Στην Παλαιά Διαθήκη η λέξη «άγιος» συνδέεται με την καθαρότητα και αγνότητα. Η Αγία Γραφή ταυτίζει το «άγιο» με τον ίδιο τον Θεό. Άγιος είναι μόνο ο Θεός. Από Αυτόν και μόνο και τη σχέση, μετοχή και κοινωνία μαζί Του πηγάζει κάθε αγιότητα. Η χριστιανική αγιότητα δεν εξαρτάται από τα ανθρώπινα κατορθώματα, αλλά από τη χάρη του Θεού και την προσωπική σχέση με τον προσωπικό Θεό. Η Θεοτόκος ονομάζεται Παναγία γατί ενώθηκε με τον άγιο Θεό περισσότερο από κάθε άνθρωπο και όχι για τις αρετές της. Ο άνθρωπος στο θέμα της αγιότητας προσφέρει την ελεύθερη θέλησή του, την προαίρεσή του. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να ενεργήσει ο Θεός. Οι διάφοροι ασκητικοί αγώνες και κόποι, όσο μεγάλοι και αν είναι δεν αγιάζουν από μόνοι τους. Ο Θεός δοξάζει τους αγίους με τη δική του δόξα, γι’ αυτό και αυτοί δεν θέλουν να δοξάζονται οι ίδιοι, παρά μόνο ο Θεός. Οι άγιοι αντιλαμβάνονται ότι το φως και η δόξα που βλέπουν να τους περιβάλλει είναι οι άκτιστες ενέργειες του Θεού, όπως δίδαξε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και όλη η ησυχαστική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στη Θεία Λειτουργία ομολογούμε ότι «εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Ο Χριστός είναι ο μόνος άγιος, εμείς είμαστε αμαρτωλοί. Η συμμετοχή στην αγιότητά Του, αποβλέπει στη δόξα του Θεού (εις δόξαν Θεού Πατρός). Με την μετοχή στην αγιότητα του Θεού και τον αγιασμό τους οι πιστοί καλούνται «άγιοι», και η εκκλησία «κοινωνία αγίων».
Ο άνθρωπος δεν γεννιέται άγιος αλλά γίνεται. Η αγιότητα είναι κατάσταση εξελικτική. Είναι πορεία επίπονη, επίμονη και συνεχής μέχρι να φθάσει κανείς «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ΄ 13). Αρχίζει εδώ στη γη, ολοκληρώνεται δε και επεκτείνεται στη βασιλεία του Θεού. Ο αγώνας του είναι διπλός. Να απαλλαγεί από την αμαρτία και τα πάθη και να αποκτήσει τις αρετές που θα τον οδηγήσουν στον ουρανό. Με τη βοήθεια της θείας Χάριτος το «κατ’ εικόνα» που υπάρχει στον άνθρωπο θα γίνει «καθ’ ομοίωσιν». Ο άνθρωπος που συγγενεύει πνευματικά με το Δημιουργό του φθάνει στη θέωση, γίνεται κοινωνός θείας φύσεως (Β΄Πετρ. α΄, 4) και οικείος του Θεού (Εφ. β΄,20).
