H φιλοσοφία δεν είναι μια δραστηριότητα εκτός χρόνου. Παρότι πολλά φιλοσοφικά ερωτήματα τα βλέπουμε να αναπαράγονται μέσα στην ιστορία, μπορούμε να παρατηρήσουμε μια εξέλιξη στη φιλοσοφία:
■ Στις απαρχές της δυτικής φιλοσοφίας (7ος – 6ος αιώνας π.Χ.) οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι έθεσαν πρώτοι μεταφυσικά και οντολογικά ερωτήματα.
■ Στην εποχή των σοφιστών και του Σωκράτη (5ος αιώνας π.Χ.) είχαμε μια στροφή προς την πρακτική φιλοσοφία και την ηθική.
■ Τον Μεσαίωνα κυριάρχησαν θεολογικά ερωτήματα.
■ Στη νεότερη εποχή, από τον Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιος) μέχρι τον Καντ (17ος – 18ος αιώνας), είχαμε μια στροφή προς τη γνωσιολογία.
■ O 19ος αιώνας έδωσε έμφαση στη φιλοσοφία της ιστορίας (π.χ. Χέγκελ). O 20ός αιώνας έδωσε έμφαση στη φιλοσοφία της γλώσσας, τη λογική και την κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Για αυτό ακριβώς και η γνώση της ιστορίας της φιλοσοφίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση οποιασδήποτε ουσιαστικής ενασχόλησης με τη φιλοσοφία.
Δύο απόψεις σε ένα κοινό ερώτημα
|
Το κοινό ερώτημα στο οποίο απαντούν και οι δύο παραπάνω απόψεις αφορά το εάν και κατά πόσο τα φιλοσοφικά ερωτήματα προκύπτουν από προβλήματα που υπάρχουν εκτός του πεδίου της φιλοσοφίας – δηλαδή από την κοινωνία στην ιστορική της εξέλιξη και από τις επιστήμες – ή εάν αντίθετα ανακύπτουν αποκλειστικά και μόνο στο εσωτερικό της φιλοσοφίας.
O Καρλ Πόπερ (1902 – 1994, Αυστρο-βρετανός φιλόσοφος) υποστηρίζει λοιπόν ότι τα φιλοσοφικά προβλήματα έχουν τις ρίζες τους εκτός της φιλοσοφίας και αφορούν ερωτήματα που ανακύπτουν λόγω της κοινωνικής ζωής ή της επιστημονικής παραγωγής.
Όταν μάλιστα οι κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν στην εμφάνιση τους εκλείψουν, παύουν να υπάρχουν και τα αντίστοιχα φιλοσοφικά ερωτήματα. Υποστηρίζει δηλαδή ο συγκεκριμένος φιλόσοφος τον στενό δεσμό ανάμεσα στη φιλοσοφία και το ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή αναπτύσσεται.
Είναι μια θέση που προσπαθεί να αναδείξει την ιδιαίτερη σχέση που διατηρεί η φιλοσοφία με τους άλλους χώρους της ανθρώπινης κοινωνικής και διανοητικής δραστηριότητας και σε αυτή τη βάση να καταδείξει την κοινωνική χρησιμότητα της φιλοσοφίας.
Από την άλλη πλευρά, ο Τζορτζ Μουρ (1873–1958, Βρετανός Φιλόσοφος) διατυπώνει την ακριβώς αντίθετη άποψη. Υποστηρίζει ότι τα φιλοσοφικά ερωτήματα ανακύπτουν αποκλειστικά μέσα στην ίδια τη φιλοσοφία και μέσα από τον διάλογο των φιλοσόφων ανά τους αιώνες. ΓΥ αυτό και η θέση του είναι ότι δεν είναι δυνατό χώροι εκτός φιλοσοφίας να θέσουν φιλοσοφικά ερωτήματα.
