(αφιερωμένο στα "ψώνια" της Αριστοτέλους και του Κολωνακίου)
Η φίλη μου η Μαρία ήρθε και με βρήκε για πρώτη φορά τον περσινό Σεπτέμβριο. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε επιστρέψει από την Αγγλία με το μεταπτυχιακό της, μετά είχε πάει τέσσερις μήνες διακοπές (στο Μπαλί, τη Μύκονο και τη Φλωρεντία), και τώρα είχε έρθει μαυρισμένη και έτοιμη να ξεκινήσει την καριέρα της, και μια νέα ζωή.
"Θέλω να μου βρεις δουλειά στην εταιρία σου", μου είπε με τον επιτακτικό τρόπο που λέει τα πάντα. Ήταν 26 χρονών.
Αν και είμαι εντελώς ακατάλληλος για τέτοιου είδους διαμεσολαβήσεις, μισάνθρωπος ων, σεβάστηκα το αίτημα της καλής φίλης, ρώτησα και έμαθα ότι πράγματι, υπήρχε μια ανοιχτή θέση στο διαφημιστικό τμήμα μιας εταιρίας για την οποία είχα κάνει κάποιες μεταφράσεις, προώθησα το βιογραφικό της και, ικανοποιημένος που έκανα το καλό για έναν συνάνθρωπο, το ξέχασα εντελώς.
Μετά από τρεις μέρες η Μαρία με πήρε τηλέφωνο, έξαλλη.
"Υποδοχή διαφήμισης; Η θέση που μου βρήκες είναι για υποδοχή διαφήμισης;"
"Ποιος; Τι; Ποιος είναι;" είπα (με είχε ξυπνήσει). "Εγώ έχω κάνει μεταπτυχιακό στην Ιστορία της Τέχνης στο Λονδίνο και θα πάω να σηκώνω τηλέφωνα για 600 ευρώ;"
Τι είχε γίνει: Η Μαρία δεν είχε πάει στο ραντεβού. Όταν την πήραν τηλέφωνο για να την καλέσουν έμαθε όσα χρειαζόταν να μάθει, και απέρριψε τη δουλειά μονομιάς.
Η Μαρία, βλέπετε, ανήκει σε μια εντελώς νέα κατηγορία Ελλήνων. Πρόκειται για μια υποκατηγορία της διαβόητης «γενιάς των 700 ευρώ», των νεαρών Ελλήνων, δηλαδή, που έχουν αποκτήσει πολύ καλή μόρφωση, και οι οποίοι βγαίνουν σε μια αγορά εργασίας η οποία δεν τους πολυχρειάζεται, και έτσι δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει μισθό αντίστοιχο των σπουδών τους, ή έστω επαρκή για να συντηρηθούν.
Η συγκεκριμένη υποκατηγορία της Μαρίας περιλαμβάνει τους νέους που, αν και δεν βρίσκουν μια καλοπληρωμένη δουλειά, αρνούνται να κάνουν οποιονδήποτε συμβιβασμό στον τρόπο ζωής τους. Μαθημένοι στο χαρτζιλίκι από τους γονείς κατά τη διάρκεια της εφηβείας και των σπουδών, βγαίνοντας στην «αγορά» εξακολουθούν να επιθυμούν να συχνάζουν στα ίδια μαγαζιά, να ψωνίζουν το ίδιο ακριβά προϊόντα, και να κάνουν ακριβώς την ίδια άνετη ζωή που έκαναν πριν.
Είναι οι χλιδάνεργοι, και δεν πρόκειται να θυσιάσουν ούτε την παραμικρή λεπτομέρεια απ` το lifestyle τους. Όσα κι αν τους πληρώνουν.
Σύμφωνα με μια έρευνα των Νέων, 8 στους 10 νεοπροσληφθέντες στην Ελλάδα αμείβονται με λιγότερα από 1000 ευρώ. Σύμφωνα με άλλη έρευνα της Marc για το Έθνος, τo 56% των Ελλήνων ηλικίας 18-30 αμείβεται με λιγότερα από 700 ευρώ το μήνα. Ένας στους δύο νέους είναι άνεργος.
Από τους τριαντάρηδες, μόνο το 29,5% ζουν εντελώς ανεξάρτητοι από τους γονείς.
