Ἡ ἀγένεια θεωρεῖται ἀπὸ πολλὰ παιδιὰ, ἰδίως ἀπὸ κορίτσια, χαριτωμένη! Καὶ μοῦ ἐξιστορεῖ ἡ καθηγήτρια, ποὺ ἔχει οἰκογενειακὴ πνευματική παράδοση δύο αἰώνων, τὰ ἐξῆς:
Προφανῶς ἡ καθηγήτρια ἔψαχνε τὰ χαρτομάντηλά της νὰ σκουπίσει τὰ δάκρυά της. Μιὰ ἄλλη μαθήτρια, ἀλβανικῆς καταγωγῆς, ἀπὸ τὴν εὐγενῆ φάρα τῶν Τσάμηδων, προφανῶς, σὲ ἀνάλογη παρατήρηση φώναξε σθεναρῶς: «Ἐγώ μιλάω; Ἄαα ὅλο ἐγὼ φταίω ἐδῶ. Ἐγὼ θὰ πληρώνω τὰ ψυχολογικά σας;». Κι ἔφυγε κι αὐτὴ ἀπὸ τὴν τάξη σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας. Ὡστόσο, τὸ πρόβλημα τῆς ἀπρέπειας ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ σχολείου. Παράλληλα ξεχείλισε σὰν βόθρος καὶ ἡ ἀμάθεια. Μοῦ γράφει ἡ ταλαίπωρη καθηγήτρια ὅτι τὶς ἡμέρες τοῦ Ε.Σ.Ρ. βαρέθηκε νὰ ἀκούει τὸν νέο τρόπο κλίσης τῶν ὀνομάτων: τὸν Βύρων, τοῦ Βύρων! Πρόκειται γιὰ τὸν ἀτυχῆ Πολύδωρα. Τουλάχιστον δὲν κρατοῦσαν τὸ ἄκλιτο Byron; Ἡ ἴδια καθηγήτρια μπῆκε σ’ ἕνα γραφεῖο τελετῶν, δηλαδὴ κηδειῶν, κι ἔκανε μιὰ ὑπόδειξη στὸν «τελετάρχη» νὰ μὴ γράφουν στὰ νεκρόσημα – Σταυρούλα χήρα τοῦ… Σπυρίδων, ἀλλὰ τοῦ Σπυρίδωνος». Ὁ τελετάρχης ἀπόρησε καὶ ρώτησε γιατὶ; Καὶ ὑπομονετικὰ ἡ καθηγήτρια τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἡ γενικὴ κάνει Σπυρίδωνος, ἀλλὰ ὁ τελετάρχης τὴν ἀποστόμωσε: «Ἐπὶ Ζολώτα δὲν λέγαμε ὁ Ξενοφῶν, τοῦ Ξενοφῶν;». Τέζα ἡ ἐγγράματη φιλόλογος, ποὺ τὸ ἴδιο βράδυ δέχτηκε κι ἄλλο κτύπημα. Ἄκουσε ἀπὸ τοπικό ραδιοφωνικὸ σταθμὸ ὅτι τὸ τάδε σκάφος προσάραξε στὸ τάδε νησί γιὰ νὰ κάνει διακοπὲς ὁ ἰδιοκτήτης του! Σία κι ἀράξαμε, ποὺ λέγαμε παλιὰ. Ὅμως τὴν ἐχθρολεξία καλλιεργοῦν συχνὰ οἱ ἐκπαιδευτικοί. Ἡ ἐπιστολογράφος προσθέτει ὅτι ἄκουγε ἐπὶ ἔτη φιλόλογο νὰ λέει «μετὰ Χριστοῦ» (ποὺ σημαίνει μαζί μὲ τὸν Χριστὸ) καὶ νὰ γράφει ὅτι τὸ τάδε ἐξαιρετικὸ παιδί εἶναι ἀγυιόπαιδο, δηλαδή παιδί τοῦ δρόμου, ἀλητόπαιδο, ἐνῶ ἤθελε νὰ γράψει… ἁγιόπαιδο. Προφανῶς, ὁ φίλος τοῦ λόγου (φιλόλογος) ἦταν ἐχθρὸς τοῦ λόγου (ἐχθρολόγος).