Με τον αγιασμό ο άνθρωπος, που είναι κτιστός, δεν απορροφάται ή αφομοιώνεται από τη θεία ουσία. Ο άγιος δεν παύει να είναι ένα πεπερασμένο δημιούργημα. Με την ένωσή του με τον Θεό, ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος και ο Θεός, Θεός. Ο άνθρωπος γίνεται θεός μετέχοντας στην άκτιστη θεία ενέργεια, που πηγάζει από τη θεία ουσία. Η άκτιστη θεία ενέργεια ή θεία Χάρη, κοινωνείται και μεταδίδεται, ενώ η θεία ουσία είναι απρόσιτη και ανέκφραστη. Οι Πατέρες θέλοντας να δείξουν την πραγματικότητα της θεώσεως χρησιμοποιούν το παράδειγμα του πυρακτωμένου σιδήρου. Όπως η φύση του μετάλλου ενώνεται στενά με τη φωτιά ώστε να μην μπορείς να τα ξεχωρίσεις, -παραμένει ο σίδηρος, σίδηρος και η φωτιά, φωτιά-, έτσι και ο κτιστός άνθρωπος ενώνεται με την θεία Χάρη χωρίς να αποβάλλει τη φύση του. Αποκτά «κατά χάριν» εκείνο που είναι «φύσει» ο Θεός. Μιλώντας για τη μεταμόρφωση και όχι μεταβολή της φύσεως του ανθρώπου ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει: «Όλος ο Θεός περιχωρεί σ’ όλους τους άξιους, σε όλον δε τον Θεό περιχωρούν όλοι οι Άγιοι ολικά, έχοντας προσλάβει αντί τον εαυτό τους όλον τον Θεό» (Υπέρ των ιερώς Ησυχαζόντων 3,1,27). Αυτό φαίνεται στα λείψανα των Αγίων που παραμένουν άφθαρτα.
Μετά τα εισαγωγικά για την αγιότητα, μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν οι άγιοι κάνουν λάθη. Η απάντηση είναι απλή. Ναι, κάνουν λάθη, αφού οι άγιοι είναι άνθρωποι. Μόνον ο Θεός είναι αλάθητος. Γι’ αυτό και συνεχές βίωμά τους είναι η μετάνοια. Μετανοούν για τα λάθη τους.
Στην εποχή των Αγίων Αποστόλων γνωρίζουμε τη διαφωνία των δύο κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου όσον αφορά το θέμα της περιτομής των ειδωλολατρών. Ο Απ. Πέτρος υποστήριζε ότι έπρεπε να περιτέμνονται, ενώ ο Απ. Παύλος υποστήριζε το αντίθετο. Η Αποστ. Σύνοδος έλυσε το πρόβλημα. Αφού υπάρχει το βάπτισμα δεν χρειάζεται η περιτομή. Ο Απ. Πέτρος έκανε λάθος. Μετανόησε και δέχθηκε την αλήθεια.
Ο Άγιος Φώτιος, Πατριάρχης Κων/λεως γράφοντας στον Μητροπολίτη Ακυλείας για το θέμα αναφέρει: «Πόσες πραγματικά δύσκολες περιστάσεις εκβίαζαν πολλούς(πατέρες), άλλα να τα πουν πρόχειρα, άλλα να τα πουν προς οικονομία, άλλα πάλι εξαιτίας της απόδρασης των ανυπάκουων, και άλλα στα οποία από άγνοια έκαναν λάθος, όπως γίνεται με τα ανθρώπινα. Γιατί άλλος φιλονικώντας με τους αιρετικούς, άλλος συγκαταβαίνοντας στην ασθένεια των ακροατών, άλλος πράττοντας κάτι άλλο, και ενώ ο καιρός τον καλούσε να παραμελήσει πολύ την ακρίβεια για κάποιο ανώτερο σκοπό, και είπε και έκανε αυτά που σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να πούμε ούτε να πράξουμε». (Ε.Π.Ε Εργα Φωτίου Πατριάρχου Κων/λεως τ.13, σ. 259).
Ο Άγιος Φώτιος αποδίδει τα λάθη:
Στις δύσκολες περιστάσεις που ανάγκαζαν πολλούς Πατέρες να παραποιήσουν τα πράγματα επειδή και οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να τα κατανοήσουν.
Στο πνεύμα της οικονομίας. Κατανοώντας την αδυναμία των ανθρώπων να καταλάβουν το πραγματικό νόημα των πραγμάτων, συγκατέβαιναν.
Μίλησαν με αυστηρό τρόπο ελέγχοντας τους αιρετικούς που πολεμούσαν την Εκκλησία.
Στην άγνοια που είχαν, κάτι φυσικό για τους ανθρώπους.