Μεταξύ των αγίων Πατέρων που καταφέρθηκαν εναντίον των αδίκων πλουσίων, που στηρίζονταν πάνω στα υλικά αγαθά, και περιφρονούσαν η αδιαφορούσαν για την αδικία και την πείνα που επικρατούσε στην κοινωνία, ήταν και ο Μέγας Βασίλειος. Πρέπει να σημειωθή ότι ο Μ. Βασίλειος μίλησε για τα καυτά κοινωνικά θέματα της εποχής του, αφού προηγουμένως ο ίδιος έδωσε το παράδειγμα. Μοίρασε στους πτωχούς την μεγάλη περιουσία που είχε και έπειτα έγινε ιερεύς και επίσκοπος της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Έτσι δεν μιλούσε από το γραφείο θεωρητικά. Ο ίδιος πρώτα το έζησε και έπειτα δίδαξε, γι’ αυτό και ο λόγος του ήταν βροντή, αφού προηγουμένως ο βίος του ήταν αστραπή.Ο Μ. Βασίλειος εργάσθηκε ποιμαντικά. Δεν προσπάθησε να μεταστρέψη την αγανάκτηση των πτωχών εναντίον των πλουσίων και να δημιουργήση μίσος, αλλά προσπάθησε να θεραπεύση τόσο τους πτωχούς όσο και τους πλουσίους να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Τα θέματα όταν αντιμετωπίζωνται επιφανειακά δημιουργούν μεγαλύτερα προβλήματα. Έτσι μιλώντας για την αβεβαιότητα του πλούτου και ότι εύκολα μεταβάλλεται, αφού αλλάξουν μερικά κοινωνικά δεδομένα, στην συνέχεια τονίζει το να περιφρονούμε τα υλικά αγαθά. Όπως έγραψα προηγουμένως αυτό το κάνει για να εργασθή ποιμαντικά στον λαό. Το ευκολώτερο πράγμα είναι να γίνη κανείς λαοπλάνος και να πετάη συνθήματα επιφανειακά. Το δυκολώτερο είναι να θεραπεύη τα πάθη του λαού. Με την διδασκαλία περί περιφρονήσεως των υλικών αγαθών θέλει να μετατοπίση την σκέψη τόσο των πλουσίων όσο και των πτωχών από τα υλικά αγαθά, ώστε να παύσουν να νομίζουν ότι αυτά αποτελούν τα μόνα αγαθά πάνω στην γη. Ο λόγος της περιφρονήσεως των υλικών αγαθών δεν είναι μανιχαϊκός, αλλά εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια να φέρη μια ισορροπία στην κοινωνία. Πράγματι δυό είναι οι δυνατές στάσεις που μπορεί να λάβη κανείς απέναντι των υλικών αγαθών. Η μια είναι η ειδωλολατρική (θεοποίησή τους) και η άλλη η μανιχαϊκή (η απόρριψή τους). Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονται ούτε την μια ούτε την άλλη, αλλά δέχονται ότι τα υλικά αγαθά είναι δώρα του Θεού, που πρέπει να προσφέρωνται ως αντίδωρα στον Θεό και στον συνάνθρωπο.Όταν χρειάσθηκε να γίνη καυστικός το έκανε. Όταν έβλεπε τους πλουσίους να καυχώνται για την δύναμη του πλούτου τους, τότε δεν σιώπησε. Σε ένα έργο του λέγει ότι θεωρεί τέλεια κοινωνία εκείνη από την οποία έχει εξορισθή η ιδιότητα της κτήσεως και η εναντίωση της γνώμης (οι φιλονικίες). Όμως, μελετώντας όλη την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, συμπεραίνουμε ότι δεν κατηγορούσε τόσο την ιδιοκτησία όσο την ιδιοποίηση των υλικών αγαθών. Θέλει να φιλοτιμήση τους πλουσίους να δίδουν ελεύθερα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, και έτσι να επικρατήση πάνω στην γη η κοινοχρησία. Αυτήν την κοινοχρησία προσπαθεί να τεκμηριώση με πολλά παραδείγματα. Χρησιμοποιεί την περίπτωση των ζώων. Τα πρόβατα βόσκουν επάνω στα όρη και οι πολυπληθείς ίπποι απολαμβάνουν το χορτάρι στης γης στην ίδια πεδιάδα χωρίς έριδες μεταξύ τους. Εμείς όμως αρπάζουμε τα κοινά και ιδιοποιούμαστε αυτά που ανήκουν στους πολλούς. Χρησιμοποιεί επίσης επιχειρήματα φυσικά. Εκείνος, λέγει, που ιδιοποιείται τα υλικά αγαθά μοιάζει με τον θεατή που εισέρχεται πρώτος στο θέατρο, το καταλαμβάνει ολόκληρο και δεν αφήνει να εισέλθη άλλος, επειδή το θεωρεί απολύτως δικό του. Επίσης αφού ο άνθρωπος γεννιέται γυμνός και επιστρέφει στην γη γυμνός, είναι παράλογο να ιδιοποιήται τα υλικά αγαθά, επειδή πρόλαβε και τα απέκτησε αυτός. Χρησιμοποιεί ακόμη το επιχείρημα του κοινωνικού προορισμού των υλικών αγαθών και του πλούτου. Ο άρτος, λέγει, ανήκει στον πεινασμένο, το ιμάτιο στον γυμνό, το υπόδημα στον ανυπόδητο, το αργύριο στον πτωχό. Εκείνος ο οποίος κατακρύπτει τα αγαθά και αποφεύγει να ενδύση τον γυμνό η να θρέψη τον πεινασμένο δεν είναι καλύτερος από τον λωποδύτη που γυμνώνει τον πεινασμένο. Τα έλεγε αυτά ο άγιος γιατί στην εποχή του σε περίοδο πείνας οι πλούσιοι είχαν γεμάτες τις αποθήκες. Επίσης χρησιμοποιεί το παράδειγμα της πρώτης Εκκλησίας στην οποία όλα ήταν κοινά, ο βίος, η ψυχή, η συμφωνία, η τράπεζα, η αδελφότης και η αγάπη η οποία μετέβαλε σε ένα τα πολλά σώματα και συνήρμοζε σε μία ομόνοια τις διάφορες ψυχές. Αυτή η κοινοκτημοσύνη πρέπει να ερμηνευθή ως κοινοχρησία.Πέρα από αυτά στα έργα του ο Μ. Βασίλειος τονίζει πολύ την αξία του πραγματικού πλούτου, που είναι η Χάρη του Χριστού. Ο πλούσιος χωρίς Χριστό είναι πάμπτωχος και ο πτωχός με τον Χριστό είναι πάμπλουτος. Οι υλικές απολαύσεις, έλεγε, έχουν περισσότερο πόνο, παρά υλική ευχαρίστηση. Τα πλούτη έχουν τις επιβουλές, οι τρυφές, οι χορτασμοί και οι αδιάκοπες απολαύσεις έχουν την ποικιλία των ασθενειών και άλλα ακόμη πάθη. Οι Απόστολοι είχαν τον Χριστό και είχαν τα πάντα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους.Οι Πατέρες της Εκκλησίας προσπάθησαν να λύσουν τα προβλήματα της εποχής τους με βάση τον Θεό και την σωτηρία του ανθρώπου, αλλά συνεχώς επεδίωκαν να ανεβάσουν τον νου των ανθρώπων στο πραγματικό αγαθό, που είναι ο Θεός.