«Δυσκολία, όμως, έχουμε και σχετικά με τα πάθη της ψυχής, για το αν, δηλαδή, είναι όλα κοινά και ανήκουν στο ον που περιέχει την ψύχη, ή υπάρχει και κάποιο που ανήκει στην ίδια την ψυχή, αυτό βεβαίως, είναι απαραίτητο να το συλλάβουμε, αλλά δεν είναι εύκολο.
Και φαίνεται ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, δίχως το σώμα, ούτε πάσχει ούτε προκαλεί κανένα πάθος, δεν οργίζεται, για παράδειγμα, ούτε δείχνει θάρρος, ούτε επιθυμεί, και γενικά δεν αισθάνεται. Κατεξοχήν η νόηση, όμως, φαίνεται πως ανήκει στην ψυχή, αλλά, αν και η νόηση είναι κάποιο είδος φαντασίας, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει χωρίς τη φαντασία, δε θα μπορούσε, ούτε αυτή, να υπάρχει χωρίς το σώμα. Αν, λοιπόν, κάποια από τις λειτουργίες ή τα πάθη της ψυχής της ανήκει, η ψυχή θα μπορούσε να υπάρχει ξέχωρα από το σώμα, αν, όμως, τίποτα δεν της ανήκει, δεν μπορεί να υπάρχει χωριστά, αλλά θα συμβαίνει με αυτή ότι και με το ευθύ, το οποίο, ως ευθύ, έχει πολλά κατηγορήματα, αγγίζει για παράδειγμα τη χάλκινη σφαίρα σε ένα σημείο, ενώ δε θα μπορεί να την αγγίζει έτσι, αν υπάρχει χωριστά, και είναι πράγματι αχώριστο, αφού ακριβώς, πάντα, βρίσκεται με κάποιο σώμα.
Φαίνεται έτσι πως, και τα πάθη της ψυχής, όλα συνδέονται με κάποιο σώμα, το θάρρος, η πραότητα, ο φόβος, ο οίκτος, η τόλμη, επίσης η χαρά και η αγάπη και το μίσος, γιατί, όταν εμφανίζονται αυτά, πάσχει και το σώμα με κάποιον τρόπο. Και σημάδι για αυτό είναι ότι, κάποτε, παρόλο που ενσκήπτουν ισχυρά και ζωηρά πάθη, καθόλου δεν ακολουθεί παροξυσμός ή φόβος, ενώ, άλλες φορές, ασήμαντες και αμυδρές αιτίες αρκούν για να προκαλέσουν κίνηση –όταν το σώμα ήδη βρίσκεται σε διέγερση, και είναι στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται ακριβώς όταν οργίζεται. Ακόμη περισσότερο, όμως, είναι φανερό το εξής: ενώ δε συμβαίνει τίποτε φοβερό, οι άνθρωποι δοκιμάζουν τα πάθη εκείνου που φοβάται. Κι αν έτσι έχει το πράγμα, είναι φανερό πως τα πάθη είναι μορφές που πραγματώνονται μέσα στην ύλη, ώστε οι ορισμοί τους έχουν ως εξής: η οργή, για παράδειγμα, είναι κάποια κίνηση συγκεκριμένου σώματος, ή μέρους ή ικανότητας του σώματος, που έχει μιαν ορισμένη αιτία κι έναν ορισμένο σκοπό» (σελ. 48-49).
Αριστοτέλης. Περί ψυχής.
Αθήνα, Ζήτρος, 2009, σελ. 41-53.