Αμαρτία λοιπόν κατά τους Πατέρες, είναι η προσωπική αποτυχία του ανθρώπου να ζήσει τον τριαδικό τρόπο ύπαρξης με τον οποίο είναι δημιουργημένος, αγαπώντας τους άλλους και αγαπώμενος από τους άλλους.
Πριν να μεταστραφεί στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, ως ειδωλολάτρης είχε μια άστατη και άσωτη ζωή με αποτέλεσμα σε πολύ νεαρή ηλικία να αποκτήσει εξώγαμο.
Για να καθησυχάσει την ανήσυχη συνείδησή του έγινε οπαδός του Μανιχαϊσμού, μιας θρησκευτικής αίρεσης του 3ου αιώνα μ.Χ. που ήταν ένα κράμα από θρησκευτικές αντιλήψεις της Περσικής θρησκείας, τις θρησκείες της Ασίας και τον Χριστιανισμό.
Δίδασκε τον δυισμό δηλαδή πως υπάρχουν δύο αντίθετες αρχές, δυο θεοί, ο καλός και ο κακός θεός που είναι δημιουργός του κόσμου.
Ο άνθρωπος ανήκει σωματικά στον κόσμο του σκότους, γι’ αυτό και η αμαρτία δεν νικιέται με την ελεύθερη βούληση του.
Η αμαρτία και το κακό είναι αναπόφευκτα στην ανθρώπινη ζωή.
Στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει αυτό το θαύμα, υπήρξε ο πρώτος που άρχισε να δίνει ψυχολογικές ερμηνείες σ’ αυτή την κίνηση του ανθρώπου προς τη σωτηρία.
Αυτές τις ερμηνείες τις προσέλαβε αργότερα η Δυτική Θεολογία και τις αυτονόμησε.
Για τους μη γνωρίζοντες αξίζει εδώ να πούμε, πως ο σχολαστικισμός ήταν ένα φιλοσοφικο – θεολογικό σύστημα που αναπτύχτηκε στην Δυτική Ευρώπη από τον 11ο αιώνα έως τον 13ο.
Βασική αρχή του ήταν ο τρόπος έρευνας και η μέθοδος γνώσης που είναι η λογική, η οποία θεωρείται ως μέτρο και όργανο της γνώσης του κόσμου, των επιστημών αλλά και του Θεού.
Οι σχολαστικοί μελετούσαν τον Θεό και όλα τα θέματα της Θεολογίας διά του στοχασμού, της λογικής, του ορθού λόγου χρησιμοποιώντας την κλασσική μεταφυσική που είχε αναπτυχτεί από τον Πλάτωνα αλλά ιδιαίτερα τον Αριστοτέλη.
Μ’ αυτό τον τρόπο, οι σχολαστικοί θεολόγοι έκαναν κατάχρηση της διαλεκτικής μεθόδου για να κατανοήσουν λογικά, τα σχετικά που αφορούσαν τον Θεό.
Ταύτιζαν δηλαδή την μεθοδολογία της γνώσης τόσο για το Θεό όσο και για τον κόσμο.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή τη διδασκαλία ο Θεός θέλει να χαρίσει στον άνθρωπο μια αιώνια ευτυχία, γι’ αυτό άλλωστε έχει προχωρήσει και στην δημιουργία του, και την δυνατότητα μιας σχέσης μαζί του.
Και πως θα συμβεί αυτό;
Με μια δοκιμασία που του υποβάλλει ο Θεός και αυτή δεν είναι άλλη από την εντολή του πως μπορεί να γευτεί όλους τους καρπούς από τα δέντρα του κήπου της Εδέμ, εκτός από τους καρπούς του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού.
Από την υποταγή στην εντολή αυτή του Θεού θα φανεί αν ο άνθρωπος είναι άξιος της σχέσης του με το Θεό.
Επειδή όμως αυτός που έθεσε την εντολή είναι ο Θεός που θεωρείται η υπέρτατη αρχή του κόσμου σύμφωνα με το πλατωνικό σχήμα του υπέρτατου αγαθού που ακολουθεί η σχολαστική θεολογία, η τιμωρία δεν μπορεί να είναι πρόσκαιρη, αλλά αιώνια, δηλαδή διαρκής και αιώνια αποξένωση από τον Θεό.
