Ποιο είναι το «αμάρτημά» του;
Ότι σε μια εποχή θρησκευτικής υποκρισίας και μισαλλοδοξίας τολμάει και λέει αλήθειες, και στηλιτεύει πράγματα και καταστάσεις που κακοφορμίζουν στο σώμα της Εκκλησίας, κάτι που όπως είναι φυσικό ενοχλεί το Εκκλησιαστικό κατεστημένο, το οποίο είναι τόσο εξουσιολάγνο, με αποτέλεσμα να βλέπει και να διακηρύττει πως όλα είναι υπέροχα μέσα στην Εκκλησία.
Όσοι δε επιτίθενται στον π. Βασίλειο Θερμό, έχουν την αφέλεια να πιστεύουν πως έτσι υπερασπίζονται την Εκκλησία και επιτελούν θεάρεστο έργο, χωρίς να αντιλαμβάνονται οι δυστυχείς πως πασχίζουν να υπερασπιστούν τα στενά συντεχνιακά συμφέροντα του Εκκλησιαστικού κατεστημένου.
Λησμονούν βέβαια όλοι αυτοί, πως Εκκλησία χωρίς διάλογο, αυτοκριτική και μετάνοια είναι αδύνατον να υπάρξει.
Έτοιμοι πάντα όχι να δούμε και να σκύψουμε στα τραύματά μας, αλλά να αντιδράσουμε σε κάθε «επίθεση», που μπορεί να μην είναι επίθεση αλλά καλοπροαίρετη κριτική.
Χάνουμε έτσι την ευκαιρία να προβληματισθούμε γόνιμα και να έλθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα.
Προτιμούμε να ζούμε σ’ έναν ψεύτικο κόσμο, στο δικό μας κόσμο, κλεισμένοι στο καβούκι μας, τις στιγμές που γύρω μας η καταιγίδα παρασύρει τα πάντα.
Ακόμη και τους οφθαλμοφανείς, “σεσηπότες και οδωδότες” μώλωπες έχουμε την τάση να τους συγκαλύπτουμε ή, ακόμα χειρότερα, να τους ωραιοποιούμε.
Είναι και η νεύρωση της τελειομανίας που μας κατατρύχει και δε μας αφήνει να δούμε τα “ασθενή και ελλείποντα”».
Το απόσπασμα το οποίο θα εκθέσουμε παρακάτω, είναι από το βιβλίο του π. Βασίλειου Θερμού «Οδύνη σώματος Χριστού» και ασχολείται με τη σχέση του κληρικού με τις γυναίκες της ενορίας του και τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη σχέση αυτή.
Καλή ανάγνωση.
Νομίζω ότι αποτελεί ζήτημα δικαιοσύνης να αρχίσουμε από τις γυναίκες.
Είναι αυτές που μας πλαισιώνουν στις ακολουθίες, αυτές που συμπαρίστανται στα ενοριακά έργα, αυτές που κατ’ εξοχήν προσέρχονται στην εξομολόγηση.
Ας μου συγχωρεθεί να ισχυριστώ ότι στις σχέσεις μας με τις γυναίκες συχνά επικρατεί κάποια αντίφαση και αμηχανία.
Άλλοτε τις αφήνουμε να ελέγχουν τα πάντα και τις καθιστούμεπαντοδύναμες, ανοίγοντας το δρόμο για ζήλειες και ανταγωνισμούς και άλλες δυσάρεστες και επικίνδυνες καταστάσεις, και άλλοτε τις αντιμετωπίζουμευποτιμητικά και περιφρονητικά, σχεδόν με αχαριστία.
Δηλαδή υποτιμούμε και περιφρονούμε τη γυναίκα για να μην παγιδευτούμε από αυτήν.
Η πιο απλή και εύλογη συνέπεια της περιθωριοποίησης της γυναίκας θα ήταν να αναπτύξει δυσλειτουργικούς τρόπους αυτοεπιβεβαίωσης.
Αλλά τα όποια ελαττώματα δεν είναι λόγος να υποβαθμίζονται τα χαρίσματα των μισών παιδιών της Εκκλησίας.
