Ο βίος της Παναγίας - Point of view

Εν τάχει

Ο βίος της Παναγίας



Ο βίος της Παναγίας pdf


Του Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου, Αρχιμανδρίτου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το ξέρω αναγνώστα ότι αυτό που κάνω είναι παράτολμο. Επιχειρώ να γράψω τον "βίον της Παναγίας" Αλλά ποιός θνητός μπορεί να γράψει κατ' αξίαν την ζωή της Θεοτόκου; Ποιός μπορεί να παρουσιάσει την Παναγία, όπως αυτή είναι;

Δεν το κάνω από ασέβεια. Κάθε άλλο. Γράφω τον βίο Της από αγάπη προς Αυτήν και ελπίζω να με βοηθήσει.
Όντως είναι παράτολμο! Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι της Παναγίας είναι ανυπέρβλητο το μεγαλείο και άφθαστη ή δόξα. Ποιά άλλη απόγονος της Εύας κατόρθωσε να Την πλησιάσει στην απροσμέτρητη δόξα;
Αυτή είναι η "ευλογημένη εν γυναιξί", η τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ". Είναι η "αγιωτέρα πάντων των Αγγέλων" και η Βασίλισσα των Ουρανών!

Η Θεοτόκος είναι το σπουδαιότερο και Αγιώτερο πρόσωπο, που παρουσίασε η γη. Ποια άλλη ξεπέρασε στην αγιότητα όλους τους Αγίους, τους Προφήτας, τους Πατέρας, τους Ασκητάς, τους Μάρτυρας, τους Αποστόλους; Είπαν βεβαίως, μερικοί προτεστάντες ότι ο πρώτος μετά τον Έναν ( τον Χριστόν) είναι ο Απόστολος Παύλος.

Όχι κάνουν λάθος. Πρώτη μετά τον Έναν είναι η Παναγία, η αειπάρθενος Θεοτόκος. Αυτή είναι, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, η "μετά Θεόν, Θεός". Γι αυτό και δεν ονομάζεται απλώς Αγία, αλλά Παναγία.

Η Αειπάρθενος κόρη είναι γυνή, "εξ ης πηγάζει τα κρείττω". Διότι είναι η Ευργέτης όλου του ανθρώπινου Γένους. Χάρις στην δική Της αρετή, επεσκέφθη την γη ο Ύψιστος Θεός και εσώθη ο κόσμος. Κανένας άλλος απόγονος της Εύας δεν ευεργέτησε τόσο την ανθρωπότητα όσο η στοργική Αυτή Μητέρα του Θεού. Υπέφερε Αυτή και ταλαιπωρήθηκε για την σωτηρία ολόκληρου της ανθρωπότητος.
Αυτή είναι και ευεργέτης του κάθε του κάθε Ορθόδοξου Χριστιανού προσωπικά. Ποιός πιστός Ορθόδοξος δεν ωφελήθηκε από την Θεοτόκο; Ποιός Χριστιανός στα βάσανα του δεν έτρεξε σε Αυτήν και δεν βοηθήθηκε θαυματουργικά; Σ Αυτή δεν καταφεύγουμε περισσότερο και από την μητέρα μας; Στα βάσανα που μας κτυπούν, "Παναγιά μου"! δεν φωνάζουμε;
Παναγιά μου! φωνάζει ο ναυτιλλόμενος μέσα στην αγριεμένη θάλασσα, όταν βλέπει απειλητικά τα πελώρια κύματα, έτοιμα να τον καταποντίσουν.
Παναγιά μου! φωνάζει η πονεμένη μάνα κοντά στο κρεββάτι του ψυχορραγούντος παιδιού της που το απέλπισαν οι γιατροί.
Παναγιά μου! ο στρατιώτης, όταν του έρχονται βροχή οι σφαίρες και κυκλώνεται από τους εχθρούς και κινδυνεύει να πιαστεί αιχμάλωτος.
Παναγιά μου! το πεινασμένο ορφανό, που το θερίζει η πείνα και τρέμει από το κρύο.
Παναγιά μου ! ο οικογενειάρχης, που δεν μπορεί να θρέψη τα παιδιά του. Παναγιά μου! έλεγε ο Ηράκλειος, όταν πολεμούσε εναντίον των Περσών και ελευθέρωνε τον Τίμιο Σταυρό.
"Παναγιά μου, βοήθα την Ελλάδα μας και τούτη τη φορά" παρακαλούσε ο Κολοκοτρώνης στον κίνδυνο του Δράμαλη, όταν εγκαταλείφθηκε μόνος του.
Παναγιά μου! παρακαλούσε και ο Κανάρης, όταν κρατούσε το δαυλί στο χέρι για να κάψει την ναυαρχίδα των αλλόπιστων.
Παναγιά μου!φωνάζει η κόρη. Παναγιά μου η παντρεμένη. Παναγία μου! η διαζευγμένη. Παναγία μου! ακούς παντού, από καλύβες και μέγαρα, από τρώγλες και ανάκτορα, από εργοστάσια και ουρανοξύστες, από χωριά και πόλεις, από ερημικά ασκητήρια και πολυθόρυβα πολεμικά στρατόπεδα.

Και γιατί όχι; Ποια άλλη στον κόσμο μάς συντρέχει τόσο, όσο η Παναγία; Αυτή είναι η Μάνα όλων μας. Γι αυτό και μεις Αυτήν τιμούμε, Αυτήν αγαπούμε. Ναούς και εξωκλήσια, Μονές και Λαύρες, προσκυνητάρια και Μητροπόλεις, σ' Αυτήν τα αφιερώνουν οι άνθρωποι. Τα μεγαλοπρεπέστατα οικοδομήματα στο Όνομά Της τα κτίζουν. Οι Ναοί Της κοσμούν τις κεντρικώτερες πλατείες των μεγαλοπόλεων και τις καλλίτερες τοποθεσίες των εξοχών.
Εις Αυτήν οι αγιογράφοι αφιερώνουν τις ωραιότερες βυζαντινές εικόνες και οι υμνογράφοι τα αριστουργήματα της εκκλησιαστικής υμνωδίας. Οι ψαλμωδοί και οι συνθέτες δημιουργούν τις περιπαθέστερες και λυρικώτερες ψαλμωδίες τους, οι δε καλλιτέχνες συνθέτουν τα πλέον υπέροχα δημιουργήματα τους για την Αειπάρθενο.

Πέρασαν από τον πλανήτη μας, αυτοκρατόρισσες δοξασμένες, καλλονές φημισμένες. Εμεσουράνησαν προς στιγμήν.
Έγινε πολύς θόρυβος γύρω από το όνομά τους. Αλλά σε λίγο έπεσαν στη αφάνεια και ξεχάστηκαν δια παντός.
Ποιός τις ξέρει και ποιός τις ενθυμείται σήμερα; Κανείς! Την Παναγία όμως ποιός Την αγνοεί; Και ποιός πιστός δεν την επικαλείται;
Την ξέρουν οι γραμματισμένοι, την τιμούν και οι αγράμματοι. Την σκέπτονται οι τρανοί, την επικαλούνται και οι " εν ανάγκαις" Φέρτε μου σας παρακαλώ, ένα που να μην έχει ακούσει το Ονομά Της.
Θα βρης την Εικόνα Της παντού. Στο κάθε σπίτι, πιθανόν να μη βρης την φωτογραφία των γονέων τους, ίσως να τρώνε χωρίς λάδι το φαγητό από την φτώχεια. Το καντήλι ομως της Παναγίας θα το βρήτε να καίη ακοίμητο. Γιατί;
Διότι η Παναγία έζησε και ευργέτησε του πατέρες μας και εμάς. Και σήμερα είναι κοντά μας και θα είναι μέχρι της συντέλειας των αιώνων. Άπειρα υπήρξαν και είναι τα Θαύματα Της.
Και ομως τον βίο και τα θαύματα της Θεοτόκου ο πολύς κόσμος δεν τα γνωρίζει. Είναι το Πρόσωπο, που τόσο αγαπούμε, αλλά και τόσο αγνοούμε!
Έ λοιπόν! Αυτός είναι ο λόγος, που μας έκανε να εκδώσωμεν τον "Βίον Της Παναγίας" και εν συνέχεια "Τα θαύματα Της".

Είναι ανάγκη και υποχρέωσις να έχη ο κάθε Χριστιανός πλήρη τον βίο της Παναγίας και να γνωρίζει τι έκαμε Αυτή κατά την διαδρομή των αιώνων, για μας.
Είμεθα βέβαιοι ότι το βιβλίο αυτό θα γίνη το προσφιλέστατο ανάγνωσμα κάθε χριστιανικής ψυχής και οικογένειας. Θα μπή και θα βρίσκεται στο κάθε σπίτι. Εάν οι βίοι των άλλων Αγίων που εξεδώσαμε μέχρι τώρα, κυκλοφόρησαν εντός ολίγων ετών εις δεκάδας χιλιάδας αντίτυπα, πιστεύομεν ότι ο "Βίος της Παναγίας" θα κυκλοφορήσει κατά εκατοντάδες χιλιάδων.