Έτσι ο θάνατος προσφέρεται ως τιμωρία στον άνθρωπο και κληρονομείται αυτό σε όλες τις γενεές των ανθρώπων, κατά ένα ψυχολογικό τρόπο.
Επειδή όμως το μέγεθος αυτής της προσβολής είναι άπειρο, πρέπει και η ικανοποίηση που απαιτείται να είναι άπειρη.
Για να εξιλεωθεί ο δίκαιος Θεός για την προσβολή που του έγινε από την παράβαση του ανθρώπου, χρειάζεται μια θυσία άπειρου μεγέθους και αξίας, την οποία όπως είναι φυσικό δεν μπορεί να υποστεί ο «μικρός» άνθρωπος – αφού είναι πεπερασμένος – και να την προσφέρει στον «τέλειο» Θεό.
Είναι επομένως αδύνατον να βρεθεί μέσα στην ιστορία τέτοιο τίμημα, τέτοια αποπληρωμή, τέτοια θυσία που να εξαλείψει το χρέος και την ενοχή του ανθρώπου για να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη.
Έτσι ο Θεός – επειδή λόγω της μεγάλης αγάπης που έχει προς το δημιούργημά του θέλει να το σώσει – προκειμένου να ικανοποιήσει την τρωθείσα δικαιοσύνη του, αποφασίζει να θυσιάσει τον Μονογενή Υιό του δια του σταυρού.
Τοιουτοτρόπως η θυσία του σταυρού εξιλεώνει τον άνθρωπο και δια του Χριστού όλο το ανθρώπινο γένος απαλλάσσεται πλέον από την οργή του Θεού.
Αυτό που σήμερα ονομάζουμε «Δυτικός Πολιτισμός» θεμελιώθηκε πάνω σ’ αυτό το σύμπλεγμα ενοχής.
Η αθεΐα μόνο σε έναν τέτοιο πολιτισμό μπορεί να εμφανιστεί, ως απελευθέρωση του ανθρώπου, από τα δεσμά της τιμωρίας.
Η αμαρτία έπαψε πλέον να λειτουργεί ως αποτυχία, όπως την αντιλαμβάνεται η Πατερική Ανατολική Θεολογία (πέφτω, σηκώνομαι, ξαναπέφτω, ξανασηκώνομαι, αποτυγχάνω, προσπαθώ να επιτύχω, ξαναποτυγχάνω, ξαναπροσπαθώ να επιτύχω), και πήρε την έννοια της παραβάσεως, μιας παραβάσεως που συνοδεύεται με όλα τα συμπλέγματα ενοχής που διαμορφώνει στον άνθρωπο, και κυρίως το φοβερό σύμπλεγμα ενός σαδιστή πατέρα, που θυσιάζει τον γιο του για να ικανοποιήσει τη δικαιοσύνη του και που ενώ καλεί τον άνθρωπο να είναι συγχωρητικός αυτός ο άπειρος και τέλειος δεν μπορεί να κάνει κάτι αντίστοιχο.
Κι αυτό συμβαίνει είτε την δέχεσαι αυτή την ερμηνεία είτε την αρνείσαι.
Πάλι εξαρτάσαι από την ερμηνεία.
Είτε δηλαδή δέχεσαι αυτόν το Θεό τον τρομοκράτη, είτε τον αρνείσαι, αυτόν τον τρομοκράτη Θεό στην ουσία δέχεσαι ή αρνείσαι. Αυτό έχει ως συνέπεια να αγνοείς τον Θεό και να μην γνωρίζεις ποτέ ποιος είναι, αφού ούτε τον Θεό γνωρίζεις όταν τον δέχεσαι, ούτε τον Θεό αρνείσαι αφού δεν ξέρεις τι αρνείσαι.
Είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν γνωρίζουμε πότε η ανθρωπότητα θα μπορέσει να δραπετεύσει και να βγει από αυτόν.