τ. Κοσμήτορα Θεολ Σχολης Παν/μίου Αθηνών
Αν η αρχή αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, πόσο μάλλον πρέπει να βρίσκει την εφαρμογή της στον χώρο του ίδιου του Χριστιανισμού, σχετικά με την εκκλησιαστική ( επισκοπική και μοναστηριακή) περιουσία. ΄Οχι ως καπιταλιστική συσσώρευση χρήματος, αλλά ως γεωκτησία, η περιουσία αυτή, κατά κανόνα, έχει «κατά Θεόν» πρόελευση (δωρεές, αφιερώματα των ίδιων των μοναχών στο μοναστήρι τους, πολιτειακές παροχές κ.τ.ό.). Και αυτό, διότι οι Επισκοπές και τα Μοναστήρια, σε δυσχείμερους μάλιστα καιρούς (παρατεινόμενη δουλεία), προσέφεραν τεράστιο κοινωνικό έργο, πού ο Λαός το εκτιμούσε απεριόριστα. Διότι τα Μοναστήρια ήταν αληθινή κολυμβήθρα πνευματικής και κοινωνικής αναγέννησης. Γι’ αυτό ο βαθύς γνώστης της Ορθοδοξίας, αείμνηστος καθηγητής Στήβεν Ράνσιμαν, έγραφε, ότι ήταν ευλογημένα τα χωριά που κοντά τους είχαν κάποιο μοναστήρι. Τα μοναστήρια μας αναδείχθηκαν σε αληθινή «κιβωτό του Γένους», σώζοντας και την πίστη του και τον τρόπο ζωής του, τον πολιτισμό του. Γι’ αυτό οι Βαυαροί το πρώτο που έκαμαν, μαζί με τα εγχώρια όργανά τους, για την προώθηση του εξευρωπαϊσμού μας, ήταν η διάλυση των μοναστηριών στην πλειοψηφία τους και η διαρπαγή της περιουσίας τους. Ήξεραν ότι στα Μοναστήρια σωζόταν κυριολεκτικά το Έθνος.
Ο Κανών 28 των Αγίων Αποστόλων ορίζει: «Πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτων ο Επίσκοπος εχέτω την φροντίδα και διοικείτω αυτά, ως του Θεού εφορώντος. Μη εξείναι δε αυτώ σφετερίζεσθαί τι εξ αυτών, ή συγγενέσιν ιδίοις τα του Θεού χαρίζεσθαι. Ει δε πένητες είεν, επιχορηγείτω ως πένησιν, αλλά μη προφάσει τούτων τα της Εκκλησίας απεμπολείτω». Κατά την ερμηνεία του μεγαλυτέρου Κανονολόγου μας, αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (+1809) σε μία ελεύθερη και συντομευμένη χρήση της: «Ο Επίσκοπος έχει την φροντίδα όλων των πραγμάτων της Εκκλησίας, είτε χωραφιών και ακινήτων (απο)κτημάτων, είτε κειμηλίων και κινητών και τα «κυβερνά» (διαχειρίζεται) με φόβο και προσοχή, «στοχαζόμενος ότι έχει τον Θεόν έφορον και εξεταστήν εις την κυβέρνησιν (διαχείριση) αυτών». Όμως δεν έχει και την άδεια να τα οικειοποιείται και να λέγει, ότι είναι δικό του κάτι από αυτά, ή να τα χαρίζει σε συγγενείς του… Εάν δε οι συγγενείς του αυτοί είναι φτωχοί, ας δίνει και σ΄ αυτούς, επειδή όμως είναι φτωχοί και όχι ως συγγενείς του. Ας τους ελεεί από την ετήσια συγκομιδή και όχι εξ αιτίας τους να δικαιούται να πωλεί κάποιο από αυτά. Ο Επίσκοπος δηλαδή ή ο Ηγούμενος είναι όχι ιδιοκτήτες, αλλ’ απλοί «οικονόμοι» (διαχειριστές) των αγαθών, που ανήκουν στον Θεό και τον Λαό Του!