Μια παράκληση όμως θερμή θα σου κάνουμε. Να το διαβάσεις προσεκτικά ή μάλλον να το διαβάζεις τακτικά, για να ξέρεις, ώστε στα βάσανα σου να τρέχεις στην Παναγία.
Να είσαι δε βέβαιος ότι όταν πιστεύεις και αγωνίζεσαι να ζης όπως θέλει ο Θεός, θα έχεις την βοήθειά Της. Διότι ¨ουδείς προστρέχων επί Σοι, κατησχυμένος από Σου εκπορεύεται , Αγνή Παρθένε Θεοτόκε, αλλ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα, προς το συμφέρον της αιτήσεως" λέγει το τροπάριο.
Προσπάθησε, εξ άλλου, να το διαδώσης και σε άλλους.
Προσπάθησε να συντελέσης και σύ, όσο μπορείς στη δόξα της Παναγίας με το να διαδοθή και γνωσθή "Ο Βίος Της"
Είναι ανάγκη σήμερα αδελφέ να το κάνουμε αυτό, διότι σήμερα υβρίζουν την Παναγία μας πάρα πολλοί άνθρωποι χυδαιότατα. Οι δυστυχείς Την βλασφημούν διότι δεν γνωρίζουν πραγματικά ποία είναι η Παναγία! Δώσε τους λοιπόν εσύ να διαβάσουν το βιβλίο αυτό και να είσαι βέβαιος ότι θα σταματήσουν να την υβρίζουν.
Εκτός όμως από τους δυστυχείς αυτούς υπάρχουν και άλλοι χειρότεροι εχθροί και υβρισταί Της. Είναι οι αντίχριστοι αιρετικοί, που Την πολεμούν με λύσσα και μανία.
Είναι οι Γιεχωβάδες, οι Προτεσταντες, οι Ευαγγελικοί και πλείστοι άλλοι. Σε δυόμιση χιλιάδες αιρέσεις ανήκουν αυτοί! Και τι βέβηλα και βλάσφημα λόγια λέγουν κατά της Παναγίας μας.
Ε λοιπόν! Εις το βιβλίον αυτό ανατρέπονται, με επιχειρήματα ατράνταχτα, όλες οι συκοφαντίες τους κατά της Αειπάρθενου Μαρίας. Δίδεται η πραγματική ερμηνεία σε κείνα τα δυσκολονόητα χωρία του Ευαγγγελίου, τα οποία παρερμηνεύουν οι αιρετικοί, για να στηρίξουν τις κακοδοξίες τους. Και γνωρίζει ο κάθε Χριστιανός ποια είναι η αλήθεια και πώς έχουν τα πράγματα.
Δεν βλέπετε σήμερα τους Ιεχωβάδες, την Εβραϊκή αυτή προπαγάνδα, πως γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και τι βρισιές λέγουν για την Παναγία μας; Αυτοί μόλις πατήσουν μέσα στο σπίτι η πρώτη τους δουλειά είναι να πετάξουν τις Εικόνες της Παναγίας μας, να τις πατήσουν και να τις κάψουν.
Ε! λοιπόν Χριστιανέ μου, εμείς που αγαπάμε την Παναγία και έχουμε δη τόσα θαύματα από Αυτήν, θα καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια; Θα τους αφήσουμε όλους αυτούς να υβρίζουν την Παναγία μας; Και πως τότε θα έχουμε πρόσωπο να ζητήσουμε την βοήθειά Της στα τόσα βάσανα που θα μας παρουσιάζονται. Πώς θα μας προστατεύσει την ώρα του θανάτου μας από τους πονηρούς δαίμονες; Πώς θα Της πούμε " και πάρεσο μοι αεί ως ελεήμων και συμπαθής και φιλάγαθος, εν με τω παρόντι βίω θερμή προστάτις και βοηθός, τας των εναντίων εφόδους αποτειχίζουσα και προς σωτηρίαν καθοδηγούσα με και εν τω καιρώ της εξόδου μου την αθλία μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινας όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα..."
Διέδωσε λοιπόν και σύ με όποιον τρόπο μπορείς και όσο πιο ευρύτερα δύνασαι, τον "Βίο Της Παναγίας." Τότε οι άνθρωποι εκτός του ότι θα ωφεληθούν ανυπολόγιστα ψυχικά, θα μάθουν και θα μπορούν να αποστομώνουν και τους αιρετικούς.
Διαδίδοντας λοιπόν, τον " Βίο Της Παναγίας" θα έχεις και συ την βοήθεια και την προστασία Της, εν καιρώ ανάγκης, Αμήν.




Η ΣΥΝΑΞΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Στὸ χῶρο τοῦ σύμπαντος τὸ φαινόμενο τῆς ἔκλειψης τοῦ ἡλίου εἶναι κάτι ποὺ συχνὰ συμβαίνει.
Στὸ χῶρο τῆς χριστιανικῆς πίστης ὅμως, ὑπάρχει ἕνας ἥλιος ποὺ δὲν γνωρίζει ἔκλειψη εἰς τὸν αἰώνα.
Εἶναι ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Χριστός!
Μαζί του λάμπει στοὺς αἰῶνες καὶ ὁ ἥλιος τῆς Παναγίας μητέρας Του. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἥλιος, ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Θεοῦ, «ἡ μετὰ Θεὸν Θεός», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, καθὼς εἶναι ἐκείνη ποὺ δέχθηκε μέσα της, ἐκύησε, ἐγέννησε, γαλακτοτρόφησε καὶ ἀνέθρεψε τὸ νοητὸ Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης.
Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἥλιος ἁγνείας, παρθενίας, ὑπακοῆς, ὑπομονῆς, σιωπῆς, ἀγάπης, πίστης, σεμνότητας, καθαρότητας, διακριτικότητας, σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ὡραιότητας. Ἥλιος καλοκαιρινός, δεκαπενταυγουστιάτικος, ποὺ λαμπρύνει τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀποτελεῖ καύχημα καὶ κόσμημα τῶν χριστιανῶν.
Ἂς δοῦμε σύντομα τὴ μοναδικὴ ζωὴ αὐτῆς τῆς μοναδικῆς γυναίκας. Κατὰ τὸ λεγόμενο, «πρωτευαγγέλιο» τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, ὁ ἱερέας Ματθᾶν (23ος ἀπόγονός του Δαβίδ, κατὰ τὸν γενεαλογικὸ πίνακα τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ματθαίου), παντρεύτηκε τὴ Μαρία καὶ μαζὶ ἀπέκτησαν τὸν Ἰακώβ, τὸν πατέρα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ μνήστορος τῆς Παναγίας, καὶ τρεῖς κόρες: τὴ Μαρία, ἡ ὁποία γέννησε τὴ Σαλώμη τὴ μαία, τὴ Σοβῆ, ἡ ὁποία γέννησε τὴν Ἐλισάβετ, τὴ μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου καὶ τὴν Ἄννα, ἡ ὁποία γέννησε τὴ Μαρία, τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἄννα (ἡ μνήμη τῆς τιμᾶται στὶς 25 Ἰουλίου), παντρεύτηκε σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, τὸν τριαντάχρονο τότε Ἰωακείμ (ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 9 Σεπτεμβρίου μαζί με τὴν σύζυγό του Ἄννα), ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ, ὅπως κι ἐκείνη.
Ὅμως πέρασαν 40 χρόνια ἔγγαμου βίου καὶ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα δὲν εἶχαν ἀποκτήσει παιδί. Ἡ ἀτεκνία στὴν ἐποχὴ τοὺς ἦταν μεγάλη ντροπή. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ ντροπὴ τὴν ἔφερναν πάνω τους καὶ οἱ δυό τους ἀγόγγυστα κι ἀδιαμαρτύρητα ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὑπέμεναν τὸ θέλημά Του, Τὸν θερμοπαρακαλοῦσαν, πίστευαν μὲ ἁπλοϊκὴ καὶ πηγαία πίστη στὴν παντοδυναμία Του καὶ περίμεναν…
Ἀπέναντι στὴ τόση πίστη, ὑπομονὴ καὶ προσευχὴ ὁ Θεὸς ἀπάντησε μὲ πολλαπλὰ μεγάλα θαύματα. Στέλνει τὸν ἄγγελό Του καὶ λύει τὴν ἀτεκνία τῆς Ἄννας (9 Δεκεμβρίου). Καὶ ἡ γριὰ καὶ στείρα Ἄννα, ὡς ἄλλη Σάρα, θὰ μείνει ἔγκυος καὶ στὰ 60 της χρόνια θὰ γεννήσει καὶ θ᾿ ἀποκτήσει (8 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα Δευτέρα τοῦ ἔτους 15 π.Χ.) κόρη. Καὶ τί κόρη(!) τὴ Μαρία, τὴ μετέπειτα Παναγία Δέσποινα.
Τῆς ἔδωσαν τ᾿ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς της, ὅμως τὸ καθένα ἀπὸ τὰ πέντε γράμματα τοῦ ὀνόματός της παραπέμπει καὶ σὲ ἕνα γυναικεῖο πρόσωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ ὁποῖο διακρίθηκε γιὰ μία τουλάχιστον ἀρετή:
ἡ Μαριάμ, γιὰ τὴν ἁγνότητά της,
ἡ Ἀβιγαία (=πηγὴ χαρᾶς), γιὰ τὴν ταπείνωση & τὴ σωφροσύνη της,
ἡ Ραχήλ (=ἀμνάδα), γιὰ τὴν ὀμορφιά της,
ἡ Ἱουδήθ, γιὰ τὴν ἀνδρειοφροσύνη & τὴν πίστη της,
ἡ Ἄννα (=Θεία Χάρη), γιὰ τὴν ὑπομονή της.
Ἔτσι τὸ ὄνομα Μαρία περιγράφει καὶ τὰ χαρίσματα τῆς Παναγίας.
Στὸ δῶρο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τῆς Μαρίας, ἀπαντοῦν μὲ ἀντίδωρο. Προσφέρουν στὸ Θεὸ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς πρόσφερε. Φέρνουν στὸ ναὸ καὶ ἀφιερώνουν στὸ Θεὸ τὴν τρίχρονη(!) κορούλα τους. Μεγάλη ἡ καρδιὰ τους – Μεγάλη ἡ ἀπόφασή τους – Μεγάλη ἡ πίστη τους. Ἂς τοὺς θαυμάσουμε καὶ ἂς τοὺς μοιάσουμε.
Τὸ τρίχρονο κοριτσάκι τρέχοντας ἀνέβηκε τὰ σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ κι ἔπεσε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἁγίου ἀρχιερέα Ζαχαρία. Ἐκεῖνος προφανῶς, γνωρίζοντας ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτὸ τὸ παιδί, γεμάτος χαρά, ἀφοῦ πρῶτα πείθει τὸν λαὸ γιὰ τὸ σωστό της παράδοξης ἀπόφασής του, ὁδηγεῖ (21 Νοεμβρίου) τὴ μικρὴ κόρη στὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» του ναοῦ (!!!), ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ μόνο ὁ ἀρχιερέας ἔμπαινε κι αὐτὸς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο.
Ἐκεῖ φυλάσσονταν ἀπὸ τοὺς ἱσραηλίτες τὰ ἱερότερα τῶν κειμηλίων τους, ἡ κιβωτὸς τῆς Διαθήκης ποὺ περιεῖχε τὶς πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν καὶ τὸ δοχεῖο μὲ τὸ μάννα.
Ἐκεῖ θὰ παραμείνει ἐπὶ 12 συναπτὰ ἔτη ἡ πιὸ ἁγνὴ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ἡ μικρὴ Μαρία, ζωντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ὑπακοὴ καὶ τρεφόμενη ἀπὸ ἀγγελικὰ χέρια, καθὼς ἐκείνη ἔμελλε νὰ ἀναδειχθεῖ μεγαλύτερη κι ἀπὸ τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» καὶ νὰ γίνει ἡ νέα κιβωτὸς ποὺ μέσα της θὰ στέγαζε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Στὰ ἐννέα της χρόνια θὰ γνωρίσει τὴν πίκρα τῆς ὀρφάνιας, καθὼς θὰ στερηθεῖ καὶ τοὺς δυὸ ἀγαπημένους γονεῖς της. Ἔτσι οἱ ἱερεῖς τοῦ ναοῦ καὶ οἱ συγγενεῖς της, ὅταν πλέον ἦρθε ἡ ὥρα (σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν) νὰ ἀφήσει τὸ ναὸ καὶ νὰ βγεῖ ἔξω στὸν κόσμο, ἀποφασίζουν νὰ μὴν τὴν ἀφήσουν μόνη ἐκτεθειμένη στοὺς κινδύνους τῆς ζωῆς, ἀλλὰ νὰ τὴν προστατεύσουν.
Τὴν θέτουν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Ἰωσήφ, ἑνὸς μακρινοῦ συγγενῆ της (ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω), τοῦ ὁποίου ἡ γυναίκα εἶχε πεθάνει καὶ τοῦ εἶχε ἤδη ἀφήσει 7 παιδιά, 4 ἀγόρια καὶ 3 κορίτσια (τὰ ὁποῖα ἀργότερα θὰ θεωρηθοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς ἐποχῆς, ὡς ἀδέλφια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ ἀπόφασή τους αὐτὴ ἐπικυρώθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, καθὼς κατὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰωσὴφ ὡς μνηστήρα τῆς Μαρίας, ἕνα περιστέρι βγῆκε ἀπὸ τὴ ράβδο του καὶ πέταξε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του.
Ὁ Ἰωσὴφ παρέλαβε τὴ 16χρονη Μαρία, παρὰ τοὺς δισταγμοὺς ποὺ εἶχε, ἐπειδὴ ἦταν χῆρος με παιδιὰ καὶ μεγάλος σε ἡλικία (75 ἐτῶν).
Ἡ Μαρία δὲν πρόλαβε νὰ κλείσει χρόνο στὴ νέα της ζωὴ κι ἕνα ἀνοιξιάτικο κυριακάτικο ἀπόγευμα στὶς 25 τοῦ Μαρτιοῦ, ἐνῶ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά της ἦταν προσηλωμένη στὴν νοερὰ προσευχή, μὲ τὰ χείλη σιγόψελνε ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ μὲ τὰ χέρια χρυσοκένταγε τὸ νέο «καταπέτασμα» τοῦ ναοῦ, ἄκουσε ἀπὸ τ᾿ Ἀρχαγγελικὰ τοῦ Γαβριὴλ τὰ χείλη, τὴν ἐκπλήρωση τοῦ «πρωτευαγγελίου».
«Χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία!. Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».
Ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ νὰ συμβεῖ τὸ ποθούμενο, καθὼς ἁγιωτέρα καὶ καθαροτέρα ψυχὴ δὲν ὑπῆρξε μέχρι τότε, οὔτε θὰ ὑπάρξει σὰν αὐτὴ τῆς Παναγίας.
«Μὴ φοβᾶσαι, Μαρία, θὰ γεννήσεις τὸ Γιὸ τοῦ Ὑψίστου. Πνεῦμα Ἅγιο θὰ σὲ ἐπισκιάσει».
Καὶ ἡ ἀπάντησή της ποὺ ἀκολούθησε τοὺς πρώτους ἀνθρώπινους δισταγμούς της:
«Ἰδού, ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου».
Ἡ σωτήρια ἀπάντηση ποὺ περίμενε ὅλος ὁ κόσμος, δόθηκε. Ἡ Μαρία ἔγγυος (καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὴν ἀγγίξει ἄνδρας!!!).
Δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς τοῦ δίκαιου Ἰωσήφ.
Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου θὰ τὸν ἐνημερώσει γιὰ τὰ συμβάντα καὶ ἔτσι ἐκεῖνος, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κόσμου θὰ πάρει τὴν εὐθύνη καὶ θὰ καλύψει τὴν Παρθένο.
Ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ θὰ γίνει μάνα ὄντας παρθένος. Παρθένος πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὸν τοκετό.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὶς εἰκόνες της ἁγιογραφεῖται μὲ τρία ἀστέρια (δυὸ στοὺς ὤμους καὶ ἕνα στὸ μέτωπο) πάνω στὴν ἐσθήτα της καὶ ὑμνολογεῖται ὡς «Νύμφη ἀνύμφευτη».
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ βέβαια, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς ὄχι μόνο του Ἰωσήφ, μὰ καὶ κάθε ἀνθρώπου.
Κι ὅμως ἡ ἐξαδέλφη τῆς Μαρίας ἡ Ἐλισάβετ, φωτιζόμενη ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸ πεῖ: «ἦρθε σὲ μένα ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου» καὶ τὸ βρέφος ποὺ εἶχε στὴν κοιλιά της θὰ σκιρτήσει μὲ τὴν παρουσία τῆς Παρθένου Μαρίας.
Ἀκολουθεῖ τὸ ταξίδι πρὸς τὴν Βηθλεὲμ τὴ γενέτειρα τοῦ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν ἐκεῖ ὁ ἴδιος καὶ ἡ Μαρία, σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου.
«Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικτε πάσιν ἡ Ἐδέμ».
Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄσημο χωριὸ ποὺ βρίσκεται 10 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ γεννήσει ἡ Παρθένος σ᾿ ἕναν στάβλο καὶ θὰ ἐναποθέσει σ᾿ ἕνα παχνὶ τὸν κτίσαντα τὸν κόσμο ὅλον.
Ὁ Ἐμμανουήλ (=ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας) εἶναι ἐδῶ κι ἡ μάνα του κρυφὰ Τὸν καμαρώνει, καθὼς ἁπλοϊκὰ τσομπανόπουλα Τὸν προσκυνοῦνε, ἄγγελοι Τὸν ὑμνοῦνε, ἄδολα ζῶα Τὸν ζεσταίνουν μὲ τὰ χνῶτα τους, μάγοι (σπουδαγμένοι πανεπιστήμονες τοῦ καιροῦ τους) Τὸν χρυσώνουν.
Στὶς 8 μέρες ἀκολουθεῖ ἡ περιτομὴ καὶ ἡ ὀνοματοδοσία τοῦ νεαροῦ ἀγοριοῦ. Ἰησοῦς θἆναι τ᾿ ὄνομά Του.
Στὶς 40 μέρες οἱ εὐλογημένοι γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ, ἀκολουθώντας τὴν παράδοση καὶ τὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, θὰ φέρουν τὸ παιδὶ στὸ ναό, γιὰ νὰ πάρουν ὅλοι μαζὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συνεχίσουν ἔτσι οἱ γονεῖς μὲ δύναμη καὶ φρόνηση, τὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ τους.
Θὰ ἀκολουθήσει ἡ φυγὴ τῆς ἁγίας οἰκογένειας στὴν Αἴγυπτο, κατόπιν ἀγγελικῆς προτροπῆς, γιὰ νὰ γλιτώσει ὁ μικρὸς Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ φονικὸ μαχαίρι τοῦ Ἡρώδη. Ἀγόγγυστα καὶ μὲ χαρὰ ἡ Μαρία  θὰ ὑποφέρει τὸν ξεριζωμὸ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὸν ξενιτεμὸ πρὸς χάριν τοῦ παιδιοῦ της.
Δὲν θὰ ἀργήσει ὅμως νὰ ἔλθει καὶ ἡ ποθητὴ μέρα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα καὶ ἡ ἐγκατάσταση τῆς ἱερῆς οἰκογένειας στὴ Γαλιλαία.
Τὴν Παναγία θὰ τὴν ξανασυναντήσουμε στὰ εὐαγγέλια. Θὰ ψάχνει ἐναγωνίως τὸ δωδεκάχρονο πιὰ ἀγόρι της, ποὺ Τὸ εἶχε χάσει, κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου εἶχαν πάει γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα.
Ἄραγε μέσα σὲ τί ἀγωνία θὰ ζοῦσε ἡ ἁγία της ψυχὴ ἐκεῖνες τὶς τρεῖς ἡμέρες ποὺ πέρασαν, προτοῦ βρεῖ τὸν Ἰησοῦ νὰ διδάσκει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα Του, τοὺς σοφοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ ναοῦ;
Τὴ λαχτάρα ποὺ τῆς ἔδωσε τότε ὁ Γιός της, θὰ τῆς τὴν ξεπληρώσει Ὅταν πιὰ τριαντάχρονος θ᾿ ἀρχίσει τὸ δημόσιο ἔργο Του. Γιὰ χάρη τῆς μητέρας Του τότε θὰ κάνει τὸ πρῶτο θαῦμα Του, ἂν καὶ ἦταν παράκαιρο ὅπως τῆς εἶπε. Ἐντούτοις, θὰ κάνει τὸ νερὸ κρασὶ στὸν ἐν Κανᾷ γάμο γιὰ νὰ συνεχισθεῖ τὸ γλέντι καὶ ἡ χαρὰ τῶν παρευρισκομένων σ᾿ αὐτὸ τὸ γιορτάσι, διότι… Ἐκείνη Τοῦ τὸ ζήτησε!
Σὲ κάποια ἄλλη στιγμὴ ὅμως, ὅταν Τὸν ἀναζητοῦσαν ἡ μητέρα του καὶ τ᾿ ἀδέρφια Του, θὰ πεῖ πὼς μητέρα μου κι ἀδέρφια μου εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐφαρμόζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οἱ καλοθελητὲς θὰ σχολιάσουν πὼς πλήγωσε μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, τὴ μητέρα Του. Λέτε, ἀλήθεια, νὰ ἀδιαφοροῦσε τόσο πολὺ γιὰ Ἐκείνη ὁ Κύριος; Ποιός; Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἦταν καρφωμένος πάνω στὸ Σταυρό, καὶ φρικτὰ ὑπέφερε, ἐντούτοις νοιάστηκε γιὰ ΄κείνη, γιὰ νὰ μὴν μείνει μόνη καὶ ἀπροστάτευτη μετὰ τὸ θάνατό Του καὶ τὴν ἔθεσε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ἀγαπημένου Του μαθητῆ, τοῦ Ἰωάννη. Κι Ἐκείνη λέτε νὰ μὴ γνώριζε τὴ σημασία τῶν παραπάνω λόγων τοῦ παιδιοῦ της, ὅταν ἦταν:
Ἐκείνη ποὺ Τὸν γέννησε καὶ Τὸν ἀνέθρεψε;
Ἐκείνη ποὺ Τὸν παράστεκε σ᾿ ὅλες τὶς περιοδεῖες Του;
Ἐκείνη ποὺ στὸ Γολγοθὰ ἐπάνω καὶ κάτω ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ τοῦ παιδιοῦ της ἀνήμπορη καὶ μόνη παρακολουθεῖ τὰ φρικτὰ γενόμενα ποὺ σὰν κοφτερὸ λεπίδι σχίζουν τὰ σωθικὰ της;
«Σφαγήν Σου τὴν ἄδικον Χριστέ, ἡ Παρθένος βλέπουσα..»
(ὅπως εἶχε προφητεύσει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὅταν κατὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου στὸ ναὸ εἶχε πεῖ:
«Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴ διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. 2, 35).
Ἐκείνη ποὺ κατὰ τὴν ἀποκαθήλωση ἔλουσε μὲ τὰ δάκρυά της, μύρωσε καὶ νεκροπρεπῶς ἐνταφίασε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Γιοῦ της;
Ἐκείνη ποὺ πρωτοτίμησε ὁ Γιός της μὲ τὴν ἀναστημένη παρουσία Του;
Ἐκείνη ποὺ μπροστὰ στὰ μάτια της Γιός της καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς;
Ἐκείνη ποὺ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔλαβε στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μαζί με τοὺς Ἀποστόλους;
Ἐκείνη ποὺ ξεκίνησε μετὰ ἀπὸ τὸν κλῆρο ποὺ τῆς ἔλαχε, νὰ πάει νὰ κηρύξει τὸ Γιό της στὴν Ἰβηρία; Ἀλλὰ τελικά, τὸ θέλημα τοῦ Γιοῦ της ἦταν νὰ βρεθεῖ στὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθωνα καὶ αὐτὸς ὁ εὐλογημένος τόπος νὰ τῆς παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀπὸ τότε καὶ ἕως τὰ τέλη τῶν αἰώνων ὡς περιβόλι δικό της.
Ἡ Παναγία γνώριζε ἀπὸ τὸν τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ὅλα τὰ μελλούμενα, ἀλλὰ «διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. δ´ 51).
Μιὰ συνεχὴς σιωπή, προσευχή, διακριτικὴ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση, ἦταν ἡ ζωή της.
Κι ἔτσι συνέχισε νὰ πολιτεύεται καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Γιοῦ της στοὺς οὐρανούς.
«Ξενυχτοῦσε στὴν προσευχή. Καὶ δὲν προσευχόταν ὄρθια ἢ γονατιστή. Χρωμάτιζε τὴν προσευχή της μὲ τὶς ἐπίμονες γονυκλισίες (=μετάνοιες). Ἔκανε τόσες πολλὲς μετάνοιες, ὥστε στὰ ἁγία γόνατά της σχηματίστηκαν «κόμποι» (ὅπως τῆς γίδας). Τὸ δὲ μάρμαρο ποὺ ἀκουμποῦσαν τὰ γόνατά της ...βαθούλωσε!!!
Μετὰ τὴν ὁλονύκτια προσευχή της, ξάπλωνε γιὰ λίγο, ἔχοντας σὰ στρῶμα μία πέτρα. Ἡ δὲ προσευχή της (καὶ τί προσευχή!) ἔκανε θαύματα! (Ἡ Παναγία προσευχόταν!)
Θεράπευε ἄρρωστους, ἔβγαζε δαιμόνια κ.λ.π.
Ὅμως ἡ φιλεύσπλαχνος Παρθένος δὲν εἶχε περιορισθεῖ μόνο στὴν προσευχή, ἀλλ᾿ εἶχε ἀνοιχθεῖ καὶ πρὸς τὸν κόσμο.
Δὲν ἐπικοινωνοῦσε μονὸ μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν κόσμο.
Τὴ νύχτα δηλαδὴ τὴν εἶχε ἀφιερώσει στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἡμέρα στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸ συνάνθρωπο.
Ὑποδεχόταν τοὺς ξένους με πλατειὰ καρδιά. Καὶ τοὺς περιποιόταν.
Ἔκανε ἐλεημοσύνες.
Ἔτρεχε στὰ ὀρφανά, στὶς χῆρες, στοὺς καταπονημένους, στοὺς θλιβομένους.
Ἡ μεγάλη της εὐσπλαχνία ράγιζε καὶ τὶς πέτρινες ψυχές.
Ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα σὲ ἡλικία ἄγνωστη σὲ μᾶς (ἄλλοι λένε 59 ἐτῶν καὶ ἄλλοι 74 καὶ κάτι, ποὺ εἶναι ἴσως καὶ τὸ πιθανότερο), νὰ πάει νὰ συμβασιλεύσει στοὺς οὐρανοὺς μαζί με τὸν Γιό της «πεποικιλμένη τῇ Θείᾳ δόξῃ».
Ὁ Ἄγγελος Γαβριὴλ τῆς φέρνει τὴν εἴδηση τῆς ἀναχώρησής της μετὰ τρεῖς ἡμέρες στοὺς οὐρανούς, προσφέροντάς της ἕνα κλαδὶ φοίνικα ποὺ εἶναι σύμβολο ἀθανασίας.
Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἡμερῶν, ἔκανε ὅλες τὶς ἀπαραίτητες ἑτοιμασίες ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ γίνουν γι᾿ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Προσευχήθηκε στὸ ἀγαπημένο της ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κι ἐκεῖ τὰ δέντρα ἔκλιναν τὶς κορφές τους γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν, νὰ τὴν τιμήσουν καὶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσουν.
Μὰ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν τελειωμό.
Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν διασκορπιστεῖ στὰ πέρατα τῆς γῆς γιὰ νὰ κηρύξουν «Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον».
Τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὅμως, σύννεφα τοὺς ἅρπαξαν καὶ τοὺς μετέφεραν «Γεσθημανῇ τῷ χωρίῳ», στὸ σπίτι τῆς Παναγίας.
Παρόντες ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ὁ Ἰερόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Δὲν μποροῦσαν ν᾿ ἀφήσουν μόνη της τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτὲς τὶς τελευταῖες ἐπίγειες στιγμές της. Κι Ἐκείνη τοὺς μιλάει, τοὺς νουθετεῖ, τοὺς καθοδηγεῖ καὶ τοὺς παρηγορεῖ, μὲ τὴν ἀπαράμιλλη γλυκύτητα ποὺ τὴν διακρίνει πάντα.
Καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα (9 τὸ πρωὶ τῆς 15ης Αὐγούστου), παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὰ χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Γιοῦ της, ὁ Ὁποῖος τότε ἐκπλήρωσε καὶ τὴν ἐπιθυμία της, νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τοὺς τόπους ὅπου πῆγε Ἐκεῖνος γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς Προπάτορες, ἀλλὰ νὰ δεῖ καὶ τοὺς βασάνους τῶν ἁμαρτωλῶν στὴν κόλαση.
Ὅταν λοιπόν, ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πῆγε τὴν ψυχή της στὸν χῶρο ἐκεῖνο, τόσο συγκλονίσθηκε ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὸ φοβερὸ θέαμα τῶν βασανισμένων στὴν κόλαση ποὺ παρακάλεσε τὸν Γιό της γι᾿ αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς. Καὶ Ἐκεῖνος γιὰ τὸ δικό της χατήρι κάθε χρόνο καὶ γιὰ πενήντα ἡμέρες (ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι τὴν Πεντηκοστή), ἀπελευθερώνει τοὺς κολασμένους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κόλασης.
Ὅταν ἡ Παναγία ἄφησε τὴν τελευταία γήινη πνοή της, ὁ Πέτρος πρῶτος τῆς ψάλλει ἐπιτάφια ἐγκώμια καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι σηκώνουν τὸ νεκροκρέββατό της καὶ προχωροῦνε πρὸς τὸ μνῆμα γιὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸ πανάγιο σκῆνος της.
Ὅμως οἱ πάγκακοι Ἰουδαῖοι δὲν σέβονται οὔτε αὐτὴ τὴν ἱερὴ γιὰ κάθε ἄνθρωπο στιγμή. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς μάλιστα, ὁ Ἰεφονίας ἔπιασε τὸ νεκροκρέββατο τῆς Παναγίας μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἀνατρέψει. Παρευθὺς τοῦ κόβονται, ἀπὸ ἀόρατο σπαθί, τὰ βέβηλα χέρια του. «Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μου συγχώρα με» φωνάζει. Καὶ ἀμέσως ἐπανασυγκολοῦνται τὰ κομμένα μέλη τοῦ σώματός του. Ἄλλοι ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ ὄχλο ποὺ ἀκολουθοῦσε ὀργισμένος καὶ μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιτεθεῖ στὴ νεκρικὴ πομπή, τυφλώνονται. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ τὴν μητέρα Του, θὰ βροῦν τὸ φῶς τους, Ὅταν ὁ θεραπευμένος πλέον Ἰεφονίας, παίρνει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πέτρου τὸ φοίνικα ποὺ εἶχε δώσει ὁ Γαβριὴλ στὴν Παναγία καὶ τοὺς ἀκουμπάει στὰ μάτια.
Ὅμως καὶ πάλι κατὰ θεία εὐδοκία, «εἷς ἐκ τῶν δώδεκα», ὁ Θωμᾶς, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ γενόμενα. Ἁρπάζεται ἀπὸ σύννεφο, μόλις τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὴν κοίμησή της καὶ μεταφέρεται στὴ Γεσθημανή. Ἐκεῖ βλέπει τὴν Παναγία νὰ ἀνεβαίνει σύσσωμη στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ τοῦ δίνει, ὡς ἱερὸ ἐνθύμιό της, τὴν ἁγία ζώνη της, ἡ ὁποία σήμερα φυλάσσεται ὡς θησαυρὸς πολυτιμότατος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Συναντᾶ, λοιπόν, ὁ Θωμᾶς τοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες δὲν ἔφυγαν πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τῆς Παναγίας, καὶ τοὺς θερμοπαρακαλεῖ νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο της, νὰ τὴν δεῖ καὶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσει κι αὐτός.
Καὶ ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος, Ὅταν ἄνοιξαν τὸν τάφο διαπίστωσαν ὅτι αὐτὸς ἦταν ἄδειος ἀπὸ τὸ πανάχραντο σῶμα τῆς Θεοτόκου. Στὸν τάφο μέσα εἶχε μείνει μόνο τὸ σεντόνι μὲ τὸ ὁποῖο τύλιξαν κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τὸ νεκρὸ σῶμα της.
Ἡ Παναγία μετέστη σωματικῶς στοὺς οὐρανούς. Δὲν ἀνέστη ἁπλῶς ἐκ τοῦ τάφου, ὅπως ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ μετέβη ταυτόχρονα ὁλόσωμη στοὺς οὐρανούς, ὅπως τὴν εἶδε ὁ Θωμᾶς.
Ἔτσι θὰ τὴ δοῦνε, μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ὅλοι οἱ μαθητὲς νὰ τοὺς χαιρετᾶ καὶ νὰ τοὺς διαβεβαιώνει: «Χαίρετε, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας», κι ἐκεῖνοι θὰ ἀναφωνοῦν: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν».
Δὲν ἔχουμε λοιπόν, μόνο ἀνάσταση, τὴν πρώτη ποὺ ἐνεργεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς καὶ αὐτὴ πρὸς χάρη τῆς μητέρας Του, ἀλλὰ καὶ ἀνάληψη συνάμα, τῆς Θεοτόκου στοὺς οὐρανούς.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἑορτάζουμε τὸ μικρὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, τὸν Δεκαπενταύγουστο, ὄχι τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου.
«Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα τὰ σὰ Θεοτόκε μυστήρια».
Ἔτσι τίμησε ὁ Χριστὸς τὴ μητέρα Του.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Ὑπερδεδοξασμένη Θεομήτορα, ἔχτισε ναὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ σήμερα ἐπάνω στὸν τάφο της (ποὺ βρίσκεται στὴ Γεσθημανὴ καὶ ὄχι ὅπως λένε οἱ δυτικοὶ στὴ θέση «Καπουλὴ Παναγιά», λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὴν Ἔφεσο).
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Πάναγνη μορφή της, «ἱστόρησε» πάνω ἀπὸ 70 εἰκόνες τῆς Παναγίας. Τὴν πρώτη εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ ἔφτιαξε, τὴν ἔφερε στὴν Κυρία Θεοτόκο κι ἐκείνη τὴν εὐλόγησε. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, εἰκόνες τῆς Παναγίας ποὺ ἔχει φτιάξει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἶναι ἡ Μεγαλοσπηλιώτισσα στὰ Καλάβρυτα,
ἡ Παναγία Σουμελᾶ στὴ Βέροια,
ἡ Κυκκώτισσα στὴν Κύπρο,
ἡ Ἐλεοῦσα στὴ Βίλνα τῆς Ρωσίας καὶ
ἡ Προυσιώτισσα στὴν Εὐρυτανία.
Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης πάλι, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, Ὅταν ἀκόμη ἦταν ἐν ζωῇ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιὰ νὰ τὴν τιμήσουν, ἔχτισαν, στὴν περιοχὴ Λύδδα τῆς Παλαιστίνης, τὴν πρώτη ἐκκλησία ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸ ὄνομά της, τὴν ὁποία μάλιστα ἡ ἴδια ἡ Παναγία ἐγκαινίασε μὲ τὴν παρουσία της.
Οἱ χριστιανοὶ γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Κεχαριτωμένη, τὴν ἔχουν κοσμήσει μὲ πάμπολλα ἐπίθετα καὶ χαρακτηρισμοὺς καὶ τῆς ἔχουν δώσει πλῆθος ὀνομάτων.
Οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ τιμήσουν τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τοὺς 8.000 περίπου ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ἔχουν ἀφιερώσει στὴν μνήμη της τοὺς 2.000. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ περισσότερα μοναστήρια μας.
Ἐπίσης, τ᾿ ἁγιασμένο ὄνομά της τὄχουν δώσει σὲ ἀγαπημένα πρόσωπά τους, σὲ νησιά, ὄρη, χωριὰ κλπ.
Ἐμεῖς ἄραγε, μὲ ποιὸ τρόπο, θὰ τιμήσουμε τὴ μάνα μας, γιατί εἶναι καὶ δική μας μάνα, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶναι ἀδελφός μας;
Ἐμεῖς ἄραγε, μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τιμήσουμε αὐτὸν τὸν Ἀτίμητο Θησαυρὸ τῆς πίστης μας, ποὺ ἂν καὶ μετέστη ἐκ τῆς γῆς, «τὸν κόσμο οὐ κατέλιπε» καὶ σκέπει καὶ φρουρεῖ πάντας ὅσους εὐλαβῶς προστρέχουν στὴν χάρη της;
Ἡ Παναγία δὲν ἀπαιτεῖ τίποτε, ἐνῶ δέχεται τὰ πάντα.
Δὲν ἐπιδιώκει τίποτε καὶ κατέχει τὰ πάντα. (π. Ἀλέξ. Σμέμαν)
Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς διδάξει, οὔτε ν᾿ ἀποδείξει τίποτε.
Ἡ παρουσία της ὅμως καὶ μόνο, μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν χαρά της, ἀπομακρύνει τὸ ἄγχος τῶν φανταστικῶν μας προβλημάτων. (π. Ἀλέξ. Σμέμαν)
Ὅταν ὁ Μέγας Ναπολέων μπῆκε νικητὴς στὸ Λουξεμβοῦργο, οἱ κάτοικοι ἔτρεξαν νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ τῆς πόλεως ποὺ τὰ εἶχαν φυλάξει στὰ χέρια ἑνὸς ἀγάλματος τῆς Παναγίας.
Ἀφήσατέ τα στὰ χέρια τῆς Παναγίας, εἶπε ἐκεῖνος, γιατί ὅ,τι φυλάει ἡ Παναγία εἶναι καλὰ φυλαγμένο.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶπε κάποτε.
Ἕνα δάκρυ τῆς μητέρας μου ἀθώωσε πολλούς.
Ἀλήθεια πόσους ἔχουν ἀθωώσει τὰ δάκρυα καὶ ἡ μεσιτεία τῆς Μεγάλης Μάνας μας τῆς Παναγίας!
Ἡ ἁγιότητα σὲ μιὰ ψυχὴ αὐξάνει ὅσο πιὸ πολὺ αὐξάνει ἡ εὐλάβειά της πρὸς τὴν Παναγία.
Ἀδύνατον νὰ χάσει τὴν ψυχή του ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὴν Παναγία.