H φιλοσοφία, κατά τον Μουρ, δε δέχεται ερεθίσματα από την ιστορική εξέλιξη, αλλά μόνο από την εξέλιξη της συζήτησης και του στοχασμού των ίδιων των φιλοσόφων. Είναι μια θέση που προσπαθεί να αποδείξει την αυτοτέλεια της φιλοσοφίας απέναντι στις επιστήμες και συνολικά απέναντι στις υπόλοιπες ανθρώπινες κοινωνικές δραστηριότητες, και σε αυτή τη βάση να υποστηρίξει ότι υπάρχουν προβλήματα και ερωτήματα που είναι αποκλειστικά φιλοσοφικά.
Από τη σύγκριση των παραπάνω θέσεων γίνεται σαφές ότι η άποψη του Πόπερ προσεγγίζει πολύ περισσότερο την πραγματικότητα της φιλοσοφίας ως ιδιαίτερης πνευματικής ενασχόλησης μέσα στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών.
Τα προβλήματα που απασχολούν τους φιλοσόφους σχετίζονται με ερωτήματα, προβλήματα και ανάγκες που προκύπτουν από την κοινωνική ζωή, τις επιστήμες, την πολιτική και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Τα ερωτήματα της οντολογίας προκύπτουν από την ανάγκη μας να διερευνήσουμε την ειδική υπόσταση του εξωτερικού κόσμου, τα ερωτήματα της γνωσιολογίας από την ανάγκη να έχουμε μια σαφή εικόνα των γνωστικών και αντιληπτικών ικανοτήτων μας μέσα στην επιστημονική πρακτική και έρευνα* τα ερωτήματα της πρακτικής φιλοσοφίας και της ηθικής σχετίζονται με το αίτημα για μια δίκαιη κοινωνία και μια ορθή κοινωνική οργάνωση.
Τα ερωτήματα της φιλοσοφίας της γλώσσας ή της λογικής προκύπτουν από την ανάγκη να δούμε τα όρια της γλώσσας και τους όρους του ορθού λογισμού τόσο στη διατύπωση επιστημονικών θέσεων όσο και στην καθημερινή ζωή.
Μπορούμε όμως να κρατήσουμε και κάποια στοιχεία από την τοποθέτηση του Μουρ. H φιλοσοφία ασχολείται με τα προβλήματα και τα ερωτήματα που της έρχονται από χώρους εκτός της, από την κοινωνία ή τις επιστήμες, με έναν τρόπο ιδιαίτερο: Τα προσεγγίζει με τρόπο φιλοσοφικό, εξετάζει τους γενικούς όρους υπό τους οποίους προκύπτουν, τις συνολικές διαστάσεις τους ή τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορούν να τεθούν.
Εάν οι επιστήμες παράγουν νέες γνώσεις και θεωρίες, η φιλοσοφία ασχολείται με τους όρους κάτω από τους οποίους είναι εφικτή η επιστημονική γνώση. Αντίστοιχα, εάν οι πολιτικοί ή τα κοινωνικά κινήματα επιζητούν μια καλύτερη κοινωνία, προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές, η φιλοσοφία θέτει το πιο γενικό ερώτημα του εάν και πώς είναι εφικτή μια δίκαιη κοινωνία και στη βάση ποιων αρχών.
Επομένως, η φιλοσοφία είναι μια δραστηριότητα διακριτή, με τους δικούς της όρους θεωρητικής συγκρότησης και τους δικούς της τρόπους συζήτησης των επιστημονικών και κοινωνικών προβλημάτων.
Η άποψη του Γκότχολντ Εφραίμ Λέσινγκ για την ιστορία της φιλοσοφίας
■ «Χωρίς την ιστορία μένει κανείς ένα άπειρο παιδί. Και ιδιαίτερα χωρίς την ιστορία της φιλοσοφίας -που δεν είναι απλώς ιστορία της πλάνης και της αλήθειας- δε θα μάθει κανένας να εκτιμά τη ρώμη του ανθρώπινου νου…»
|
H άποψη αυτή του Λέσινγκ (Γερμανός συγγραφέας, δραματουργός, φιλόσοφος και κριτικός 1729 – 1781), δείχνει ακριβώς τη σημασία που έχει η ιστορία της φιλοσοφίας αλλά και την ανάγκη να τη μελετάμε. Για τον Λέσινγκ, η ιστορία της φιλοσοφίας δεν είναι απλώς μια ιστορία όπου η πλάνη συγκρούεται με την αλήθεια, μιας και κάτι τέτοιο θα την περιόριζε απλώς σε μια ιστορία ορισμένων θεωριών, που άλλες είναι ορθές και άλλες εσφαλμένες.
Η ιστορία της φιλοσοφίας είναι πολύ περισσότερο η ιστορία μιας συλλογικής διανοητικής προσπάθειας, του αγώνα του ανθρώπινου νου να απαντήσει σε μια σειρά από θεμελιακά ερωτήματα, για τα όρια της γνώσης, τα χαρακτηριστικά της αντίληψης και τη δύναμη της γλώσσας, ερωτήματα τα οποία προκύπτουν ανά τους αιώνες μέσα από την προσπάθεια κατανόησης του επιστητού, αλλά και από τη συλλογική συζήτηση για τη δυνατότητα να ζούμε σε μια καλύτερη κοινωνία.
Αυτό σημαίνει ότι η ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού δεν μπορεί να ιδωθεί ως μια ιστορία απόψεων που πλέον δεν ευσταθούν και έχουν μόνο ιστορικό ενδιαφέρον. Πρέπει να ιδωθεί ως η ιστορία διαφορετικών απόψεων και προσεγγίσεων σε ερωτήματα, που έστω με όρους τροποποιημένους διατηρούν την επικαιρότητα και τη σημασία τους.
Αρκεί να αναλογιστούμε ερωτήματα όπως τα ακόλουθα:
■ Πώς μπορώ να γνωρίζω;
■ Ποια τα όρια της σκέψης μου;
■ Υπάρχει δυνατότητα να θεμελιωθούν οι ηθικές προτάσεις;
■ Τι ορίζει μια δίκαιη κοινωνία;
■ Ποια η σχέση γλώσσας, κοινωνίας και εξωτερικής πραγματικότητας;
Αυτά τα ερωτήματα, που έστω και από διαφορετικές αφετηρίες απασχολούν όλους τους φιλοσόφους και μέσα από τις διαφορετικές απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτά ορίζουν το πεδίο της φιλοσοφίας, εξακολουθούν να έχουν τη σημασία τους.
H μελέτη της ιστορίας της φιλοσοφίας αποκαλύπτει τον πλούτο των απαντήσεων που δόθηκαν σε αυτά τα μεγάλα ερωτήματα της ανθρωπότητας μέσα στους αιώνες και με αυτό τον τρόπο οπλίζει και διευρύνει τη σκέψη μας και μας ωθεί να πάρουμε μέρος κι εμείς σε αυτό τον διάλογο που ακόμη συνεχίζεται.
Επίσης, η μελέτη της ιστορίας της φιλοσοφίας μάς ωθεί να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη να εξελίξουμε τα θεωρητικά και εννοιολογικά μας εργαλεία, να αποφύγουμε θέσεις και απόψεις που είναι αδύναμες και να προσπαθήσουμε ώστε οι επιστημονικές μας αποφάνσεις και οι θέσεις μας πάνω στα σύγχρονα κοινωνικά, ηθικά και υπαρξιακά ερωτήματα να είναι καλύτερα συγκροτημένες.
Εάν πιστεύουμε ότι αυτό που αποτελεί την πραγματική δύναμη του ανθρώπινου νου (τη «ρώμη» για την οποία μιλάει ο Λέσινγκ) είναι ο κριτικός στοχασμός και αναστοχασμός, τότε η μελέτη της ιστορίας της φιλοσοφίας είναι ένας βασικός τρόπος για να ενισχύσουμε αυτή τη δύναμη.