Στην κρατική γη μόλις γεννήθηκε ένα κριάρι. Το πρωί είναι άσπρο, το μεσημέρι κόκκινο και μαύρο το σούρουπο. Όποιος μπορέσει να βρει το φρούτο που μοιάζει σ’ αυτό το κριάρι, αυτός θα ξαναβρεί και το παιδί.
Μέχρι να χαράξει, καθόταν έτσι πλακωμένος και σκεφτικός κι ατένιζε το βαθύ σκοτάδι του τάφου του. Το πρωί, μια ηλιαχτίδα λεπτή όσο μια κλωστή φώτισε αμυδρά τον Γλαύκο πάνω στα πόδια του. Και τότε, δίπλα στο χέρι του νεαρού νεκρού, εμφανίστηκε ένα φίδι. Ο Πολύιδος αναπήδησε και του ήρθε να βάλει τις φωνές, δεν μπόρεσε όμως. Πήρε το μαχαίρι του και πετσόκοψε το ερπετό στα δύο. Καθώς έβαζε το μαχαίρι στη θήκη, ένα δεύτερο φίδι ξεπήδησε δίπλα στο πόδι του, ανασήκωσε το κεφάλι, τραβήχτηκε ξαφνικά πίσω, εξαφανίστηκε από μια τρύπα στη γωνία του τάφου και γύρισε σχεδόν αμέσως, με μια χούφτα φύλλα ανάμεσα στα δόντια του, τα οποία πήγε και τοποθέτησε πάνω στο τεμαχισμένο ζώο. Τα δυο κομματιασμένα μέλη ξανακόλλησαν. Το νεκρό ερπετό που ξανάρθε στη ζωή ακολούθησε το σύντροφό του στη σκοτεινή τρύπα. Άναυδος ο Πολύιδος, μάζεψε τα σκορπισμένα φύλλα από γύρω του και τα παρατήρησε καθώς τα κρατούσε μες στην παλάμη του. «Ίσως», σκέφτηκε, «να μην πρέπει, οπωσδήποτε, να καταλαβαίνει κανείς, ίσως να πρέπει απλώς να βλέπει, ν’ ακούει και να υπακούει». Και σκόρπισε τα φύλλα πάνω στο πρόσωπο του Γλαύκου.
Aπό το βιβλίο του Ανρί Γκουγκώ “Το δέντρο του έρωτα και της σοφίας “