Το πνεύμα των αγίων Πατέρων μας είναι «να μένουν αναφαίρετα τα κειμήλια και τα κτήματα» των Εκκλησιών και αυτό κατοχυρώνεται από ολόκληρη σειρά Κανόνων και Διατάξεων των Αγίων. Και το ερώτημα είναι: Γιατί; Από τους πρώτους ήδη χριστιανικούς αιώνες ο Επίσκοπος μένει στα πνευματικά, υπάρχει όμως ειδικός κληρικός, ο «οικονόμος», που «οικονομεί» (φροντίζει) τα εκκλησιαστικά πράγματα και κτήματα, «ίνα μη διασκορπίζωνται και κακώς εξοδεύωνται», χάνονται δηλαδή. Η Σύνοδος μάλιστα έχει την ευθύνη να ελέγχει και τιμωρεί τον Επίσκοπο, που αμελεί, φθάνοντας μέχρι την έκπτωσή του από τον επισκοπικό θρόνο. Τα ίδια ισχύουν και για τον Ηγούμενο, που κακώς διαχειρίζεται την μοναστηριακή περιουσία.
Το πνεύμα της Ορθοδοξίας είναι, ότι η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία ΠΡΕΠΕΙ να μένει στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι, διότι τότε είναι πραγματικά «λαϊκή», ανήκει στον λαό. Όταν το ίδιοποιηθεί κάποιος, και μάλιστα «άρχοντας», δηλαδή ισχυρός, παύουν να ανήκουν στον λαό και γίνονται δική του ιδιοκτησία. Αυτό πρέπει να ισχύει και σήμερα. Τα μοναστηριακά κτήματα μπορούν να εκχωρούνται για κάποια χρόνια σε φτωχούς γεωργούς, για να τα καλλιεργούν και να διαθρέφουν την οικογένειά τους. Να μην χαριστούν όμως, διότι, όπως έχει συμβεί, οι γεωργοί θα τα πουλήσουν και τα χωράφια θα χαθούν. Μετά να επιστρέφονται πάλι εκεί, όπου ανήκουν, για την συμπαράσταση και σε άλλους. Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό και φιλάνθρωπο κλίμα μπορεί να κινηθεί η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Διαβάζω συχνά, ότι κάποιοι περιμένουν τον «χωρισμό» Εκκλησίας-Πολιτείας, για να βρουν «νόμιμους» τρόπους διαρπαγής της εκκλησιαστικής περιουσίας, στο πνεύμα των Βαυαρών και των μετά τον Καποδίστρια (ήθελε την αξιοποίησή της) κρατικών ηγετών. Ξεχνούν όμως, ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 17) προστατεύεται η ιδιοκτησία. Γιατί λοιπόν να μην επικαλεσθεί το Σύνταγμα και ο εκκλησιαστικός χώρος; Μήπως δεν δικαιώθηκαν οι Μονές, που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όταν ζημιώθηκαν περιουσιακά επί Ανδρέα Παπανδρέου – Αντώνη Τρίτση (1987); Ο «χωρισμός» θα είναι μόνιμος πονοκέφαλος για την Πολιτεία! Ο διοικητικός χωρισμός υπάρχει (ν. 590/1977, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας). Ο «χωρισμός», ως αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από την ζωή του ΄Εθνους -αυτόν στην ουσία θέλουν- θα είναι αδύνατος, διότι δεν θα λείπει ποτέ «η μαγιά» του Μακρυγιάννη, άρα ματαιοπονούν.
Και κάτι άλλο, μια και ο λόγος για διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Σε κάθε Μητρόπολη υπάρχει το «Μητροπολιτικό Συμβούλιο», που αποφασίζει γι’ αυτά. Σ’ αυτό μετέχουν ex officio και δύο κρατικοί υπάλληλοι (ανώτεροι): ένας δικαστικός και ένας οικονομικός. Αν συμβεί, λοιπόν, ποτέ κάποια ατασθαλία, σημαίνει ότι και αυτοί συγκατένευσαν. Ας το ξέρουμε, λοιπόν, όταν αναζητούμε ενόχους. Παπάδες και Ηγούμενοι μπορούν να «παραπλανήσουν» κρατικούς παράγοντες, όταν οι τελευταίοι στοχεύουν σε κάποιο δικό τους συμφέρον.
Οι πολιτικοί, ο λαϊκισμός και η Εκκλησιαστική περιουσία...
- Η αντιβασιλεία του Όθωνα (αλλοεθνής και προτεσταντική) πιστεύοντας ότι η περιουσία της Εκκλησίας αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους προγόνους στο ελληνικό έθνος και λησμονώντας την ανεκτίμητη προσφορά των ορθοδόξων μοναστηριών στους παλαιότερους και στους ακόμα νωπούς τότε αγώνες της εθνικής παλιγγενεσίας, με τα βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 416 μοναστηριών και τη διάθεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με το πρόσχημα να συσταθεί το «Εκκλησιαστικό Ταμείο». Ήταν όμως τόσο κακή η σύσταση και οργάνωση του ταμείου αυτού, ώστε το μόνο που συνέβη ήταν η διαρπαγή της εκκλησιαστικής περουσίας και η πώληση –εκ μέρους επιτηδείων – ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια. Το 1836 η απαλλοτριωτική διάθεση της Αντιβασιλείας επεκτάθηκε και στην περιουσία των Μοναστηριών που διατηρήθηκαν σε λειτουργία «χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων». Έτσι απαλλοτριώθηκαν υποχρεωτικά και άλλες μοναστηριακές εκτάσεις, ενώ σε όσες απέμειναν επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία.
- Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως δε έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το ελληνικό κράτος επέτεινε την απαλλοτριωτική του επιβολή σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 («αγροτικός νόμος») και άλλους μεταγενέστερους απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά πολλές μοναστηριακές εκτάσεις για την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων και για λόγους «προφανής ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας». Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο 1917 μέχρι 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του ενός δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο το 4% (40 εκατομμύρια δραχμές). Τα υπόλοιπα 960 εκατομμύρια οφείλονται ακόμα! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία! Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο το 50% της γεωργικής γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες, ενώ και η δεύτερη φάση που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1930 ήταν εξίσου μεγάλο το κομμάτι της γης της εκκλησίας που απαλλοτριώθηκε.
- Με το νόμο 4684/1931 περί «Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας» αποφασίσθηκε από την Πολιτεία η ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών παρά τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας. Ο, τι εισπράχθηκε από τη ρευστοποίηση σχεδόν στο σύνολο του εξανεμίστηκε εξαιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της ξενικής κατοχής (1940-1944).
- Με την από 18-09-1952 «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», η Εκκλησία της Ελλάδας υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργίσιμης περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η «μισθοδοσία» των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό –του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 –ως υποχρέωσις του κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά τη δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλλει οποιοδήποτε αντίτιμο – όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 – συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ’άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ’αυτού.
- η Ριζάρειος Σχολή,
- η Ακαδημία Αθηνών,
- το Αιγινήτειο Νοσοκομείο,
- το Μετσόβειο Πολυτεχνείο,
- το Σκοπευτήριο,
- το Πτωχοκομείο,
- η Μαράσλειος Ακαδημία,
- το Θεραπευτήριο «Ευαγγελισμός»,
- το Αρεταίειο νοσοκομείο,
- η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή,
- οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων,
- το Νοσοκομείο Παίδων,
- το Νοσοκομείο Συγγρού,
- το Λαϊκό Νοσοκομείο «Σωτηρία»,
- το Ασκληπιείο Βούλας,
- η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,
- το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης,
- το ΠΙΚΠΑ Βούλας,
- Ιπποκράτειος Νοσοκομείο,
- Γηροκομείο,
- Εθνική Βιβλιοθήκη,
- Πανεπιστήμιο Αθηνών,
- 142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής