Οι περισσότεροι συμφωνούν πως το σώμα είναι η φυλακή του μυαλού ή και της ψυχής. Δεν συμμερίζομαι τη σιγουριά τους. Μπορεί να ισχύει το αντίθετο
Βιβλία και κόκκινο κρασί. Ένα από τα δύο, ή και τα δύο. Τα δώρα που ζητώ εδώ και χρόνια. Αλληλοσυμπληρούμενα, τα δύο συστατικά της ζωής, ή οι δύο παράλληλες ζωές, εκείνη που τρέχει, σπαταλιέται, χύνεται, βάφει, σημαδεύει για πάντα και η άλλη, εκείνη των βιβλίων, οι ακίνδυνες ματαιώσεις των άλλων, οι γεύσεις των λέξεων, οι μορφίνες του μυαλού.
Έχω φίλους που τα διαβάσματά τους δεν θα τα φτάσω σε τρεις ζωές. Ογδόντα βιβλία τον χρόνο, σταθερά. Και μια ζωή δυο πόντους έξω απ’ τη ζωή, για να δανειστώ έναν στίχο των αδελφών Κατσιμίχα. Αδέξιοι σε συναναστροφές, πιάνουν τις γωνίες τρομαγμένοι όταν πρέπει να συμμετάσχουν κάπου με τα σώματά τους και όχι με το μυαλό τους. Άλυτα σώματα, σαν παιδιά που τώρα μαθαίνουν να περπατάνε. Έχουν χίλιες διαφορετικές ζωές μέσα στο μυαλό τους, ταξινομημένες, ανά εποχή, ανά συγγραφέα, ανά φιλοσοφικό ρεύμα, ανά διαδρομή του στοχασμού.
Στον αντίποδα, εκείνοι που τελείωσαν με αυτά νωρίς, δεν εθίστηκαν στις μυρωδιές των τυπωμένων σελίδων, δεν μαγεύτηκαν από τους τόσους διαφορετικούς τρόπους που μπορούν να γίνονται τα πράγματα, δεν χρειάστηκαν ποτέ μια δεύτερη γνώμη. Θεωρούν πως παράγουν μόνοι τους όλο το οξυγόνο που χρειάζονται και μπορεί να ισχύει.
Εκεί έρχεται το κόκκινο κρασί, η ζαλάδα που ακούει όλες τις επιθυμίες του κορμιού σου, τα αληθινά τραύματα και η ηδονή που δεν αντικαθίσταται με τίποτα, ποτέ.
Όποτε το μυαλό μου απέρριψε κάτι αλλά το κορμί μου το ζήτησε, πάντα βγήκε σωστό το δεύτερο. Ακόμη κι ένα τραγούδι που θα έπρεπε να μη μου αρέσει γιατί έχει όλες τις παθογένειες και ευκολίες των τραγουδιών δίχως κανένα ειδικό βάρος, αλλά ασυνείδητα ανέβασα την ένταση του ραδιοφώνου στο αυτοκίνητο, τελικά έγινε ένα τραγούδι που κάτι είχε να πει στο σώμα μου. Νίκησε όλους τους θεωρητικούς πυλώνες μου και μπήκε σαν αέρας από ξεχασμένο, μισάνοιχτο παράθυρο.
Υπάρχουν περίοδοι που πέφτω με τα μούτρα στα βιβλία και άλλες που γίνομαι μια σφαίρα ικανή για όλα, τη μεγαλύτερη ζημιά.
Τις αναμνήσεις τις έχω από τις δεύτερες. Και την αδιαμεσολάβητη ζωή. Και την αντάρα.
Από τις πρώτες κρατάω το γαλήνεμα, την ασφάλεια της απόλαυσης, το μέλι που στάζει μια όμορφη φράση, φτιαγμένη από τους χυμούς των φωνηέντων και τις στυφές γευστικές αποχρώσεις των συμφώνων. Τις τρώω, και δεν είναι μεταφορικό αυτό. Τις φέρνω στο στόμα, τις κρατάω, τις καταπίνω ικανοποιημένος.
Οι περισσότεροι συμφωνούν πως το σώμα είναι η φυλακή του μυαλού ή και της ψυχής. Δεν συμμερίζομαι τη σιγουριά τους. Μπορεί να ισχύει το αντίθετο. Μπορεί αυτό να είναι ένα ακόμη βαθιά ριζωμένο στερεότυπο από τα τόσα με τα οποία προγραμματιστήκαμε στα απανωτά σχολεία που αναπαράγουν ίδια μοντέλα ανθρώπων. Εκείνα οι στερεότυπα που γαλούχησαν τη σιγουριά πως είμαστε στη σωστή πλευρά του ποταμού. Πως οι διαφορετικοί κάνουν το λάθος.
Δεν υπάρχει καμία γραμμή που χωρίζει το σωστό από το λάθος, κατασκευές είναι. Αλλά υπάρχει εκείνη που χωρίζει τη ζωή από το «σαν ζωή». Και δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται.