Μια τέχνη που θεραπεύει την ψυχή - Point of view

Εν τάχει

Μια τέχνη που θεραπεύει την ψυχή




Υπάρχει λοιπόν σίγουρα μια τέχνη που θεραπεύει την ψυχή, και αυτή είναι η φιλοσοφία. Όμως, δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε τη βοήθειά της έξω από εμάς, όπως κάνουμε με τις σωματικές ασθένειες· θα πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας για να μπορέσουμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι γιατροί του εαυτού μας.
Για τη φιλοσοφία, γενικότερα, είναι αλήθεια ότι στο έργο μου Ορτήνσιος έχω εξηγήσει, κατά τη γνώμη μου, ικανοποιητικά πόσο σοβαροί είναι οι λόγοι που μας επιβάλλουν να την ερευνήσουμε και να τη μελετήσουμε σε βάθος. Επιπρόσθετα, για τα πιο σπουδαία φιλοσοφικά ερωτήματα, έκτοτε δεν έχω πάψει σχεδόν ούτε στιγμή να συζητώ και να γράφω. Όμως, στα βιβλία αυτά που σου στέλνω περιέχονται αναλυτικά οι συζητήσεις που έκανα με τους φίλους μου στην έπαυλή μου στο Τούσκουλο.
Όπως κατά τις δύο προηγούμενες ημέρες ασχοληθήκαμε με τον θάνατο και τον πόνο, έτσι και αυτό το τρίτο κατά σειρά βιβλίο προέκυψε από τις συζητήσεις της τρίτης ημέρας.  Όταν, λοιπόν, κατέβηκα κατά το απογευματάκι στην Ακαδημία μου, ζήτησα να προτείνει κάποιος από τους παρόντες ένα θέμα για συζήτηση.
Ιδού πώς εξελίχθηκε η ακροαματική διαδικασία:
Α.: Κατά τη γνώμη μου, ο σοφός μπορεί να υποφέρει από θλίψη.
Μ.: Δεν φαντάζομαι να εννοείς ότι μπορεί να υποφέρει και από τις υπόλοιπες ψυχικές διαταραχές, όπως, για παράδειγμα, τον φόβο, τη φιληδονία και την οργή; Διότι αυτά, σε γενικές γραμμές, ανήκουν στην κατηγορία των αισθημάτων τα οποία οι Έλληνες αποκαλούν πάθη. Θα μπορούσα, ξέρεις, να τα πω και «ασθένειες» -αυτή μάλιστα θα ήταν η κατά λέξη μετάφραση-, όμως κάτι τέτοιο δεν θα συμφωνούσε με τις γλωσσικές μας συνήθειες. Οι Έλληνες θεωρούν ότι αισθήματα όπως ο οίκτος, ο φθόνος, η υπέρμετρη χαρά ή ο ενθουσιασμός είναι ασθένειες, με την έννοια ότι αποτελούν ψυχικές εκδηλώσεις οι οποίες δεν υπόκεινται στον έλεγχο της λογικής.Εκτιμώ ότι θα ήταν ορθότερο να χρησιμοποιήσουμε για όλες αυτές τις ψυχικές συγκινήσεις τον όρο «διαταραχή» και όχι «ασθένεια» με την τρέχουσα έννοια της λέξης – παρεκτός και έχεις αντίθετη άποψη.
A.: Όχι, συμφωνώ μαζί σου.
Μ.: Πιστεύεις, λοιπόν, ότι ο σοφός άνθρωπος προσβάλλεται από αυτές τις διαταραχές;
Α.: Και βέβαια το πιστεύω.
Μ.: Ε, λοιπόν, αν η περιβόητη σοφία απέχει τόσο λίγο από την παραφροσύνη, όπως υποστηρίζεις, κακώς την έχουμε σε τόσο μεγάλη υπόληψη.
Α.: Δηλαδή εσύ ισχυρίζεσαι ότι κάθε ψυχική διαταραχή αποτελεί ένδειξη παραφροσύνης;
Μ.: Δεν το ισχυρίζομαι μόνο εγώ- από όσο έχω καταλάβει όλοι οι πρόγονοί μας το ίδιο πίστευαν -κάτι που προκαλεί συχνά τον θαυμασμό μου-, κι ας έζησαν πολλούς αιώνες πριν από τον Σωκράτη, ο οποίος θεμελίωσε τη σύγχρονη ηθική φιλοσοφία.
Α.: Κι από πού, παρακαλώ, έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;
Μ.: Από τη διαπίστωση ότι ο όρος «παραφροσύνη» παραπέμπει σε ασθένεια του μυαλού [είναι, δηλαδή, μια νοσηρή κατάσταση των φρενών, στην οποία έχουν δώσει το όνομα «παραφροσύνη». Οι φιλόσοφοι, λοιπόν, αποκαλούν όλες τις ψυχικές διαταραχές «ασθένειες», και ισχυρίζονται ότι όλοι οι άφρονες πλήττονται από αυτές τις ασθένειες. Όμως, όποιος έχει κάποια αρρώστια δεν είναι υγιής, και οι ψυχές όλων των ανθρώπων που δεν διαθέτουν φρόνηση είναι άρρωστες. Άρα όλοι οι άφρονες είναι παράφρονες.] Και αυτό γιατί πίστευαν ότι η υγιής ψυχή δια-κρίνεται από ηρεμία και σταθερότητα, και χρησιμοποίησαν τον όρο «παραφροσύνη» για να περιγράψουν τη διανοητική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από την έλλειψη αυτών των δύο στοιχείων αφού, όπως συμβαίνει με το σώμα, έτσι και στην περίπτωση της ψυχής η διαταραχή δεν μπορεί να θεωρηθεί δείγμα υγείας.
Εξίσου επιτυχείς θεωρώ και τους όρους «άνοια» και «παράνοια», οι οποίοι περιγράφουν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια ψυχή ολότελα στερημένη από τα φώτα του πνεύματος. Επομένως, είναι κατανοητό ότι εκείνοι που επινόησαν αυτούς τους όρους για τις συγκεκριμένες ψυχικές καταστάσεις συμφωνούσαν με την άποψη την οποία πήραν οι Στωικοί από τον Σωκράτη για να την υιοθετήσουν στη συνέχεια και οι ίδιοι- ότι, δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι που δεν διαθέτουν φρόνηση είναι «άρρωστοι». Διότι μια άρρωστη ψυχή —αφού, όπως έλεγα προηγουμένως, οι φιλόσοφοι αποκαλούν όλες αυτές τις διαταραχές «ασθένειες»- δεν είναι υγιέστερη από ένα άρρωστο σώμα. Άρα η φρόνηση είναι η υγεία της ψυχής και η έλλειψή της συνιστά νόσημα, παραφροσύνη και παράνοια. Οι λατινικοί όροι είναι πολύ πιο ακριβείς γι’ αυτά τα θέματα από ό,τι οι ελληνικοί, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Αλλά η συζήτηση αυτή δεν είναι της παρούσης. Ας επιστρέψουμε στο θέμα μας.
Άρα την ακριβή απάντηση στο ερώτημά μας θα μας τη δώσει η ίδια η σημασία της λέξης «σώφρων». Εφόσον είναι σαφές ότι αποκαλούμε «σώφρονες» τους ανθρώπους των οποίων το μυαλό δεν έχει βλαφθεί από κάποια νοσηρή διαταραχή, η λέξη «παράφρων» δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε όσους, αντιθέτως, πάσχουν από κάποια διαταραχή. Οπότε, τι καλύτερο από τη λατινική έκφραση «εκτός εαυτού» για να περιγράφουμε ανθρώπους που έχουν παραφρονήσει από ερωτικό πάθος ή οργή; (Αν και η οργή είναι κι αυτή μια μορφή λαγνείας, αφού ορίζεται ως «πόθος για εκδίκηση». ) Όταν λέμε ότι κάποιοι άνθρωποι είναι «εκτός εαυτού», εννοούμε ότι δεν ελέγχουν το μυαλό τους, στο οποίο η φύση ανέθεσε την ηγεμονία της ψυχής.
Τώρα, όσο για την ετυμολογία της ελληνικής λέξης μανία, δεν είμαι σε θέση να σου την πω αυτή τη στιγμή: διότι και τη «μανία» εμείς την ορίζουμε ορθότερα από τους Έλληνες, αφού κάνουμε διάκριση μεταξύ μανίας και «αφροσύνης» – η οποία παραπέμπει και στην ανοησία, και, ως εκ τούτου, είναι γενικότερη έννοια. Οι Έλληνες προσπαθούν να τα ξεχωρίσουν αυτά τα δύο, αλλά αποτυγχάνουν παντελώς στην επιλογή του όρου: ό,τι λέμε εμείς «μανία» εκείνοι το λένε μελαγχολία. Ωσάν το μυαλό να επηρεάζεται μόνο από τη μέλαινα χολή και όχι, όπως συμβαίνει συχνά, από την οργή, τον φόβο, ή τον πόνο, τα οποία έχουν πολύ μεγαλύτερη δύναμη: σκέψου, για παράδειγμα, τα περιστατικά μανίας του Αθάμαντα, του Αλκμαίωνα, του Αίαντα ή του Ορέστη. Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση απαγορεύεται, σύμφωνα με τη Δωδεκάδελτο, να διατηρήσει την κυριότητα της περιουσίας του, και το κείμενο δεν γράφει «αν είναι άφρων», αλλά «αν δεν έχει σώας τας φρένας». Διότι σκέφτηκαν πως η αφροσύνη, αν και υποδηλώνει έλλειψη πνευματικής σταθερότητας, άρα και υγείας, μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να ανταποκριθεί μέχρις ενός σημείου στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της καθημερινής ζωής· ενώ, αντιθέτως, θεώρησαν ότι η μανία συνιστά καθολική τύφλωση του πνεύματος.
Και μολονότι η μανία μπορεί να φαίνεται χειρότερη από την αφροσύνη, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι από αυτή κινδυνεύει ο σοφός άνθρωπος, ενώ από την αφροσύνη όχι. Όμως, αυτό είναι άλλο θέμα: ας ξαναγυρίσουμε σε αυτά που λέγαμε πριν.
Προηγουμένως είπες, αν δεν κάνω λάθος, ότι. κατά την άποψή σου ο σοφός μπορεί να υποφέρει, από θλίψη.
Α.: Αυτό ακριβώς πιστεύω.
Μ.: Είναι ανθρώπινο να σκέφτεσαι έτσι. Άλλωστε, δεν είμαστε φτιαγμένοι κι από πέτρα, η φύση έπλασε τρυφερές και μαλακές τις ψυχές μας, γι’ αυτό και τις αναστατώνει τόσο η καταιγίδα της θλίψης. Δεν είναι τυχαίο που ο Κράντωρ, ο οποίος κατείχε την πιο διακεκριμένη θέση στην Ακαδημία μας, έγραψε: «Δεν συμφωνώ καθόλου με εκείνους οι οποίοι εκθειάζουν την αναλγησία. Αυτό το συναίσθημα δεν μπορεί -ούτε και θα έπρεπε- να υπάρχει. Μακάρι να μην αρρωστήσω ποτέ μου· όμως, αν τύχει και μου συμβεί αυτό, εύχομαι να μπορώ να νιώθω όλα όσα ένιωθα και πριν, ακόμη κι αν πρόκειται να με χειρουργήσουν ή να με ακρωτηριάσουν. Διότι η απάθεια έχει πολύ υψηλό τίμημα: προϋποθέτει κτηνώδη ψυχή κι αναίσθητο σώμα». Προσοχή όμως μήπως αυτά τα λόγια χρησιμοποιηθούν ως επιχείρημα από εκείνους που επικροτούν τις αδυναμίες μας και κολακεύουν την ασθενή μας φύση – εμείς πρέπει να βρούμε το θάρρος όχι μόνο να κλαδέψουμε τους κλώνους της αθλιότητας, αλλά και να την ξεριζώσουμε τελείως από μέσα μας. Ωστόσο, ακόμη και τότε, όλο και κάτι θα μείνει- τόσο βαθιές είναι οι ρίζες της αφροσύνης. Τουλάχιστον, ας μείνει ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο.
Πάντως, αυτό βάλ’ το καλά στο μυαλό σου: η δυστυχία μας δεν πρόκειται να πάρει τέλος αν δεν θεραπευθεί πρώτα η ψυχή μας, κι αυτό μόνο με τη φιλοσοφία μπορούμε να το πετύχουμε. Αφού κάναμε λοιπόν την αρχή, ας αφεθούμε στα χέρια της για να μας θεραπεύσει. Θα γίνουμε σίγουρα καλά, αρκεί να το θέλουμε.
***
Κικέρων -Το φάρμακο της λύπης. 
Τρίτη Τουσκουλανή διατριβή. μετάφραση: Όλγα Παπακώστα. Ωκεανίδα
0 Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (Marcus Tullius Cicero) γεννήθηκε στο Αρπίνο (80 χλμ. νοτιοανατολικά της Ρώμης), στις 3 Ιανουαρίου του 106 π.Χ. Η οικογένειά του ανήκε στην τάξη των ιππέων. Σπούδασε στη Ρώμη ρητορική, φιλοσοφία και νομικά δίπλα σε διακεκριμένους δασκάλους. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δικηγόρος το 81 π.Χ. και κατάφερε σχεδόν αμέσως να εδραιώσει τη φήμη του ως ρήτορας. Ταξίδεψε για μια διετία (79-77 π.Χ.) στην Ελλάδα και τη Μ. Ασία, ολοκληρώνοντας τις φιλοσοφικές και ρητορικές του σπουδές. Όταν επέστρεψε στη Ρώμη άρχισε τον cursus honorum του (= την άνοδό του στην ιεραρχία των ρωμαϊκών αξιωμάτων) ως homo novus (= «νέος άνθρωπος», όρος που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για όσους κατόρθωναν να επιβληθούν στην πολιτική σκηνή και να ανέλθουν κοινωνικά χωρίς να διαθέτουν αριστοκρατική καταγωγή). Σε ηλικία τριάντα ετών (76 π.Χ.) εξελέγη ταμίας (quaestor) στη Σικελία. Το 69 π.Χ. έγινε αγορανόμος (aedilis curulis) και το 66 π.Χ. δικαστής (praetor). Το 63 π.Χ. εξελέγη ύπατος και κατέστειλε τη συνωμοσία του Κατιλίνα. Αν και αρχικά χαιρετίστηκε ως pater patriae (= «πατέρας της πατρίδας»), το 58 π.Χ. εξορίστηκε από τους εχθρούς του, με το επιχείρημα ότι η εκτέλεση των οπαδών του Κατιλίνα ήταν νομικά επιλήψιμη. Μετά από δεκαεπτά μήνες (57 π.Χ.) επιστρέφει από τη Θεσσαλονίκη, όπου εξέτινε την ποινή του, στη Ρώμη. Έναν χρόνο προτού ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος υπηρέτησε ως ανθύπατος στην Κιλικία (5150 π.Χ.). Στη διαμάχη μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου, πήρε το μέρος του Πομπήιου. Αν και το 47 π.Χ. συμφιλιώθηκε με τον Καίσαρα, στο διάστημα της δικτατορίας του προτίμησε να αποσυρθεί από την πολιτική και να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία και τη συγγραφή. Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα επανήλθε στο προσκήνιο για να προσφέρει την υποστήριξή του στον Οκταβιανό και να αγωνιστεί εναντίον του Αντωνίου. Έγραψε 107 λόγους, θεωρητικά συγγράμματα για τη ρητορική τέχνη, φιλοσοφικές πραγματείες, 774 επιστολές, ποιήματα, ιστορικά έργα, ένα γεωγραφικό σύγγραμμα. Μιλούσε άπταιστα ελληνικά και ασχολήθηκε με μεταφράσεις. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε δύο παιδιά από την πρώτη του σύζυγο, τον Μάρκο και την Τυλλία. Τον δολοφόνησαν άνθρωποι του Αντωνίου στις 7 Δεκεμβρίου του 43 π.Χ.
Οι Τουσκουλανές Διατριβές
Τον Ιούλιο του 45 π.Χ., πέντε μήνες μετά τον θάνατο της Τυλλίας, ο Κικέρων άρχισε να γράφει τις Τουσκουλανές Διατριβές, μια φιλοσοφική πραγματεία με θέμα τις προϋποθέσεις της ευτυχίας. Το έργο αποτελείται από πέντε βιβλία. Το πρώτο αναφέρεται στον φόβο του θανάτου, το δεύτερο στον σωματικό πόνο, το τρίτο στο συναίσθημα της λύπης, το τέταρτο στα υπόλοιπα ψυχικά πάθη. Στο πέμπτο τίθεται το ερώτημα αν αρκεί η αρετή για να είναι κανείς ευτυχισμένος. (Ναι, αρκεί, μας πληροφορεί ο Κικέρων.) Πρόκειται για μια σειρά από φιλοσοφικές συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα στην έπαυλη του Κικέρωνα στο Τούσκουλο.

Pages