Οι χυδαίοι άνθρωποι βλέπουν τα ευγενικά και γενναιόφρονα αισθήματα σαν κάτι να τους λείπει, να τους λείπει η ορθότητα, άρα -να τους λείπει-, η αληθοφάνεια. Όταν μιλούν γι' αυτό, κλείνουν πονηρά το μάτι, σαν να λένε: «Κάποιο συμφέρον υπάρχει κρυμμένο πίσω απ' αυτό· δεν μπορεί να δει κανείς τι υπάρχει μέσα σε όλα τα πράγματα», και υποψιάζονται πως το ευγενικό πλάσμα γυρεύει να κερδίσει κάτι μ' έναν ελιγμό. Όταν όμως πεισθούν, με αναμφισβήτητο τρόπο, πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καμιά εγωιστική πρόθεση, και πως περιφρονεί το μικρό κέρδος, τότε βλέπουν τον άνθρωπο αυτόν σαν έναν τρελό· του δείχνουν περιφρόνηση όταν τον βλέπουν να χαίρεται και γελούν με τη λάμψη των ματιών του. Και αναρωτιούνται: «Πώς μπορεί να είναι χαρούμενος όταν πάθει κάποια ζημιά; Πώς μπορεί να ζητά να ζημιώσει; Σίγουρα, το πάθος της ευγένειας θα είναι μπερδεμένο με κάποια αρρώστια του λογικού!».
Σήμερα ο στοχασμός έχει χάσει όλη του την εξωτερική αξιοπρέπεια. Έχουν ρεζιλέψει το τελετουργικό και την επίσημη στάση εκείνου που στοχάζεται· δεν μπορούμε πλέον να ανεχθούμε έναν σοφό της παλιάς σχολής. Σήμερα σκεφτόμαστε αρκετά γρήγορα, στην πορεία, την ώρα που περπατάμε, μέσα σε κάθε λογής υποθέσεις, ακόμα και όταν σκεφτόμαστε τα σοβαρότερα πράγματα. Δεν έχουμε ανάγκη από πολλή προετοιμασία, ούτε και από πολλή σιωπή. Όλα πραγματοποιούνται σαν να είχαμε στο κεφάλι μας μια μηχανή που να γυρίζει ασταμάτητα και που συνεχίζει να δουλεύει, ακόμα και στις ασχημότερες συνθήκες. Παλαιότερα, όταν κάποιος προσπαθούσε να σκέφτεται -και ήταν αυτό κάτι το πολύ σπάνιο- το καταλάβαινες αμέσως. Έβλεπες πως προσπαθούσε, ήθελε να γίνει πιο σοφός και προετοιμαζόταν για μια ιδέα. Σταματούσε στη μέση του δρόμου, έπαιρνε ένα σοβαρό ύφος, σαν να προσευχόταν, έμενε ασάλευτος για ολόκληρες ώρες, στο ένα του πόδι ή και στα δυο, σαν να «του έρχονταν η ιδέα». Ε, τότε το πράγμα «άξιζε τον κόπο αυτόν».
Αγάπη και φιληδονία! Αλήθεια, πόσο διαφορετικά ακούγονται στις καρδιές μας οι δυο αυτές λέξεις. Κι όμως, θα μπορούσαν να εκφράζουν και οι δυο αυτές λέξεις το ίδιο ένστικτο, βαφτισμένο δυο φορές. Η πρώτη εγκωμιαστικά, απ' την άποψη των ανικανοποίητων και των ακόρεστων που βρίσκουν «καλό» το ένστικτο αυτό· τη δεύτερη με τη χυδαία έννοια, από την άποψη εκείνων που γνωρίζουν καλά πλέον, που έχουν ένα ένστικτο κατοχής κατασιγασμένο κάπως, και που τώρα φοβούνται για τα «αγαθά» τους.