Ένα 31,4% συντηρείται αποκλειστικά από αυτούς.
Μπορείτε να συλλάβετε αυτά τα νούμερα;
Αν κάποιος ξένος τα διαβάσει θα συμπεράνει πως είμαστε μια κοινωνία υπό κατάρρευση, όπου οι νέοι δεν μπορούν να παράγουν πλούτο, οπότε τρώνε τον πλούτο που έχει συσσωρεύσει η προηγούμενη γενιά, μέχρι αυτός να τελειώσει, οπότε προφανώς η χώρα μας θα χρεοκοπήσει.
Η ίδια η οικογένεια έχει τις μεγαλύτερες ευθύνες. Σε όλους τους Μεσογειακούς λαούς εμφανίζεται αυτή η απεριόριστη λατρεία για τα παιδιά, η οποία εύκολα παίρνει όχι-και-πολύ-υγιείς διαστάσεις. Οι γονείς ουσιαστικά «πληρώνουν» το παιδί για να μην τους φύγει. Σε άλλες, βορειότερες χώρες συνηθίζεται να το σουτάρουν (με αγάπη) μόλις τελειώσει το σχολείο, για να τραβήξει το δικό του δρόμο, να κάνει τα δικά του λάθη, να σταθεί στα δικά του πόδια, να μάθει και ωριμάσει. Εδώ έχουμε περιπτώσεις σαν το Θεσσαλονικιό φίλο μου το Στέλιο, που οι γονείς του υποσχέθηκαν αυτοκίνητο αν περάσει στις Πανελλήνιες, με τον όρο να περάσει σε σχολή της Θεσσαλονίκης.
Φυσικά, εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι νέοι που ανήκουν στη «Γενιά των 700 ευρώ», όλων οι γονείς θέλουν να τους φροντίσουν, κάμποσοι από αυτούς τους γονείς είναι και ευκατάστατοι, αλλά δεν γίνονται όλα τα παιδιά χλιδάνεργοι.
Βλέπετε, είναι στη φύση του νέου να θέλει να αυτονομηθεί, να κάνει κάτι στηριγμένος στα δικά του ποδάρια, μόνος, ανεξάρτητος. Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη αυτή. Στην πρώτη μου δουλειά προσελήφθην με μισθό 180.000 δραχμές το μήνα (520 ευρώ), εν έτει 2000, σε ηλικία 23 ετών, και ήμουν πανευτυχής. Εκστατικός. Ακόμα θυμάμαι το πρώτο ζευγάρι παπούτσια που πήρα με τα δικά μου λεφτά.
Μπορεί αυτό να ακούγεται λίγο «Βασιλάκης Καϊλας», αλλά η ανάγκη του ανθρώπου να κάνει πράγματα μόνος του -και κατά συνέπεια να αυτοεπιβεβαιωθεί ως αυτόνομη οντότητα- είναι πανίσχυρη.
Γιατί τότε τόσοι τριαντάρηδες καταπιέζουν αυτή την ανάγκη για να μείνουν στη σφιχτή και γεμάτη ασφάλεια αγκαλιά της τσέπης του μπαμπά;
Είναι απλό: Είναι αρρώστια. Οι χλιδάνεργοι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι lifestyle junkies, που επιτρέπουν τον εθισμό τους στην ηδονιστική πλευρά της ζωής, κι ας εγκλωβίζονται έτσι σε μια αέναη εφηβεία.
«Δεν μπορώ να μην ψωνίζω. Δεν γίνεται», λέει μια άλλη φίλη, ας την πούμε Πόπη. «Είναι εθισμός, πηγαίνω στο Mall και θέλω να κατεβάσω τα ράφια, να τα δοκιμάσω όλα, να δώσω την κάρτα μου και να τα πάρω σπίτι μου. Η ντουλάπα μου είναι γεμάτη με ρούχα που δεν φοράω ποτέ, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να αγοράζω διαρκώς καινούρια. Το τηλέφωνό μου στο σπίτι είναι μονίμως κατεβασμένο για να μην με πρήζουν από την τράπεζα -χρωστάω πολλά στην κάρτα. Έχω φεσώσει συγγενείς μέχρι και τρίτου βαθμού, το χαρτζιλίκι με το που το παίρνω φεύγει, ο μισθός το ίδιο».
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί κανείς να καταλογίσει στην κοινωνία του υπερκαταναλωτισμού, και η ύπαρξη των χλιδάνεργων είναι ένα από αυτά. Αλλά δεν φταίνε οι τσάντες και τα παπούτσια αν η γυναίκα που τις ψωνίζει το κάνει με λεφτά που δεν έχει ή δεν έχει βγάλει με τον ιδρώτα της. Ο σφιχτός-όσο-δεν-παίρνει εναγκαλισμός της ελληνικής οικογένειας, που αρνείται να αφήσει τα παιδιά της να ωριμάσουν, δημιουργεί σε συνδυασμό με όλες τις χαρές του lifestyle αυτούς τους αιώνιους εφήβους που προτιμούν να ζήσουν σήμερα ότι έχει να τους προσφέρει η ζωή (ο μπαμπάς), παρά να ταλαιπωρηθούν για να το απολαύσουν αύριο.
Ως στάση ζωής αυτή δεν είναι απολύτως καταδικαστέα. Αναρωτιέται όμως κανείς, όταν ο μπαμπάς (ζωή) πάψει να παρέχει, τι θα καταναλώσει ο χλιδάνεργος; Και, ακόμα χειρότερα: Τι θα καταναλώσουν τα παιδιά του;
Προς το παρόν οι χλιδάνεργοι εξακολουθούν να βγαίνουν, να ψωνίζουν, να ταξιδεύουν, να πηγαίνουν σε interviews για δουλειές που δεν χρειάζονται, καθώς ο χρόνος περνά χωρίς συνέπειες. Θα έρθουν συνέπειες στο μέλλον; Έλα ντε.
Είδα τη Μαρία πρόσφατα, καλοντυμένη, αψεγάδιαστη, σε ακριβό εστιατόριο να τρώει με τον -πολύ μεγαλύτερο- φίλο της. Ήταν μια χαρά: Χαρούμενη, ξεκούραστη και, ενάμιση χρόνο μετά το τέλος των σπουδών της, ακόμα χλιδάνεργη.
Νομίζω ότι θα τα πάει μια χαρά.
viaΗ φίλη μου η Μαρία ήρθε και με βρήκε για πρώτη φορά τον περσινό Σεπτέμβριο. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε επιστρέψει από την Αγγλία με το μεταπτυχιακό της, μετά είχε πάει τέσσερις μήνες διακοπές (στο Μπαλί, τη Μύκονο και τη Φλωρεντία), και τώρα είχε έρθει μαυρισμένη και έτοιμη να ξεκινήσει την καριέρα της, και μια νέα ζωή.
"Θέλω να μου βρεις δουλειά στην εταιρία σου", μου είπε με τον επιτακτικό τρόπο που λέει τα πάντα. Ήταν 26 χρονών.
Αν και είμαι εντελώς ακατάλληλος για τέτοιου είδους διαμεσολαβήσεις, μισάνθρωπος ων, σεβάστηκα το αίτημα της καλής φίλης, ρώτησα και έμαθα ότι πράγματι, υπήρχε μια ανοιχτή θέση στο διαφημιστικό τμήμα μιας εταιρίας για την οποία είχα κάνει κάποιες μεταφράσεις, προώθησα το βιογραφικό της και, ικανοποιημένος που έκανα το καλό για έναν συνάνθρωπο, το ξέχασα εντελώς.
Μετά από τρεις μέρες η Μαρία με πήρε τηλέφωνο, έξαλλη.
"Υποδοχή διαφήμισης; Η θέση που μου βρήκες είναι για υποδοχή διαφήμισης;"
"Ποιος; Τι; Ποιος είναι;" είπα (με είχε ξυπνήσει). "Εγώ έχω κάνει μεταπτυχιακό στην Ιστορία της Τέχνης στο Λονδίνο και θα πάω να σηκώνω τηλέφωνα για 600 ευρώ;"
Τι είχε γίνει: Η Μαρία δεν είχε πάει στο ραντεβού. Όταν την πήραν τηλέφωνο για να την καλέσουν έμαθε όσα χρειαζόταν να μάθει, και απέρριψε τη δουλειά μονομιάς.
Η Μαρία, βλέπετε, ανήκει σε μια εντελώς νέα κατηγορία Ελλήνων. Πρόκειται για μια υποκατηγορία της διαβόητης «γενιάς των 700 ευρώ», των νεαρών Ελλήνων, δηλαδή, που έχουν αποκτήσει πολύ καλή μόρφωση, και οι οποίοι βγαίνουν σε μια αγορά εργασίας η οποία δεν τους πολυχρειάζεται, και έτσι δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει μισθό αντίστοιχο των σπουδών τους, ή έστω επαρκή για να συντηρηθούν.
Η συγκεκριμένη υποκατηγορία της Μαρίας περιλαμβάνει τους νέους που, αν και δεν βρίσκουν μια καλοπληρωμένη δουλειά, αρνούνται να κάνουν οποιονδήποτε συμβιβασμό στον τρόπο ζωής τους. Μαθημένοι στο χαρτζιλίκι από τους γονείς κατά τη διάρκεια της εφηβείας και των σπουδών, βγαίνοντας στην «αγορά» εξακολουθούν να επιθυμούν να συχνάζουν στα ίδια μαγαζιά, να ψωνίζουν το ίδιο ακριβά προϊόντα, και να κάνουν ακριβώς την ίδια άνετη ζωή που έκαναν πριν.
Είναι οι χλιδάνεργοι, και δεν πρόκειται να θυσιάσουν ούτε την παραμικρή λεπτομέρεια απ` το lifestyle τους. Όσα κι αν τους πληρώνουν.
Σύμφωνα με μια έρευνα των Νέων, 8 στους 10 νεοπροσληφθέντες στην Ελλάδα αμείβονται με λιγότερα από 1000 ευρώ. Σύμφωνα με άλλη έρευνα της Marc για το Έθνος, τo 56% των Ελλήνων ηλικίας 18-30 αμείβεται με λιγότερα από 700 ευρώ το μήνα. Ένας στους δύο νέους είναι άνεργος.
Από τους τριαντάρηδες, μόνο το 29,5% ζουν εντελώς ανεξάρτητοι από τους γονείς.
Ένα 31,4% συντηρείται αποκλειστικά από αυτούς.
Μπορείτε να συλλάβετε αυτά τα νούμερα;
Αν κάποιος ξένος τα διαβάσει θα συμπεράνει πως είμαστε μια κοινωνία υπό κατάρρευση, όπου οι νέοι δεν μπορούν να παράγουν πλούτο, οπότε τρώνε τον πλούτο που έχει συσσωρεύσει η προηγούμενη γενιά, μέχρι αυτός να τελειώσει, οπότε προφανώς η χώρα μας θα χρεοκοπήσει.
Η ίδια η οικογένεια έχει τις μεγαλύτερες ευθύνες. Σε όλους τους Μεσογειακούς λαούς εμφανίζεται αυτή η απεριόριστη λατρεία για τα παιδιά, η οποία εύκολα παίρνει όχι-και-πολύ-υγιείς διαστάσεις. Οι γονείς ουσιαστικά «πληρώνουν» το παιδί για να μην τους φύγει. Σε άλλες, βορειότερες χώρες συνηθίζεται να το σουτάρουν (με αγάπη) μόλις τελειώσει το σχολείο, για να τραβήξει το δικό του δρόμο, να κάνει τα δικά του λάθη, να σταθεί στα δικά του πόδια, να μάθει και ωριμάσει. Εδώ έχουμε περιπτώσεις σαν το Θεσσαλονικιό φίλο μου το Στέλιο, που οι γονείς του υποσχέθηκαν αυτοκίνητο αν περάσει στις Πανελλήνιες, με τον όρο να περάσει σε σχολή της Θεσσαλονίκης.
Φυσικά, εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι νέοι που ανήκουν στη «Γενιά των 700 ευρώ», όλων οι γονείς θέλουν να τους φροντίσουν, κάμποσοι από αυτούς τους γονείς είναι και ευκατάστατοι, αλλά δεν γίνονται όλα τα παιδιά χλιδάνεργοι.