Αν δεν τα αναγνωρίσει η ίδια η Εκκλησία και δεν τα προωθήσει αφ’ εαυτής, υπάρχει κίνδυνος να θελήσει να τα λάβει αυτόβουλα και ανταγωνιστικά η γυναίκα μόνη της, πράγμα που σημαίνει πρακτικά τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία ένα φεμινιστικό κίνημα εκ των έσω.
Κάποιοι δυστυχώς δεν είναι δυνατό να σηκώσουν το βάρος μιας θεολογικής και ψυχολογικής αποδοχής του έρωτα των πιστών χωρίς να κινδυνεύσει η δική τους αγνότητα.
Η προσπάθεια να τα συμβιβάσουν όλα έχει ως αποτέλεσμα να νοθεύεται η θεολογία τους.
Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν τον πιστό για να ορθοποδήσουν οι ίδιοι.
Όσοι κληρικοί φοβούνται τη γυναίκα έχουν πετύχει να πείσουν πολλούς έγγαμους πως οι δικές τους αντιλήψεις και μόνο αποτελούν Θεολογία της Εκκλησίας.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ιδιωτικές θεολογίες.
Αρκετοί πνευματικοί, σήμερα, τη γυναίκα που έχει σεξουαλικότητα και παίρνει πρωτοβουλία για συζυγική σχέση την αισθάνονται χυδαία, σχεδόν πόρνη.
Τους τρομάζει και μόνο το γεγονός ότι μια γυναίκα έχει επιθυμία δική της διότι αισθάνονται ότι θα τους καταπιεί.
Έτσι καταλήγουν, με τις συμβουλές που δίνουν, είτε να καταστρέφουν τη σχέση των συζύγων είτε να τους εγκαταλείπει το ζευγάρι (ενίοτε εγκαταλείποντας και την Εκκλησία ταυτόχρονα) προκειμένου να διασώσει το δεσμό του.
Δυστυχώς, ο μισογυνισμός δεν ανήκει στα σημερινά κωλύματα της ιερωσύνης.
Δηλαδή συμβαίνει ακριβώς αυτό που θέλουν να αποφύγουν.
Έτσι, πολλοί κληρικοί δεν αντέχουν την ουσιαστική δημιουργική παρουσία της γυναίκας, είτε επειδή τους γοητεύει είτε επειδή τους τρομάζει.
Γι’ αυτό προτιμούν να συνεργάζονται με γυναίκες υποταγμένες ή χωρίς θηλυκότητα˙ και όταν αυτό είναι αδύνατο, να τους αναθέτουν απλώς εκτελεστικά έργα ώστε να μην χρειασθεί να ξεδιπλωθεί ο ψυχικός τους κόσμος στο σχεδιασμό ουσιαστικής δράσης.
Έχουμε λίγους άνδρες στην Εκκλησία και ακόμη λιγότερους στην εξομολόγηση.
Αλλά και όταν προσέρχονται στα μυστήρια, πολλοί περνούν την ώρα τους έξω από το ναό συζητώντας και καπνίζοντας.
Ίσως κάποιοι εκτιμούν υποτιμητικό να συχνάζουν ενεργά στη λειτουργική ζωή και στην εξομολόγηση, την οποία θεωρούν άξια μόνο για γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά.
Όμως δε θα απέδιδα την απουσία τους μόνο σε αυτό. Θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι μεγάλο μέρος από την ψυχρότητα και την επιφυλακτικότητα τους απέναντι στην Εκκλησία και στον κληρικό οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν αντιληφθεί την προνομιακή θέση την οποία αποδίδουμε στην γυναίκα τους, είτε διότι απλώς είναι γυναίκα είτε διότι μας έχει πλησιάσει πρώτη και μας έχει εκθέσει τα μεταξύ τους προβλήματα από τη δική της πλευρά.
Δεν θα είναι υπερβολή να πούμε ότι πολλοί άνδρες μας αισθάνονται αντίζηλους ως προς τις γυναίκες τους, και αν τους επιτρέπουν να έρχονται σε μας είναι μόνο διότι πιστεύουν ότι με το χαλινάρι της Εκκλησίας θα εξασφαλίσουν την αγνότητά τους».