Αρκετές χιλιάδες χρόνια, ακόμα στον δρόμο του περασμένου αιώνα, και τότε, σε κάθε πράξη που θα κάνει ο άνθρωπος, θα φαίνεται η πιο υψηλή σοφία· αλλά γι' αυτό κιόλας, θα έχει χάσει και όλη της την αξία. Τότε θα είναι βέβαια ανάγκη να είναι κάποιος σοφός, αλλά θα είναι τόσο συνηθισμένο πράγμα, που κάθε άτομο με κάπως υψηλότερο γούστο θα θεωρεί χυδαιότητα την ανάγκη αυτή. Όπως μια τυραννία της επιστήμης και της αλήθειας θα μπορούσε να ανεβάσει την αξία του ψεύδους, έτσι ακριβώς και μια τυραννία της σοφίας θα είχε την δύναμη να κάνει να φυτρώσει ένα καινούριο είδος ψυχικής ευγένειας. Και τότε, το να είσαι ευγενής, θα ήταν να έχεις μέσα στο κεφάλι σου πολλές τρέλες.
Αποκαλούμε καλές τις αρετές κάποιου ανθρώπου, όχι για τα αποτελέσματα που μπορούν να έχουν γι' αυτόν, αλλά για τα αποτελέσματα που μπορούν να έχουν για τον πολύ κόσμο και την κοινωνία. Ποτέ δεν υπήρξε κανείς πολύ «ανιδιοτελής» στον έπαινο της αρετής, και ποτέ δεν ήταν πολύ «αλτρουιστής»! Διαφορετικά, θα είχαμε παρατηρήσει πως οι αρετές (όπως η ευλάβεια, η υπακοή, η δικαιοσύνη, η επιμέλεια, η αγνότητα) είναι γενικά επιζήμιες για όποιον τις κατέχει, γιατί είναι ένστικτα που κυριαρχούν μέσα του πάρα πολύ βίαια, πάρα πολύ άπληστα και δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να αντισταθμιστούν λογικά από τ' άλλα.
Οι επιφανείς άνδρες που χρειάζονται τη διασημότητά τους -και αυτό γίνεται σε όλους τους πολιτικούς- δεν διαλέγουν πια ποτέ ανυστερόβουλα τους συνεργάτες τους και τους φίλους τους. Από τον έναν φίλο ζητούν λίγη από την λάμψη του, και από την αντανάκλαση της αρετής του. Από τον άλλον, γυρεύουν τον φόβο που μπορούν να προξενήσουν μερικές ανησυχαστικές ιδιότητές του, που τις γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι. Από κάποιον άλλο, οι επιφανείς, οι διάσημοι αυτοί άνδρες, προσπαθούν να κλέψουν τη ραθυμία του, γιατί τους είναι χρήσιμη για τους σκοπούς που έχουν, να θεωρηθούν για λίγο καιρό απρόσεκτοι και ράθυμοι. Ναι! Μην σας φαίνεται παράξενο. Με τον τρόπο αυτό (της ραθυμίας), κρύβουν το γεγονός ότι βρίσκονται σε επιφυλακή. Άλλοτε πάλι, χρειάζονται πλησίον τους τον ιδιότροπο, τον ερευνητή, τον σχολαστικό, σαν να είναι το ΕΓΩ ΤΟΥΣ της στιγμής. Μπορεί όμως και να μην τους χρειαστούν την επομένη στιγμή. Έτσι τα περίχωρα τους και οι προσόψεις τους φθίνουν συνεχώς, ενώ όλα φαίνονται σαν να θέλουν να στριμωχτούν σ' αυτό το προάστιο και να του δώσουν «χαρακτήρα». Σ' αυτό, ομοιάζουν με τις μεγάλες πόλεις.
Ένας φιλόσοφος κάποτε, φώναξε πολύ θυμωμένος: «Τί να κάνω αυτούς τους δυο νέους; Είναι μαθητές μου που έρχονται σε μένα μια τελείως ακατάλληλη ώρα. Ο ένας απ' αυτούς δεν ξέρει να πει ποτέ του “ΟΧΙ” και ο άλλος δίνει απαντήσεις διά της “μεσαίας οδού”. Κι αν πάρουμε σαν γεγονός, πως και οι δυο τους θα κατανοούσαν τη θεωρία μας, ο πρώτος θα υποφέρει πάρα πολύ, γιατί ο τρόπος της σκέψης μου απαιτεί πολεμικό σθένος, τη θέληση τού να πράττεις το κακό, την ευχαρίστηση να προβάλλεις αντιρρήσεις και σκληρό πετσί.
Σήμερα, με το να ζητάμε μια εργασία με σκοπό να κερδίσουμε χρήματα, είναι μια κοινή φροντίδα για όλους τους ανθρώπους που ζουν σε μια πολιτισμένη χώρα. Γι' αυτούς τους ανθρώπους η εργασία είναι ένα μέσο, κι έχει σταματήσει πια να είναι αυτοσκοπός, γι' αυτό και δεν είναι πολύ δύσκολοι στο θέμα εκλογής της εργασίας τους, φτάνει αυτή να τους εξασφαλίζει ικανοποιητικά κέρδη.
Κάνουμε μεγάλο σφάλμα, όταν θεωρούμε τον ποινικό κώδικα ενός λαού σαν έκφραση του χαρακτήρα του. Οι νόμοι δεν φανερώνουν τι είναι ένας λαός, αλλά τι του φαίνεται περίεργο, παράξενο, υπερφυσικό, ασυνήθιστο. Ο νόμος αφορά τις εξαιρέσεις της ηθικότητας των ηθών, ενώ οι σκληρότερες ποινές πλήττουν ό,τι είναι σύμφωνο με τα ήθη του γειτονικού λαού. Έτσι, ο λαός των Ιοχαμπί θεωρεί δυο θανάσιμα αμαρτήματα: Πρώτον, να πιστεύουν άλλον θεό εκτός από τον θεό των Ιοαχαμπί και δεύτερον, να καπνίζουν (το κάπνισμα το λένε «αισχρό τρόπο του να πίνεις»). Κάποτε ένας Άγγλος που έμεινε έκπληκτος όταν άκουσε τα θανάσιμα αυτά αμαρτήματα των Ιοαχαμπί ρώτησε: «Και τι ιδέα έχουν, λοιπόν, οι Ιοαχαμπί για τη μοιχεία και τον φόνο;». Κι ένας γέροντας αρχηγός του απάντησε: «Μα την πίστη μου ο θεός είναι μεγαλόψυχος και ευσπλαχνικός».
Είναι σ' όλους μας γνωστό, πως οι αρχαίοι θεωρούσαν τη φιλία σαν το πιο ευγενές συναίσθημα, και μάλιστα έφταναν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκτιμούν περισσότερο τη φιλία από την τόσο επαινετή υπερηφάνεια των σοφών κείνων ανδρών που περιόριζαν στο ελάχιστο τις ανάγκες τους και την έκαναν μοναδικό αντίπαλο και νικητή αυτής της υπερηφάνειας.
Κάποτε ένας άνθρωπος βρέθηκε σε μια δύσκολη θέση και δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε, συγκεκριμένα, αποκτήσει ένα μισοσακάτικο παιδί. Πήγε, λοιπόν, κρατώντας το νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά του, σ' έναν άγιο και τον ρώτησε: «Τι να κάνω το παιδί αυτό, άγιέ μου; Είναι ταλαίπωρο και κακώς διαπλασμένο από τη φύση και δεν έχει ζωή, ούτε όση του χρειάζεται για να πεθάνει».
Ο στοχαστής βλέπει τις πράξεις του σαν έρευνες και ζητήματα που πρόκειται να του δώσουν λύσεις στο ένα ή στο άλλο ζήτημα. Η επιτυχία και η αποτυχία για τον στοχαστή είναι, πρώτ' απ' όλα, απαντήσεις. Αλλά, το να οργίζεται για μια του αποτυχία, ή ακόμα χειρότερα, το να αισθάνεται τύψεις γι' αυτήν, αυτά τα αφήνει για εκείνους που ενεργούν, επειδή τους το διέταξαν και που θα τους δείρει αν δεν μείνει ευχαριστημένος ο δάσκαλος από το αποτέλεσμα.