Βλέπετε, είναι στη φύση του νέου να θέλει να αυτονομηθεί, να κάνει κάτι στηριγμένος στα δικά του ποδάρια, μόνος, ανεξάρτητος. Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη αυτή. Στην πρώτη μου δουλειά προσελήφθην με μισθό 180.000 δραχμές το μήνα (520 ευρώ), εν έτει 2000, σε ηλικία 23 ετών, και ήμουν πανευτυχής. Εκστατικός. Ακόμα θυμάμαι το πρώτο ζευγάρι παπούτσια που πήρα με τα δικά μου λεφτά.
Μπορεί αυτό να ακούγεται λίγο «Βασιλάκης Καϊλας», αλλά η ανάγκη του ανθρώπου να κάνει πράγματα μόνος του -και κατά συνέπεια να αυτοεπιβεβαιωθεί ως αυτόνομη οντότητα- είναι πανίσχυρη.
Γιατί τότε τόσοι τριαντάρηδες καταπιέζουν αυτή την ανάγκη για να μείνουν στη σφιχτή και γεμάτη ασφάλεια αγκαλιά της τσέπης του μπαμπά;
Είναι απλό: Είναι αρρώστια. Οι χλιδάνεργοι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι lifestyle junkies, που επιτρέπουν τον εθισμό τους στην ηδονιστική πλευρά της ζωής, κι ας εγκλωβίζονται έτσι σε μια αέναη εφηβεία.
«Δεν μπορώ να μην ψωνίζω. Δεν γίνεται», λέει μια άλλη φίλη, ας την πούμε Πόπη. «Είναι εθισμός, πηγαίνω στο Mall και θέλω να κατεβάσω τα ράφια, να τα δοκιμάσω όλα, να δώσω την κάρτα μου και να τα πάρω σπίτι μου. Η ντουλάπα μου είναι γεμάτη με ρούχα που δεν φοράω ποτέ, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να αγοράζω διαρκώς καινούρια. Το τηλέφωνό μου στο σπίτι είναι μονίμως κατεβασμένο για να μην με πρήζουν από την τράπεζα -χρωστάω πολλά στην κάρτα. Έχω φεσώσει συγγενείς μέχρι και τρίτου βαθμού, το χαρτζιλίκι με το που το παίρνω φεύγει, ο μισθός το ίδιο».
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί κανείς να καταλογίσει στην κοινωνία του υπερκαταναλωτισμού, και η ύπαρξη των χλιδάνεργων είναι ένα από αυτά. Αλλά δεν φταίνε οι τσάντες και τα παπούτσια αν η γυναίκα που τις ψωνίζει το κάνει με λεφτά που δεν έχει ή δεν έχει βγάλει με τον ιδρώτα της. Ο σφιχτός-όσο-δεν-παίρνει εναγκαλισμός της ελληνικής οικογένειας, που αρνείται να αφήσει τα παιδιά της να ωριμάσουν, δημιουργεί σε συνδυασμό με όλες τις χαρές του lifestyle αυτούς τους αιώνιους εφήβους που προτιμούν να ζήσουν σήμερα ότι έχει να τους προσφέρει η ζωή (ο μπαμπάς), παρά να ταλαιπωρηθούν για να το απολαύσουν αύριο.
Ως στάση ζωής αυτή δεν είναι απολύτως καταδικαστέα. Αναρωτιέται όμως κανείς, όταν ο μπαμπάς (ζωή) πάψει να παρέχει, τι θα καταναλώσει ο χλιδάνεργος; Και, ακόμα χειρότερα: Τι θα καταναλώσουν τα παιδιά του;
Προς το παρόν οι χλιδάνεργοι εξακολουθούν να βγαίνουν, να ψωνίζουν, να ταξιδεύουν, να πηγαίνουν σε interviews για δουλειές που δεν χρειάζονται, καθώς ο χρόνος περνά χωρίς συνέπειες. Θα έρθουν συνέπειες στο μέλλον; Έλα ντε.
Είδα τη Μαρία πρόσφατα, καλοντυμένη, αψεγάδιαστη, σε ακριβό εστιατόριο να τρώει με τον -πολύ μεγαλύτερο- φίλο της. Ήταν μια χαρά: Χαρούμενη, ξεκούραστη και, ενάμιση χρόνο μετά το τέλος των σπουδών της, ακόμα χλιδάνεργη.