Την αγκάλιασα και τη φίλησα με πάθος. Την έσφιξα επάνω μου και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Αναρωτιόμουν τι σόϊ συναίσθημα ήταν αυτό που μου φούσκωνε τα στήθια. Δεν ήταν το γνωστό ερωτικό πάθος που έβγαζα μόλις τα χείλια μου ενώνονταν με αυτά της Μυρτώς. Ήταν το γεμάτο… αγάπη! Ναι, αυτό πρέπει νάταν το συναίσθημα που ένιωθα. Ανάμικτο από αδελφικό, ερωτικό, μητρικό, πατρικό… ένα μίγμα από όλα, η αγάπη. Μ’ έπνιγε αφόρητα και μου ανέβαζε δάκρυα. Αυτός ο ζωντανός ο χωρισμός ήταν όπως μου καθότανε, ένας μισός θάνατος.
Πίσω από το άπλυτο και θολό τζάμι της πόρτας, τους κοιτώ. Η Μυρτώ μου και ο αδελφός μου. Η ενέργεια που παράγουν τα συναισθήματα των τριών διαπερνούν πόρτες και παράθυρα. Ανακατεύουν και ανακατεύονται, επηρεάζουν και επηρεάζονται, δημιουργούν και δημιουργούνται. Χυμώδεις καταστάσεις διαφόρων συναισθημάτων. Νιώθω το απαλό ξεκίνημα προς τα μπρος. Σε λίγο δεν τους βλέπω, δεν βλέπω τίποτε. Τα δάκρυα μου κρύβουν κάθε εικόνα που τρέχει με ταχύτητα όπως αναπτύσσεται από την αμαξοστοιχία Νο 1004. Μια σιγή με σαν κάτι από αλγόριθμο χτύπημα πάνω στα κενά επιμήκυνσης των γραμμών να σπάνε εκκωφαντικά από την τσιριχτή φωνή της αμαξοστοιχίας. Και η μετάφραση σε ελεύθερη διασκευή