Ο υπαρξισμός ως ρεύμα είναι μια από τις φιλοσοφικές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα. Οι απολογητές του αμφισβητούσαν την εγκυρότητα όλων των θεωριών και συστημάτων που είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της παραδοσιακής φιλοσοφίας και εισηγούνταν, βασιζόμενοι στο cogito του Καρτέσιου, ένα νέο ξεκίνημα με βάση τις δικές τους απόψεις.
Όρος και πλαίσιο
Ο όρος εισήχθη τον 20ο αιώνα από τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ, φιλόσοφο, δραματουργό και μουσικοκριτικό, εκπρόσωπο του θεϊστικού υπαρξισμού, σε αντιδιαστολή προς τη φιλοσοφική τάση του Σαρτρ προς τον αθεϊστικό υπαρξισμό. Ωστόσο, ως τάση διαμορφώθηκε αρκετά νωρίτερα, από τον Σαίρεν Κίρκεργκωρ, που υπήρξε και ο κύριος εισηγητής της. Αντιδρώντας στη διδασκαλία της φιλοσοφίας ως είχε τότε διαμορφωθεί ο Κίρκεργκωρ απαίτησε να αντιμετωπίζεται ο άνθρωπος όχι ως απρόσωπη οντότητα, αλλά ως υπάρχον πρόσωπο. Με άλλα λόγια η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, όπως συνόψισε αργότερα ο Σαρτρ, το πνεύμα της διδασκαλίας του Κίρκεργκωρ.
Το ευρύτερο πλαίσιο του φιλοσοφικού στοχασμού των υπαρξιστών ήταν η άρνησή τους στη φιλοσοφία, ως αντικειμενική και θεωρητική επιστήμη και η θεώρηση ότι η φιλοσοφία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη. Ειδικά, επίκεντρο ενδιαφέροντος του υπαρξισμού δεν ήταν πράγματα, ιδέες ή έννοιες αλλά ο άνθρωπος ως μοναδική και ανεπανάληπτη ύπαρξη. Η ύπαρξη, ως μοναδικός τύπος κάθε ανθρώπου, δεν έχει στατικές έμφυτες ιδιότητες, όπως πιστευόταν ότι συμβαίνει με την ουσία του, αλλά διαμορφώνεται αέναα με την προσωπική του δράση, με αποτέλεσμα να ευθύνεται και γι’ αυτό στο οποίο θα καταλήξει. Έτσι, οι υποστηρικτές του υπαρξισμού διαχωρίστηκαν από την καρτεσιανή παράδοση και οι Γάλλοι υπαρξιστές, ειδικότερα, έθεσαν ως έμβλημά τους την ύπαρξη να προηγείται της ουσίας, ορίζοντας συγχρόνως ηγεμόνα των αισθήσεων την αφή και όχι την όραση: «Υπάρχω σημαίνει λερώνω τα χέρια μου».
Υπαρξιστές όπως ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ και Αλμπέρ Καμύ ασχολήθηκαν με όλες τις παραμέτρους των καταστάσεων του ανθρώπου, μεταξύ των οποίων και αυτή της απόλυτης ελευθερίας.
Υπαρξισμός και ελευθερία
Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ νωρίτερα και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ αργότερα επιμένουν πως δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό σημείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να προσανατολιστεί ο άνθρωπος. Κανόνας του είναι ο εαυτός του και οφείλει ο ίδιος να δημιουργεί τους κανόνες του. Συνεπώς, ο αυτοκαθορισμός της συμπεριφοράς ως ενέργεια ελευθερίας είναι κάτι αναπόδραστο στον άνθρωπο. Αντίκρυ, δηλαδή, στην επικείμενη στιγμή της ζωής και στις προ-κείμενες περιστάσεις της, έχει ο άνθρωπος να καθορίσει ο ίδιος τη συμπεριφορά του και δεν είναι δυνατόν να συμβεί κάτι άλλο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να παραιτηθεί από την ελευθερία του ως πηγή αυτοκαθορισμού.
Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Σαρτρ: «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Καταδικασμένος, γιατί δεν εδημιούργησε, δεν έπλασε μόνος του τον εαυτό του κι ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος, γιατί από τη στιγμή που πετάχτηκε στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει».
Η υπευθυνότητα, ωστόσο, του ανθρώπου δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια της ατομικής του υποκειμενικότητας. Καθώς ο άνθρωπος εκλέγει τον εαυτό του, μέσα από τις πράξεις του, εκλέγει ταυτόχρονα και μια εικόνα για τον άνθρωπο γενικά. Με αυτόν τον τρόπο η ευθύνη του επεκτείνεται και δεσμεύει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Υπό αυτούς τους όρους, τόσο ο Σαρτρ όσο και ο Αλμπέρ Καμύ θα υπερβούν την αρχή της αυτοδέσμευσης του πρακτικού υποκειμένου ως μόνης δυνατής δέσμευσης. Ο Καμύ επεχείρησε να εισάγει μια καντιανού τύπου «κατηγορική προσταγή», «η οποία ζητά το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ακόμα και μέσα σε ένα σύμπαν γυμνό από κάθε νόημα και χωρίς κανένα υπερβατικό λόγο να το κυβερνάει». Ο Σαρτρ με τη σειρά του δημιούργησε τον κανόνα «πράξε όπως θα ήθελες όλη η ανθρωπότητα να πράττει». Επιπλέον, στη δεύτερη περίοδο της σκέψης του, ο επεχείρησε να εντάξει την ελευθερία στο προλεταριακό κίνημα και στον αγώνα για την αταξική κοινωνία.
Βικιπαιδεία