“…
Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου,
αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε να τακτοποιήσουνε τη ζωή τους.
Μπλοκάρανε λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην
πλατεία τους είπανε: “Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας…. Είσαστε
λεύτεροι! …. Ο κυρίαρχος λαός θα ‘σαστε εσείς!.. Εμείς μονάχα θα σας
κουμαντάρουμε…
Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε… Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας…
Κ’ εσείς κ’ εμείς θα ‘χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους Θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλεύετε και να μην τρώτε κ’ εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
Κ’ εμείς κ’ εσείς θα ‘χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας.
Κι επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρον σας και να φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!).
Ένα πράγμα μοναχά σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ’ εμάς”.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λεύτερα και λεύτερα σκεφτότανε… Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
Κ’ οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτω απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι…
Κ’ η ευτυχία τους αυτή ήτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”……
Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι…
Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο!
Πού να το βρω!…
Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, .. στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών”»…..
Κώστας Βάρναλης «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη»
via
Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε… Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας…
Κ’ εσείς κ’ εμείς θα ‘χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους Θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλεύετε και να μην τρώτε κ’ εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
Κ’ εμείς κ’ εσείς θα ‘χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας.
Κι επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρον σας και να φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!).
Ένα πράγμα μοναχά σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ’ εμάς”.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λεύτερα και λεύτερα σκεφτότανε… Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
Κ’ οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτω απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι…
Κ’ η ευτυχία τους αυτή ήτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”……
Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι…
Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο!
Πού να το βρω!…
Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, .. στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών”»…..
via