιμούσε τον Γρίβα και μάλιστα «του έγραφε να προσέχη την οικίαν του, την μητέρα του και την νύμφην του, σύζυγον του Πάνου, ήτις ήτο εκεί».
Η εξωσυζυγική αυτή σχέση προκάλεσε πολλά κουτσομπολιά στην κοινωνία της Τριπολιτσάς. Το κολοκοτρωναίικο βούιξε από τις φήμες ότι η μητέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και γιαγιά του Πάνου, Ζαμπία, δεν είχε καλή σχέση με την Ελένη και τη συμπεθέρα Μπουμπουλίνα εξαιτίας των παραστρατημάτων της ωραίας μοιχαλίδας.
Κι ενώ συνέβαιναν όλα αυτά ο Πάνος, μαθαίνοντας ότι η κυβέρνηση είχε σκοπό να καταδιώξει τον πατέρα του, άφησε την πολιορκία της Πάτρας κι έτρεξε για να τον βοηθήσει και να υπερασπιστεί την οικογένειά του, η οποία ήταν στην Τριπολιτσά. Η κατάληξη γνωστή. Ο Πάνος δολοφονήθηκε λίγο έξω από την Τριπολιτσά (μεταξύ των χωριών Θάνα και Μπεσίρι) από τους κυβερνητικούς.
Ποιοι ακριβώς ήταν οι δολοφόνοι του μέχρι και σήμερα δεν έχει διαλευκανθεί. Πολλά ακούστηκαν τότε. Ο Σπύρος Μελάς ιστορεί μια ακραία εκδοχή της δολοφονίας. Υποστηρίζει ότι το κολοκοτρωναίικο ήταν ανάστατο γιατί πίστευε ότι η Ελένη πλήρωσε τους φονιάδες να σκοτώσουν τον Πάνο για να τον ξεφορτωθεί και να ζήσει ελεύθερα τον έρωτά της με τον Γρίβα.
Ο Κολοκοτρώνης το βράδυ που μαθεύτηκε η δολοφονία του Πάνου την προειδοποίησε ότι οι οικογένειά του την ψάχνει για να τη σκοτώσει. Κανείς δεν θα της συγχωρούσε την απιστία που έκανε στον Πάνο.
Ο οπλαρχηγός Γιάννης Γκούρας ήταν παντρεμένος από το 1823 με την Ασήμω, κόρη του προύχοντα της Αθήνας Αναγνώστη Λιδωρίκη. Στην όμορφη Γκούραινα ο στρατηγός Καραϊσκάκης είχε κολλήσει το παρατσούκλι «νταλιάνα», διότι όπως ήταν ψηλή γυναίκα και σπαθάτη θύμιζε το ιταλικό μακρύ ντουφέκι «νταλιάνι». Ο Γκούρας όσο ζούσε (σκοτώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1826 από τουρκικό βόλι που τον βρήκε στον κρόταφο) ήταν πολύ ερωτευμένος με την πανέμορφη γυναίκα του. Κατά τη διάρκεια της κοινής τους ζωής η μοναδική του έννοια ήταν μην τον απατήσει.
Τη μεγάλη του περιουσία, φτιαγμένη κυρίως από λάφυρα, θέλησε να την αφήσει στην Ασήμω του, γι' αυτό συνέταξε δύο διαθήκες σε διαφορετικούς χρόνους, το ’24 και το ’26 (δεκατρείς ημέρες πριν από τον θάνατό του η δεύτερη).
Στο κείμενο της πρώτης διαθήκης, όπως καταγράφεται από τον Διονύσιο Κόκκινο, αναφέρεται: «Εάν αδελφή, φυλάξης την τιμήν του ανδρός σου μετά τον θάνατόν του, ο θεός να σε διαφυλάξη υγιή· και εξ όλης μου καρδίας σοι εύχομαι να απολαύσης με όλην την ανάπαυσί σου όσα σοι αφίνω εις την διαθήκην μου- ει δε και φανής άπιστος, και με αλησμονήσης, ογλίγωρα ο θεός να σε στείλη κατόπι μου».
Η Γκούραινα όμως ήταν νέα, το αίμα της έβραζε. Προτού σαραντίσει ο μακαρίτης Γκούρας έπεσε στο κρεβάτι με άλλον. Ο εραστής της ήταν ο οπλαρχηγός Νικόλαος Κριεζιώτης.
«Η ευχή [του Γκούρα] δε αύτη επληρώθη ούτω πως» μας εξηγεί ο Σουρμελής. Η όμορφη Γκούραινα δεν χάρη-κε πολύ την ελευθερία της και τον καινούργιο της έρωτα. Τρεις μήνες και κάτι μετά τον θάνατο του Γκούρα, στις αρχές Ιανουάριου του 1827, η νέμεση άπλωσε και πάλι το μακρύ χέρι της πάνω στο γκουραίικο. Η πολιορκία της Ακρόπολης συνεχιζόταν και οι οβίδες του Κιουταχή έπεφταν χωρίς σταματημό. Μια τουρκική οβίδα έπεσε πάνω στο Ερέχθειο όπου έμενε το γκουραίικο και σκότωσε την Ασήμω κι όλη της την οικογένεια.
Δεν είχαν τελειωμό οι έρωτές τους
Στα πολεμικά και παραδόξως ρομαντικά εκείνα χρόνια οι ραγιάδες έβρισκαν χώρο να τοποθετήσουν στην καθημερινή πάλη για επιβίωση και τις ερωτικές τους αναζητήσεις. Στην κοινωνία της εποχής υπήρχαν και οι ερωτομανείς και οι ομοφυλόφιλοι, αυτούς που τους έλεγαν στα στρατόπεδα «χαντζαρούλες», αλλά και παρουσίες με ερωτικές ιδιαιτερότητες. Στην πολεμική παραζάλη της εποχής βρίσκουν θέση τα συναισθήματα του έρωτα, της αγάπης και της συντροφικότητας της καπετάνισσας Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, της αρχόντισσας της ΜυκόνουΜαντώς Μαυρογένους και της Κυρα-Φροσύνης, που τα ερωτικά της παραστρατήματα δίχασαν τα προεπαναστατικά Γιάννενα.
Ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν οι ερωτικές ποιητικές αναζητήσεις του Παλαιών Πατρών Γερμανού, τα ερωτικά ξεφαντώματα του Ανδρέα Λόντου, ο παθιασμένος έρωτας του αρχοντόπουλου της Μάνης Αναστάση Μαυρομιχάλη με τη γυναίκα του Χουρσίτ πασά και οι άρχοντες Νοταράδες που «αδερφοφαγώθηκαν» για τον έρωτα της Σοφίτσας Θεοχάρη Ρέντη κι έκαψαν το Σοφικό Κορινθίας.
Σίγουρα υπήρξαν και άλλα ερωτικά περιστατικά, των οποίων όμως το άκουσμα και τη δημοσίευση δεν επέτρεψε η πουριτανική νοοτροπία, γιατί έτσι θα κινδύνευαν τα χρηστά ήθη. Οι ίδιοι τα έκαναν, οι ίδιοι τα έκρυβαν και οι ίδιοι τα κατέκριναν.
Και αρρώσταιναν οι Νεοέλληνες από το μικρόβιο της υποκρισίας χωρίς ουσιαστικά να γιατρευτούν ποτέ από αυτό.
Κυριάκος Δ. Σκιαθάς:
Συγγραφέας των ερευνών
«Τα ερωτικά του ’21»
(A + Β τόμος),
Εκδόσεις Διαπολιτισμός