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ.








Η ζω­ή της Πα­να­γί­ας μας σκι­α­γρα­φεί­ται α­πό τους Ευαγγελιστές, τα λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α της Εκ­κλη­σί­ας μας (συ­να­ξά­ρια και τρο­πά­ρια των Θε­ο­μη­το­ρι­κών ε­ορ­τών) και τους λό­γους των Α­γί­ων Πα­τέ­ρων. Αυ­τές εί­ναι οι πη­γές για το κεί­με­νο που α­κο­λου­θεί.

Οι γο­νείς της

Η Θε­ο­τό­κος ή­ταν κό­ρη του πλού­σιου κτη­νο­τρό­φου Ι­ω­α­κείμ και της Άν­νας, που κα­τα­γό­ταν α­πό το βα­σι­λι­κό γέ­νος του Δαυ­ίδ.
Ε­πει­δή ο Ι­ω­α­κείμ και η Άν­να ή­ταν ά­τε­κνοι (η Άν­να ή­ταν στεί­ρα), πα­ρα­κα­λού­σαν για πολ­λά χρό­νια το Θε­ό να τους χα­ρί­σει έ­να παι­δί, με την υ­πό­σχε­ση ό­τι το παι­δί που θα γεν­νη­θεί, θα το α­φι­ε­ρώ­σουν σ' Αυ­τόν. Πρέ­πει να ση­μει­ω­θεί ό­τι η α­τε­κνί­α την ε­πο­χή ε­κεί­νη ή­ταν ντρο­πή-κα­τά­ρα για έ­να αν­δρό­γυ­νο και ό­λοι τους πε­ρι­φρο­νού­σαν μέ­σα στην κοι­νω­νί­α. Α­κό­μα και οι ι­ε­ρείς δεν δέ­χον­ταν τα δώ­ρα που πρό­σφε­ραν στο να­ό του Θε­ού, λό­γω της α­τε­κνί­ας τους. Εξ αι­τί­ας αυ­τού η μεν Άν­να πή­γε μέ­σα στον κή­πο τους, ο δε Ι­ω­α­κείμ α­νέ­βη­κε στο βου­νό και ε­κεί με δά­κρυ­α πα­ρα­κα­λού­σαν το Θε­ό να τους χα­ρί­σει έ­να παι­δί και να λύ­σει την α­τε­κνί­α τους. Και ο Θε­ός τους προ­μή­νυ­σε με τον αρ­χάγ­γε­λό Του Γα­βρι­ήλ ό­τι θα συλ­λά­βει η πρώ­ην ά­γο­νος και στεί­ρα Άν­να και θα γεν­νή­σει παι­δί ά­γιο.
Πράγ­μα­τι η Άν­να συ­νέ­λα­βε, και γέν­νη­σε τη Βα­σί­λισ­σα του κό­σμου. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός αυ­τό της συλ­λή­ψε­ως στις 9 Δε­κεμ­βρί­ου: «η σύλ­λη­ψις της Α­γί­ας Άν­νης, μη­τρός της Υ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου».

Η Γέννηση της Θεοτόκου
 
Έ­τσι λοι­πόν συ­νε­λή­φθη και γεν­νή­θη­κε η α­γί­α Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α· ό­χι βέ­βαι­α χω­ρίς σαρ­κι­κή συ­νά­φεια των γο­νέ­ων της. Γεν­νή­θη­κε σε εν­νέ­α μή­νες και, ναι μεν ή­ταν καρ­πός της υ­πο­σχέ­σε­ως του Θε­ού, αλ­λά έ­γι­νε με σπέρ­μα αν­δρός με τη συ­νεύ­ρε­ση των γο­νέ­ων της. Μό­νο ο Κύ­ριός μας Ι­η­σούς Χρι­στός γεν­νή­θη­κε α­πό την α­γί­α Παρ­θέ­νο Μα­ρί­α με τρό­πο α­νέκ­φρα­στο και α­νερ­μή­νευ­το, ό­πως Ε­κεί­νος Μό­νος γνω­ρί­ζει, χω­ρίς να υ­πάρ­χει το σαρ­κι­κό θέ­λη­μα.
Σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση, η Πα­να­γί­α γεν­νή­θη­κε στην Ι­ε­ρου­σα­λήμ. Μά­λι­στα οι πα­τέ­ρες της α­γι­ο­τα­φι­κής α­δελ­φό­τη­τας δεί­χνουν στους προ­σκυ­νη­τές τον τό­πο γέν­νη­σης της Θε­ο­τό­κου, που βρί­σκε­ται κον­τά στην προ­βα­τι­κή κο­λυμ­βή­θρα. Ο­νο­μά­στη­κε Μα­ριάμ (Μα­ρί­α ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νο) που σημαί­νει Κυ­ρί­α, Ελ­πί­δα.
Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει τη γέν­νη­ση της Θε­ο­τό­κου στις 8 Σε­πτεμ­βρί­ου: «το Γε­νέ­θλιον της Υ­πε­ρα­γί­ας Δε­σποί­νης η­μών Θε­ο­τό­κου και α­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας».

Η εί­σο­δος της Θε­ο­τό­κου στον Να­ό

Ό­ταν η Μα­ρί­α έ­φθα­σε τον τρί­το χρό­νο της η­λι­κί­ας της, την έ­φε­ραν οι γο­νείς της -σύμ­φω­να με την υ­πό­σχε­σή τους-στο Να­ό, και την πα­ρέ­δω­σαν στους ι­ε­ρείς. Σύμ­φω­να με το έ­θι­μο, τη συ­νό­δευ­σαν λαμ­πα­δο­φο­ρού­σες «παρ­θέ­ναι των Ε­βραί­ων».
Α­φού την πα­ρέ­λα­βε ο ι­ε­ρέ­ας και προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας, πα­τέ­ρας του Ι­ω­άν­νου Προ­δρό­μου,κι­νού­με­νος α­πό τη θεί­α βου­λή, την ο­δή­γη­σε στο ε­σω­τε­ρι­κό και α­γι­ώ­τε­ρο μέ­ρος του Να­ού, στα ά­για των Α­γί­ων. Ε­κεί έ­ζη­σε δώ­δε­κα χρό­νια και α­ξι­ω­νό­ταν κα­θη­με­ρι­νά θεί­ες φα­νε­ρώ­σεις, ε­νώ θεί­ος άγ­γε­λος-ο Αρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ-της έ­φερ­νε συ­νε­χώς ου­ρά­νια τρο­φή. Έ­τσι, ζών­τας μέ­σα στο χώ­ρο της α­γι­ό­τη­τας, ε­τοι­μα­ζό­ταν ο «έμ­ψυ­χος να­ός εις κα­τοί­κη­σιν του Κυ­ρί­ου».
Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός με την ε­ορ­τή των Ει­σο­δί­ων στις 21 Νο­εμ­βρί­ου: «μνή­μη της εν τω Να­ώ Ει­σό­δου της Θε­ο­μή­το­ρος»

Ο Ευ­αγ­γε­λι­σμός της Θε­ο­τό­κου

Ό­ταν η Μα­ρί­α έ­γι­νε δε­κα­πέν­τε ε­τών, οι γο­νείς της εί­χαν κοι­μη­θεί, γι' αυ­τό οι ι­ε­ρείς φρόν­τι­σαν να την α­πο­κα­τα­στή­σουν. Προ­έ­κρι­ναν ως κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο τον δί­και­ο Ι­ω­σήφ. Η Γρα­φή τον ο­νο­μά­ζει Δί­και­ο: «Ι­ω­σηφ δε ο α­νήρ αυ­τής, δί­και­ος ων..­.» (Ματθ. α­';­19), που ση­μαί­νει πως εί­χε ό­λες τις α­ρε­τές. Ο Γέ­ρον­τας Ι­ω­σήφ ή­ταν χή­ρος και πα­τέ­ρας με ε­πτά παι­διά α­πό άλ­λη γυ­ναί­κα. Αυ­τά εί­ναι τα «θε­τά» ά­δέλ­φια του Ι­η­σού και ό­χι παι­διά της Θε­ο­τό­κου, η ο­ποί­α εί­ναι Α­ει­πάρ­θε­νος, πα­ρέ­μει­νε δη­λα­δή Παρ­θέ­νος και με­τά τη γέν­νη­ση του Κυ­ρί­ου και πο­τέ δεν ήλ­θε σε σαρ­κι­κή ε­πα­φή με τον Ι­ω­σήφ, ό­πως βλά­σφη­μα δι­δά­σκουν οι προ­τε­στάν­τες και άλ­λοι αι­ρε­τι­κοί. Έ­τσι ο αρ­ρα­βώ­νας ή­ταν α­πα­ραί­τη­τος, για να κα­λυ­φθεί η υ­περ­φυ­σι­κή γέν­νη­ση του Ι­η­σού με την πα­ρου­σί­α του Ι­ω­σήφ.
Ο Ι­ω­σήφ πα­ρέ­λα­βε τη Μα­ριάμ και ήρ­θε στη Να­ζα­ρέτ. Τον τέ­ταρ­το μή­να με­τά την έ­ξο­δό της α­π' το Να­ό, ο Αρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ πα­ρου­σι­ά­στη­κε μπρο­στά της λέ­γον­τάς: «Χαί­ρε, κε­χα­ρι­τω­μέ­νη, ο Κύ­ριος με­τά σου, ευ­λο­γη­μέ­νη συ εν γυ­ναι­ξί..­.­».
Η Μα­ριάμ α­κού­γον­τας το χαι­ρε­τι­σμό τα­ρά­χτη­κε. «Μη φο­βά­σαι» της λέ­γει ο Αρ­χάγ­γε­λος «Μη φο­βού Μα­ριάμ εύ­ρες γαρ χά­ριν πα­ρά τω Θε­ώ» (Λουκ. α­'28-30). Γι' αυ­τό θα συλ­λά­βεις και θα γεν­νή­σεις Υι­ό και θα τον ο­νο­μά­σεις Ι­η­σού. «Και ι­δού συλ­λή­ψη εν γα­στρί και τέ­ξη υι­όν, και κα­λέ­σεις το ό­νο­μα αυ­τού Ι­η­σούν» (Λουκ. α­'­31).
Η Παρ­θέ­νος στο ά­κου­σμα αυ­τό ρω­τά­ει τον άγ­γε­λο: «Πως έ­σται μοι τού­το; Ε­πεί άν­δρα ου γι­νώ­σκω;» (Πως θα γί­νει αυ­τό, α­φού δεν γνω­ρί­ζω σαρ­κι­κά άν­τρα;­). Καί ο άγ­γε­λος της λύ­νει την α­πο­ρί­α λέ­γον­τάς της: «Πνεύ­μα Ά­γιον ε­πε­λεύ­σε­ται ε­πί σε και δύ­να­μις Υ­ψί­στου ε­πι­σκιά­σει σοι» (Λουκ. α­'­35) (Θα έλ­θει σε σέ­να το Ά­γιο Πνεύ­μα και θα σε σκε­πά­σει η Δύ­να­μη του Υ­ψί­στου).
Τό­τε η Παρ­θέ­νος, α­πο­κρί­θη­κε προς τον άγ­γε­λο: «­Ι­δου η δού­λη Κυ­ρί­ου, γέ­νοι­τό μοι κα­τά το ρή­μά σου»­.(Λουκ. α­'­37) (Να η δού­λη του Κυ­ρί­ου, ας γί­νει σ' ε­μέ­να σύμ­φω­να με τον λό­γο σου).
Α­πό ε­κεί­νη τη στιγ­μή ο Κύ­ριος μας Ι­η­σούς Χρι­στός σαρ­κώ­θη­κε στη μή­τρα της α­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας γί­α τη σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­πι­νου γέ­νους.
Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό στις 25 Μαρ­τί­ου: «ο Ευ­αγ­γε­λι­σμός της Υ­πε­ρα­γί­ας Δε­σποί­νης η­μών Θε­ο­τό­κου και α­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας».

Η Μα­ριάμ ε­πι­σκέ­πτε­ται την Ε­λι­σά­βετ

Η μα­κα­ρί­α Παρ­θέ­νος Μα­ριάμ, έ­χον­τας μέ­σα στα σπλά­χνα της Αυ­τόν που δεν τον χω­ρά­ει το σύμ­παν, έ­φυ­γε βι­α­στι­κά α­πό τη Να­ζα­ρέτ για κά­ποι­α πό­λη στα ο­ρει­νά της Ι­ου­δαί­ας, ό­που κα­τοι­κού­σε το ευ­λο­γη­μέ­νο αν­δρό­γυ­νο, ο Ζα­χα­ρί­ας με την Ε­λι­σά­βετ. Σκο­πός της ή­ταν να βρει την Ε­λι­σά­βετ, που ή­ταν συγ­γε­νής της, και να την συγ­χα­ρεί για την εγ­κυ­μο­σύ­νη της γε­ρον­τι­κής της η­λι­κί­ας, την ο­ποί­α πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε α­πό τον άγ­γε­λο «και ι­δού Ε­λι­σά­βετ η συγ­γε­νής σου και αυ­τή συ­νει­λη­φυί­α υι­όν εν γή­ρει αυ­τής, και ού­τος μην έ­κτος ε­στίν αυ­τή τη κα­λου­μέ­νη στεί­ρα»(Λουκ. α 38) (και να που η Ε­λι­σά­βετ η συγ­γε­νής σου έ­χει συλ­λά­βει και αυ­τή γιο στα γη­ρα­τειά της, και αυ­τός εί­ναι ο έ­κτος μή­νας της εγ­κυ­μο­σύ­νης γι' αυ­τήν που τη φω­νά­ζα­νε στεί­ρα). Πε­ρισ­σό­τε­ρο ό­μως ή­θε­λε να της δι­η­γη­θεί τα με­γά­λα και θαυ­μα­στά που ευ­δό­κη­σε και έ­κα­με σ' αυ­τήν ο παν­το­δύ­να­μος Θε­ός. «Και ε­γέ­νε­το ως ή­κου­σεν η Ε­λι­σά­βετ τον α­σπα­σμόν της Μα­ρί­ας, ε­σκίρ­τη­σε το βρέ­φος εν τη κοι­λί­α αυ­τής». Η Ε­λι­σά­βετ μό­λις ά­κου­σε τον χαι­ρε­τι­σμό της Παρ­θέ­νου αι­σθάν­θη­κε ό­τι το ε­ξά­μη­νο βρέ­φος στα σπλά­χνα της σκίρ­τη­σε α­πό χα­ρά. Και με το σκίρ­τη­μα αυ­τό ο Ι­ω­άν­νης ο Πρό­δρο­μος, πριν ά­κό­μα δει το φως του αι­σθη­τού η­λί­ου, προ­φη­τεύ­ει την α­να­το­λή του νο­η­τού Η­λί­ου (του Χρι­στού). Α­μέ­σως τό­τε η γε­ρόν­τισ­σα Ε­λι­σά­βετ, με το φω­τι­σμό του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ά­να­γνώ­ρι­σε την Παρ­θέ­νο Μα­ριάμ σαν Μη­τέ­ρα του Κυ­ρί­ου και Θε­ού μας και δο­ξο­λό­γη­σε με­γα­λό­φω­να το Χρι­στό που έ­φε­ρε στα σπλά­χνα της: «και πό­θεν μοι τού­το ί­να έλ­θη η μή­τηρ του Κυ­ρί­ου μου προς με;» (Λουκ. α 43). Και η Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη α­πό την α­γαλ­λί­α­ση που της έ­δω­σε το Ά­γιο Πνεύ­μα, έ­ψαλ­λε την -ο­νο­μα­σθεί­σα- ω­δή της Θε­ο­τό­κου: «Με­γα­λύ­νει η ψυ­χή μου τον Κύ­ριον και η­γαλ­λί­α­σε το πνεύ­μα μου ε­πί τω Θε­ώ τω σω­τή­ρί μου..­.» (Λουκ. α ­46-47).
Στη συ­νέ­χεια η Μα­ριάμ έ­μει­νε τρεις μή­νες κον­τά στην Ε­λι­σά­βετ,και έ­πει­τα ε­πέ­στρε­ψε στο σπί­τι της. «Έ­μει­νε δε Μα­ριάμ συν αυ­τή ω­σεί μή­νας τρεις και υ­πέ­στρε­ψεν εις τον οί­κον αυ­τής» (Λουκ. α­'­56).

Οι αμ­φι­βο­λί­ες του Ι­ω­σήφ και η δι­ά­λυ­σή τους α­πό τον άγ­γε­λο.

Ο Ι­ω­σήφ,με­τά α­πό λί­γο και­ρό, προ­βλη­μα­τί­ζε­ται έν­το­να δι­ό­τι «πριν η συ­νελ­θείν αυ­τούς ευ­ρέ­θη εν γα­στρί έ­χου­σα εκ Πνεύ­μα­τός Α­γί­ου»(Ματθ. α 18­). Αν­θρώ­πι­να ερ­μη­νεύ­ον­τας την α­δι­και­ο­λό­γη­τη εγ­κυ­μο­σύ­νη της Πα­να­γί­ας, α­πο­φα­σί­ζει να την δι­ώ­ξει μυ­στι­κά. Ε­πει­δή ή­ταν «δί­και­ος», δεν ή­θε­λε να την δι­α­πομ­πεύ­σει πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά, ό­πως προ­έ­βλε­πε ο νό­μος. «Ι­ω­σηφ δε ο α­νήρ αυ­τής, δί­και­ος ων και μη θέ­λων αυ­τήν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ε­βου­λή­θη λά­θρα α­πο­λύ­σαι αυ­τήν»(Ματθ. α­'­19).
Τό­τε πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στον Ι­ω­σήφ άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου και του λέ­ει: «­Ι­ω­σηφ, υι­ός Δαυ­ίδ μη φο­βη­θής πα­ρα­λα­βείν Μα­ριάμ την γυ­ναί­κά σου, το γαρ εν αυ­τή γεν­νη­θέν εκ Πνεύ­μα­τός ε­στιν Α­γί­ου»(Ματθ. α­'20). Έ­τσι ο Ι­ω­σήφ έ­κα­νε ό­πως τον δι­έ­τα­ξε ο άγ­γε­λος και, α­φού πα­ρέ­λα­βε την Παρ­θέ­νο στο σπί­τι του, «ουκ ε­γί­νω­σκεν αυ­τήν» (Ματθ. α­'­25), δεν την γνώ­ρι­σε σαρ­κι­κά πο­τέ ως σύ­ζυ­γο, ού­τε και ό­ταν γέν­νη­σε τον πρω­τό­το­κο και μο­να­δι­κό γιο της, τον Ι­η­σού.

Το τα­ξί­δι στη Βη­θλε­έμ και η γέν­νη­σις του Κυ­ρί­ου

Με το δι­ά­ταγ­μα του αυ­το­κρά­το­ρα Καί­σα­ρα Αυ­γού­στου να α­πο­γρα­φεί ό­λος ο πλη­θυ­σμός που ή­ταν κά­τω α­πό την Ρω­μα­ϊ­κή κυ­ρι­αρ­χί­α, ο Ι­ω­σήφ και η εγ­κυ­μο­νού­σα Μα­ριάμ έ­πρε­πε να α­πο­γρα­φούν στον τό­πο της κα­τα­γω­γής τους, στη Βη­θλε­έμ της Ι­ου­δαί­ας. «Ε­ξηλ­θε δόγ­μα πα­ρά Καί­σα­ρος Αυ­γού­στου α­πο­γρά­φε­σθαι πά­σαν την οι­κου­μέ­νην»(Λουκ. β'1). Έ­τσι ύ­στε­ρα α­πό έ­να κου­ρα­στι­κό τα­ξί­δι, φθά­νουν στη Βη­θλε­έμ. «Ανέ­βη δε και ο Ι­ω­σήφ α­πό της Γα­λι­λαί­ας, εκ πό­λε­ως Να­ζα­ρέτ εις την Ι­ου­δαί­αν εις πό­λιν Δαυ­ίδ ή­τις κα­λεί­ται Βη­θλε­έμ, δια το εί­ναι αυ­τόν εξ οί­κου και πα­τριάς Δαυ­ίδ» (Λουκ. β'4).
Λό­γω της πλη­θώ­ρας των α­πο­γρα­φο­μέ­νων, δε βρί­σκουν που­θε­νά κα­τά­λυ­μα. «Ουκ ην αυ­τοίς τό­πος εν τω κα­τα­λύ­μα­τι»(Λουκ. β'6).
Μό­νο σ' έ­να σταύ­λο βρή­καν λί­γο χώ­ρο για την πα­ρα­μο­νή τους.
Ε­κεί θέ­λη­σε να γεν­νη­θεί ο φι­λάν­θρω­πος και τα­πει­νός Κύ­ριος, ο Λυ­τρω­τής του κό­σμου, ό­που και τον σπαρ­γά­νω­σε η Θε­ο­τό­κος σε μια φάτ­νη των ζώ­ων για να ζε­στα­θεί. «Ε­κει ε­πλή­σθη­σαν αι η­μέ­ραι του τε­κείν αυ­τήν, και έ­τε­κε τον υι­όν αυ­τής τον πρω­τό­το­κον, και ε­σπαρ­γά­νω­σεν αυ­τόν και α­νέ­κλι­νεν αυ­τόν εν τη φάτ­νη»(Λουκ. β'6-7). Ε­κεί τον προ­σκύ­νη­σαν και οι ποι­μέ­νες.

Η πε­ρι­το­μή του Κυ­ρί­ου

Σε ο­κτώ μέ­ρες α­πό τη γέν­νη­ση, η Παρ­θέ­νος και ο Ι­ω­σήφ έ­κα­ναν, σύμ­φω­να με το νό­μο, την πε­ρι­το­μή του παι­διού και του έ­δω­σαν το ό­νο­μα «­Ι­η­σους». «Και ό­τε ε­πλή­σθη­σαν η­μέ­ραι ο­κτώ του πε­ρι­τε­μείν το παι­δί­ον, και ε­κλή­θη το ό­νο­μα αυ­τού Ι­η­σούς, το κλη­θέν υ­πό του αγ­γέ­λου προ του συλ­λη­φθή­ναι αυ­τόν εν τη κοι­λί­α» (Λουκ. Β'21).
Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός αυ­τό στις 1 Ι­α­νου­α­ρί­ου.

Ο σα­ραν­τι­σμός της Θε­ο­τό­κου με τον Ι­η­σού

Σα­ράν­τα μέ­ρες με­τά τη γέν­νη­σή Του, ο Ι­η­σούς σύμ­φω­να με τον Ι­ου­δα­ϊ­κό νό­μο ο­δη­γεί­ται για πρώ­τη φο­ρά στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα, στο να­ό του Θε­ού, για να σα­ραν­τί­σει. Η Παρ­θέ­νος ε­δώ συ­ναν­τά τον πρε­σβύ­τη Συ­με­ών, που πα­ρα­κα­λού­σε το Θε­ό να μην πε­θά­νει πριν δει το Μεσ­σί­α: «Νυν, α­πο­λύ­εις τον δού­λόν σου, Δέ­σπο­τα, κα­τά το ρή­μα σου εν ει­ρή­νη, ό­τι εί­δον οι ο­φθαλ­μοί μου το σω­τή­ριόν σου, ο η­τοί­μα­σας κα­τά πρό­σω­πον πάν­των των λα­ών, φως εις α­πο­κά­λυ­ψιν ε­θνών και δό­ξαν λα­ού σου Ισ­ρα­ήλ». Τώ­ρα, Κύ­ρι­ε, ας πε­θά­νω, για­τί εί­δα με τα μά­τια μου τον Σω­τή­ρα μας, α­νέ­κρα­ξε.
Με­τά κοι­τά­ζει τη Θε­ο­τό­κο και της λέ­γει: «Ού­τος κεί­ται εις πτώ­σιν και α­νά­στα­σιν πολ­λών εν τω Ισ­ρα­ήλ και εις ση­μεί­ον αν­τι­λε­γό­με­νον»(Λουκ. β';­34). (Αυ­τός θα γί­νει αι­τί­α να πέ­σουν και να ση­κω­θούν πολ­λοί στο Ισ­ρα­ήλ και θα προ­κα­λέ­σει δι­χο­γνω­μί­α). Και συ­νε­χί­ζει για την Πα­να­γί­α: «Και σου δε αυ­τής την ψυ­χήν δι­ε­λεύ­σε­ται ρομ­φαί­α»(Λουκ. β';­35). (και σέ­να την ψυ­χή σου θα την δι­α­πε­ρά­σει πό­νος ο­ξύς, σα σπα­θιά), υ­πο­νο­ών­τας τη σταύ­ρω­ση του Γιου της. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός με την ε­ορ­τή της Υ­πα­παν­τής, στις 2 Φε­βρου­α­ρί­ου: «η Υ­πα­παν­τή του Κυ­ρί­ου η­μών Ι­η­σού Χρι­στού, εν η ε­δέ­ξα­το Αυ­τόν εις τας αγ­κά­λας αυ­τού ο Δί­και­ος Συ­με­ών»

Η προ­σκύ­νη­ση των Μά­γων

Με­τά τη γέν­νη­ση του Ι­η­σού και τον σα­ραν­τι­σμό, η Θε­ο­τό­κος με τον Ι­ω­σήφ πα­ρέ­μει­ναν στη Βη­θλε­έμ. Στο δι­ά­στη­μα αυ­τό, «μά­γοι α­πό α­να­το­λών πα­ρε­γέ­νον­το εις Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα»(Ματθ. β'1).
Με­τά την προ­σκύ­νη­ση του Κυ­ρί­ου, οι Μά­γοι ε­πι­στρέ­φουν στην πα­τρί­δα τους, για­τί άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου τους ει­δο­ποί­η­σε να φύ­γουν α­πό άλ­λο δρό­μο και να μη πά­νε στον Η­ρώ­δη, που ή­θε­λε να σκο­τώ­σει τον Ι­η­σού. «Και χρη­μα­τι­σθέν­τες κα­τ'; ό­ναρ μη α­να­κάμ­ψαι προς Η­ρώ­δην, δι' άλ­λης ο­δού α­νε­χώ­ρη­σαν εις την χώ­ραν αυ­τών»(Ματθ. β' 12).

Η φυ­γή στην Αί­γυ­πτο

Πριν ο Η­ρώ­δης δι­α­τά­ξει τη σφα­γή των νη­πί­ων «α­πό δι­ε­τούς και κα­τω­τέ­ρω, κα­τά τον χρό­νον, ον η­κρί­βω­σε πα­ρά των μά­γων»(Ματθ. β' ­16), άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου πα­ρου­σι­ά­ζε­ται «κα­τ' ό­ναρ» στον Ι­ω­σήφ και του λέ­γει: «Να πά­ρεις το παι­δί και τη μη­τέ­ρα Του και να φύ­γεις στην Αί­γυ­πτο. Να μεί­νεις ε­κεί, έ­ως ό­του θα σε ε­νη­με­ρώ­σω. Ο Η­ρώ­δης θέ­λει να σκο­τώ­σει το παι­δί». «Πα­ρά­λα­βε το παι­δί­ον και την μη­τέ­ρα αύ­τού και φεύ­γε εις Αί­γυ­πτον, και ί­σθι ε­κεί, έ­ως αν εί­πω σοι. Μέλ­λει γαρ Η­ρώ­δης ζη­τείν το παι­δί­ον του α­πο­λέ­σαι αυ­τό»(Ματθ. β' ­13).
Πράγ­μα­τι, ο Ι­ω­σήφ ξύ­πνη­σε α­μέ­σως τη Θε­ο­τό­κο και έ­φυ­γαν μέ­σα στο σκο­τά­δι σαν πρό­σφυ­γες. Έ­φτα­σαν στην Αί­γυ­πτο και έ­μει­ναν ε­κεί μέ­χρι το θά­να­το του Η­ρώ­δη: «Ο δε ε­γερ­θείς πα­ρέ­λα­βε το παι­δί­ον και την μη­τέ­ρα αυ­τού νυ­κτός και α­νε­χώ­ρη­σεν εις Αί­γυ­πτον, και ην ε­κεί έ­ως της τε­λευ­τής Η­ρώ­δου»(Ματθ. β' ­14-15).
Σή­με­ρα στο πα­λαι­ό Κά­ι­ρο, κον­τά στο μο­να­στή­ρι του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, βρί­σκε­ται το σπή­λαι­ο με το πη­γά­δι, ό­που έ­μει­νε η α­γί­α οι­κο­γέ­νεια κα­τά τη διά­ρκεια της δι­α­μο­νής της στην Αί­γυ­πτο.
Με­τά το θά­να­το του Η­ρώ­δη και ύ­στε­ρα α­πό ει­δο­ποί­η­ση του αγ­γέ­λου η α­γί­α οι­κο­γέ­νεια ε­πέ­στρε­ψε «εις γην Ισ­ρα­ήλ», ό­που εγ­κα­τα­στά­θη­κε και πά­λι στη Να­ζα­ρέτ: «Και ελ­θών κα­τώ­κη­σεν εις πό­λιν λε­γο­μέ­νην Να­ζα­ρέτ, ό­πως πλη­ρω­θή το ρη­θέν δια των προ­φη­τών, ό­τι Να­ζω­ραί­ος κλη­θή­σε­ται»(Ματθ. β'­23). Ε­δώ ο γέ­ρον­τας Ι­ω­σήφ ερ­γα­ζό­ταν ως ξυ­λουρ­γός και α­πό μι­κρός ο Ι­η­σούς τον βο­η­θού­σε, ε­νώ πα­ράλ­λη­λα «ηύ­ξα­νε και ε­κρα­ται­ού­το πνεύ­μα­τι»(Λουκ. β'­40).


