Ο Γκλεμπ και η Νάντια Νερζίν δεν είχαν ζήσει μαζί παρά ένα χρόνο, στις παραμονές του πολέμου, μέσα στη δίνη των διπλωματικών τους εξετάσεων. Στη διάρκεια του πολέμου, με την ευκαιρία μιας περιόδου ηρεμίας στο μέτωπο του Δνείπερου, η Νάντια, με πλαστά χαρτιά, κατορθώνει να συναντήσει τον Γκλεμπ, και να ζήσουν οι δυο τους «τις σύντομες ημέρες μιας κλεμμένης ευτυχίας»...
Ύστερα το καμίνι παίρνει πάλι φωτιά, ο Γκλεμπ εξαφανίζεται, και δεν θα ξανασυναντηθούν πια παρά μόνο στη φυλακή. Σύντομες συναντήσεις, θερμές, στην αρχή αρκετά συχνές όταν μέσα στη σχετική αταξία που ακολουθεί τον πόλεμο, ο Γκλεμπ βρίσκεται σ’ ένα μικρό στρατόπεδο στην περιφέρεια της πρωτευούσης. Τον κυριεύει μια τρυφερότητα, «φιλούσε τα χέρια της γυναίκας του και παρακολουθούσε τις σπίθες που άναβαν στα μάτια της».
Κι αμέσως ύστερα, υπέρτατη απόδειξη αγάπης, αγάπης που παραιτείται από κάθε κτητικό δικαίωμα, όχι μόνο σαρκικό αλλά και ηθικό, ο καθένας αποδίδει στον άλλον την ελευθερία του. «Μην καταστρέψεις τα νιάτα σου, λέει ο Γκλεμπ στην Νάντια. Άφησέ με! Ξαναπαντρέψου». Κι εκείνη, που έχει δει γυναίκες ανάμεσα στους κρατουμένους, του γράφει. «Επιμένω να μου απιστήσεις».
Αυτός ακριβώς ο σεβασμός του άλλου και της ελευθερίας του, στάθηκε στήριγμα στην πίστη τους όταν αργότερα ο Γκλεμπ έφυγε από τη Μόσχα για το Βορρά κι έπαψαν να βλέπονται. Τώρα βρίσκεται πάλι κοντά στη Μόσχα, στη «σαράσκα», δεν μπορεί όμως να δει τη γυναίκα του παρά μόνο μια φορά το χρόνο, για μισή ώρα, και σύμφωνα με το νέο κανονισμό δεν έχει ούτε καν το δικαίωμα να τη φιλήσει. Περιπλάνηση στην έρημο, όπου η συζυγική πίστη φτάνει στο αποκορύφωμα της συνειδήσεως. «Ξέρετε κάτι, λέει ο Γκλεμπ, νόμιζα πως όλα τα είχα πάρει απόφαση. Υπάρχει όμως ένα στην καρδιά μου που ζει και δεν μπορεί να πεθάνει: η αγάπη μου για τη γυναίκα μου». Και η Νάντια σκέπτεται, επικαλείται, «εκείνο που δεν ήταν ούτε αυτός ούτε αυτή, αλλά αυτός κι αυτή μαζί, και που το λένε αγάπη»
Μέσα σ’ αυτήν τη «ντελικάτη γυναίκα», ωριμάζει «μια αποφασιστικότητα από γρανίτη» και ο αξιωματικός της πολιτικής αστυνομίας που διοικεί το κέντρο του Μαρβίνο κι ύστερα συναντά τυχαία τη Νάντια στον υπόγειο σιδηρόδρομο, ξαφνιάζεται με την καυτή, αγανακτισμένη ματιά που του ρίχνει όταν της απευθύνει το λόγο: «Μα ποια δύναμη την έδενε με τέτοιο πείσμα, με τέτοια λύσσα, με κάποιον που δεν θα ξανάβρισκε παρά μετά από χρόνια και που δεν θάκανε τίποτ’ άλλο παρά να της καταστρέψει τη ζωή;»
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ» ΤΟΥ ΟΛΙΒΙΕ ΚΛΕΜΑΝ