Ο πραγματικός χριστιανός, και πιο συγκεκριμένα ο κληρικός, δεν μπορεί να εξαντλείται σ’ έναν αγώνα για την αντικατάσταση ενός αριστερού καθεστώτος με ένα δεξιό και αντίστροφα, μπορεί όμως, κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς, να γίνεται φορέας της αγάπης του Χριστού προς όλους, και εκείνους που υποφέρουν σαν θύτες.
Ο Μίσσιος αναφέρει δύο αντίθετα παραδείγματα κληρικών˙ ενός που δεν έγινε καθόλου φορέας της αγάπης του Χριστού σε ανθρώπους που υπέφεραν φρικτά στη δίνη των πολιτικών συγκρούσεων και ενός που ακτινοβολούσε αυτή την αγάπη, χωρίς όμως να γίνει όργανο μιας κοσμικής σωτηριολογίας στον αγώνα της εναντίον μιας άλλης κοσμικής σωτηριολογίας...
Ο πρώτος είχε επισκεφθεί ένα μεσημέρι μια φοβερή και απόμακρη φυλακή για να κάνει «ποιμαντική των φυλακισμένων», δηλαδή να βγάλει κάποιο λόγο της πεντάρας, που στην ουσία προπαγάνδιζε την κοσμική σωτηριολογία του καθεστώτος, πιο πολύ απ’ όσο κήρυττε, έστω και με λόγια, την εν Χριστώ σωτηρία. «Αφού έκανε τα δικά του, έφαγε καλά – καλά, έριξε και τα κρασιά του, έπεσε για το μεσημεριάτικο ύπνο στον πάνω όροφο του Διοικητηρίου. Εμείς (ο Μίσσιος και ο σύντροφός του) δουλεύουμε από κάτω, ντάκα ντούκου, σπάμε τη δεύτερη παρτίδα βράχια μέσα στη λαύρα του μεσημεριού. Κάποια στιγμή ανοίγει το παράθυρο και βγαίνει ο πάτερ οργισμένος. Για όνομα του Θεού, τι κατάσταση είναι αυτή, δεν σταματάτε καμιά στάλα για να κοιμηθώ; Τα καρακόλια κλαρίνο. Εμάς φτερούγισε η καρδιά μας, να σταματήσουμε μια στάλα! Ο Σάβανος λέει του παπά, ξέρ’ τε πάτερ μου, δεν μπορούμ’ να σταματήσουμ’. Αυτοί είναι οι αμετανόητοι. Ά, έτσι; Καλά, παιδιά μου. Τι να γίνει, συνεχίστε, με τη βοήθεια του Θεού ελπίζω να καταφέρω να κοιμηθώ …»
Τον δεύτερο τον περιγράφει ο συγγραφέας με έναν τρόπο που τα λέει όλα. Δεν χρειάζεται κανένα σχόλιο. «… ήταν φίνος άνθρωπος, βοηθούσε πραγματικά τους ποινικούς, έτρεχε για τα χαρτιά τους, τους έφερνε ρούχα, παπούτσια. Προσπάθησε να κάνει βιβλιοθήκη, αλλά με μας (τους πολιτικούς κρατουμένους) ήταν πολύ εντάξει, απλώς εμείς δεν του ζητάγαμε τίποτα, αλλά μας κοίταζε πάντα με τέτοια συμπάθεια, τρυφερότητα θα μπορούσα να πω, που τον νιώθαμε σαν δικό μας γλυκαίναμε και νιώθαμε περήφανοι».
Μόνο όταν εμείς οι χριστιανοί και ιδιαίτερα εμείς οι κληρικοί αντιμετωπίζουμε την εχθρότητα των ανθρώπων κατά της Εκκλησίας, ακόμη και όταν αυτοί είναι εκπρόσωποι του κράτους, με τρόπο εκκλησιαστικό, μπορούμε να εξαλείψουμε αυτή την εχθρότητα˙ και ο εκκλησιαστικός τρόπος είναι η προσευχή, η μετάνοια και η αγάπη. Προσευχόμαστε για να μας φωτίσει ο Θεός να δούμε ότι η εχθρότητα των ανθρώπων κατά της Εκκλησίας είναι αποτέλεσμα της αμαρτωλότητας ημών των χριστιανών και ιδιαίτερα των ποιμένων.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΦΑΡΟΥ «ΗΘΟΣ ΑΗΘΕΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΚΡΙΤΑΣ», Β΄ ΕΚΔΟΣΗ 1993.