Ο Ι­η­σούς δω­δε­κά­χρο­νος στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα

Η Παρ­θέ­νος και ο Ι­ω­σήφ, ως κα­λοί Ι­ου­δαί­οι, α­νέ­βαι­ναν μια φο­ρά το χρό­νο στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα, για να προ­σκυ­νή­σουν στο να­ό. Ό­ταν ο Ι­η­σούς έ­γι­νε δώ­δε­κα χρό­νων, τον πή­ραν μα­ζί τους, σύμ­φω­να με τα Ι­ου­δα­ϊ­κά έ­θι­μα: «Και ε­πο­ρεύ­ον­το οι γο­νείς αυ­τού κα­τ'; έ­τος εις Ι­ε­ρου­σα­λήμ τη ε­ορ­τή του Πά­σχα και ό­τε ε­γέ­νε­το ε­τών δώ­δε­κα α­να­βάν­των αυ­τών εις Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα κα­τά το έ­θος της ε­ορ­τής..­.­»(Λουκ. β'­41-42). Ε­κεί στο Να­ό πα­ρέ­μει­νε ο μι­κρός Ι­η­σούς, δι­α­φεύ­γον­τας α­πό την προ­σο­χή των γο­νέ­ων του, ό­που συ­νέ­βη το θαυ­μα­στό γε­γο­νός της δι­δα­σκα­λί­ας του δω­δε­κά­χρο­νου Ι­η­σού προς τους δι­δα­σκά­λους και ο δι­ά­λο­γός Του με την Πα­να­γί­α μη­τέ­ρα Του: «Παι­δί μου, για­τί μας έ­κα­νες έ­τσι; Να που ο πα­τέ­ρας σου κι ε­γώ με πό­νο σε α­να­ζη­τού­σα­με. Και εί­πε προς αυ­τούς: Για­τί με α­να­ζη­τού­σα­τε; Δε γνω­ρί­ζα­τε ό­τι στο σπί­τι του Πα­τέ­ρα μου πρέ­πει να εί­μαι;» (Λουκ. β ­48-49). Και η Θε­ο­τό­κος, συ­νε­χί­ζει το κεί­με­νο του ευ­αγ­γε­λι­στή Λου­κά, «δι­ε­τή­ρει πάν­τα τα ρή­μα­τα ταύ­τα εν τη καρ­δί­α αυ­τής» Και ο Ι­η­σούς «κα­τέ­βη με­τ' αυ­τών και ήλ­θεν εις Να­ζα­ρέτ, και ην υ­πο­τασ­σό­με­νος αυ­τοίς»(Λουκ. β' 51).

Στον γά­μο της Κα­νά

Η Θε­ο­τό­κος α­κο­λού­θη­σε τον Ι­η­σού σ' ό­λες τις ευ­αγ­γε­λι­κές Του ο­δοι­πο­ρί­ες κα­τά τη διά­ρκεια της δη­μό­σιας ζω­ής Του,με­τά τη βά­πτι­σή Του. Εί­ναι ό­μως πάν­το­τε η σι­ω­πη­λή πα­ρου­σί­α που κι­νεί­ται με υ­πα­κο­ή και πλή­ρη εμ­πι­στο­σύ­νη στον Θε­άν­θρω­πο Κύ­ριο και Υι­ό της.
Τε­λευ­ταί­οι λό­γοι της Πα­να­γί­ας πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στα Ευ­αγ­γέ­λια στον γά­μο της Κα­νά: «γά­μος ε­γέ­νε­το εν Κα­νά της Γα­λι­λαί­ας και ην η μή­τηρ του Ι­η­σού ε­κεί.­»(Ί­ω. β 1). Και ε­πει­δή έ­λει­ψε το κρα­σί «λέ­γει η μή­τηρ του Ι­η­σού προς αυ­τόν· οί­νον ουκ έ­χου­σι. Λέ­γει αυ­τή ο Ι­η­σούς· τι ε­μοί και συ γύ­ναι; Ού­πω η­κει η ώ­ρα μου. Λέ­γει η μή­τηρ αυ­τού τοις δι­α­κό­νοις· ο,τι αν λέ­γη υ­μίν, ποι­ή­σα­τε» (Ί­ω. β 3-5). Η Πα­να­γί­α μας κα­τά­λα­βε ό­τι τα λό­για αυ­τά του Χρι­στού δεν ή­ταν άρ­νη­ση, γι' αυ­τό συμ­βού­λε­ψε τους υ­πη­ρέ­τες «να κά­νε­τε ο,τι σας πει». Και με­τά α­πό λί­γο συ­νέ­βη η θαυ­μα­στή με­τα­τρο­πή του νε­ρού σε κρα­σί, το πρώ­το θαύ­μα της δη­μό­σιας ζω­ής του Κυ­ρί­ου μας. Αυ­τή η τε­λευ­ταί­α φρά­ση της Πα­να­γί­ας μας θε­ω­ρεί­ται '­η Δι­α­θή­κη της Θε­ο­τό­κου­', η πα­ρα­κα­τα­θή­κη της για ό­λους τους χρι­στια­νούς ό­λων των αι­ώ­νων.
«Με­τά τού­το κα­τέ­βη εις Κα­περ­να­ούμ αυ­τός και η μή­τηρ αυ­τού και οι α­δελ­φοί αυ­τού και οι μα­θη­ταί αυ­τού, και ε­κεί έ­μει­ναν ου πολ­λάς η­μέ­ρας » (Ί­ω. β 12). Α­πό τό­τε η Θε­ο­τό­κος στα Ευ­αγ­γέ­λια εί­ναι η σι­ω­πη­λή πα­ρου­σί­α που α­κο­λου­θεί, συμ­πο­ρεύ­ε­ται και συμ­πά­σχει με τον Χρι­στό.


Σταυ­ρός και Α­νά­στα­ση

Ευ­ρι­σκό­με­νη κά­τω α­π' τον Σταυ­ρό, πά­νω στο Γολ­γο­θά, αι­σθά­νε­ται σαν να τη δι­α­περ­νά ρομ­φαί­α, κα­τά την προ­φη­τεί­α του α­γί­ου Συ­με­ών του Θε­ο­δό­χου.
Ου­σι­α­στι­κά δεν συμ­πα­ρί­στα­ται μό­νο στο δρά­μα πά­νω στο Γολ­γο­θά, αλ­λά συμ­με­τέ­χει στον πό­νο του Γιου της και Θε­ού της. Δι­πλός ο πό­νος και η πί­κρα. «Ει­στή­κει­σαν δε πα­ρά τω Σταυ­ρώ του Ι­η­σού η μή­τηρ αυ­τού και η α­δελ­φή της μη­τρός αυ­τού, Μα­ρί­α η του Κλω­πά και Μα­ρί­α η Μα­γδα­λη­νή»(Ι­ω. ι­θ' ­25).
Σι­ω­πη­λή α­κού­ει να της λέ­ει ο Γιος της: «Γύ­ναι, ί­δε ο υι­ός σου» και να της δεί­χνει τον α­γα­πη­μέ­νο του μα­θη­τή Ι­ω­άν­νη. Και να λέ­ει στο μα­θη­τή του: «­Ι­δου η μή­τηρ σου». Και α­πό την ώ­ρα ε­κεί­νη, «έ­λα­βεν ο μα­θη­τής αυ­τήν εις τα ί­δια» ( Ι­ω. ι­θ';­26-27). Δη­λα­δή πή­ρε την Πα­να­γί­α στο σπί­τι του, για να την προ­στα­τέ­ψει σαν μη­τέ­ρα του.
Την ε­πο­μέ­νη του Σαβ­βά­του προς την Κυ­ρια­κή η Πα­να­γί­α μα­ζί με τις άλ­λες μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναί­κες πή­γαν στον τά­φο του Ι­η­σού να Τον α­λεί­ψουν με α­ρώ­μα­τα.
Μό­λις έ­φτα­σαν στον τά­φο, εί­δαν τον άγ­γε­λο Κυ­ρί­ου και το κε­νό μνή­μα και πρώ­τη ά­κου­σε το χαρ­μό­συ­νο γε­γο­νός της Α­νά­στα­σης: «Και ει­σελ­θού­σαι εις το μνη­μεί­ον εί­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον εν τοις δε­ξιοίς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λήν λευ­κήν, και ε­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. Ο δε λέ­γει αυ­ταίς, μη εκ­θαμ­βεί­σθε. Ι­η­σούν ζη­τεί­τε τον Να­ζα­ρη­νόν, τον ε­σταυ­ρω­μέ­νον. η­γέρ­θη, ουκ έ­στιν ώ­δε. ί­δε ο τό­πος, ό­που έ­θη­καν αυ­τόν»(Μαρκ. ι­στ' 5-6).
Ό­ταν ε­πέ­στρε­φαν α­πό τον τά­φο, πρώ­τη τον άν­τί­κρυ­σε και τον προ­σκύ­νη­σε, κα­θώς φα­νε­ρώ­θη­κε ο Κύ­ριος λέ­γον­τας τον πρώ­το λό­γο Του με­τά την Α­να­στα­ση: «Χαί­ρε­τε»!

Η Πα­να­γί­α κον­τά στους Α­πο­στό­λους και την Πεν­τη­κο­στή

Α­πό τις πρά­ξεις των Α­πο­στό­λων γνω­ρί­ζου­με ό­τι η Πα­να­γί­α πα­ρέ­μει­νε κον­τά τους μέ­χρι την η­μέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής: «Πάν­τες ή­σαν προ­σκαρ­τε­ρούν­τες ο­μο­θυ­μα­δόν τη προσευχή και τη δε­ή­σει συν γυ­ναι­ξί και Μα­ρί­α τη μη­τρί του Ιησού»(Πραξ. α­' ­14). Και κα­τό­πιν βέ­βαι­α, σύμ­φω­να με την α­πο­στο­λι­κή πα­ρά­δο­ση, η Θε­ο­τό­κος α­πό το σπί­τι της στη Γεθση­μα­νή, πάν­το­τε στή­ρι­ζε, συμ­βού­λευ­ε και προ­σευ­χό­ταν για την πρώ­τη Έκ­κλη­σία και τους α­γί­ους α­πο­στό­λους που ευαγγελί­ζον­ταν την οι­κου­μέ­νη.

Η η­λι­κί­α της Θε­ο­τό­κου, σύμ­φω­να με τους Α­γί­ους Πα­τέ­ρες

Η Πα­να­γί­α ό­ταν μπή­κε στο Να­ό ή­ταν τρι­ών ε­τών· έ­μει­νε στο ι­ε­ρό δώ­δε­κα χρό­νια,δε­κα­πέν­τε ε­τών· τρεις μή­νες α­φού βγή­κε α­πό το ι­ε­ρό μέ­χρι τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό και εν­νέ­α μή­νες κυ­ο­φο­ρί­α, δε­κα­έ­ξη ε­τών γεν­νά τον Χρι­στό. Έ­ζη­σε με τον Χρι­στό τριά­ντα δύ­ο χρό­νους,ά­ρα σα­ραν­τα­ο­κτώ ε­τών ζει την Σταύ­ρω­ση, την Α­νά­στα­ση και την Α­νά­λη­ψή Του. Έ­ζη­σε με­τά α­π' την Πεν­τη­κο­στή άλ­λα έν­τε­κα χρό­νια και ε­κοι­μή­θη στη Γεθσημανή, σε ηλικία πενήντα εννέα ετών.

Pages