Το ερώτημα αυτό επαναλαμβάνεται επίμονα για πρώτη φορά μέσα στα πάνω από 500 χρόνια από τότε που ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος κατέστησε το βιβλίο κοινό κτήμα. Μέχρι σήμερα το ερώτημα αφορούσε μόνο αυτούς που πρακτικά είναι αναλφάβητοι, μόνο δηλαδή όσους χαρακτηρίζονται στο δυτικό κόσμο ως δυσλεκτικοί, και δεν είναι λίγοι. Το ερώτημα βέβαια διατυπώθηκε όταν η ψηφιακή τεχνολογία κατέκτησε τις προτιμήσεις του δυναμικού τμήματος του κοινού στον δυτικό κόσμο και κατέκλυσε στη συνέχεια τον κόσμο ολόκληρο. Δημιουργήθηκε έτσι μια αντιπαλότητα των ψηφιακών μέσων προς το βιβλίο που για τους θαυμαστές τους μέλλουν να κυριαρχήσουν και να σημάνουν το τέλος της έντυπης μορφής του λόγου. Ωστόσο, η αντιπαλότητα βιβλίου – ψηφιακών μέσων μάλλον αποτελεί μια φαντασία και δεν είναι πραγματική. O κόσμος που ζούμε σήμερα είναι ο κόσμος της επιταχυνόμενης δράσης, που διαρκώς γίνεται πιο γρήγορη χάρη στην τεχνολογία και λόγω της έλλειψης χρόνου. Πραγματικά, το να βυθιστεί κανείς σε ένα καλό βιβλίο και να απομονωθεί για κάποιες ώρες από τον κόσμο των μέσων και τις οθόνες τείνει πια να εξελιχθεί σε αναχρονισμό και σίγουρα αποτελεί κάτι το παράδοξο. Δεν υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος και ο ρυθμός που επικρατεί δεν ευνοεί τέτοιες ασχολίες. Η ανάπτυξη της μυστικής ζωής, για την οποία ο αναγνώστης χρειάζεται διαρκώς να τροφοδοτείται και να ανατρέχει σε βιβλία μοιάζει πια με φαντασία και αυταπάτη. Τι απομένει λοιπόν από τους λόγους που μας κάνουν να αναζητούμε τα βιβλία, αφού και η πληροφόρηση που είναι ο τελευταίος από τους λόγους αυτούς, μπορεί σήμερα να πραγματοποιηθεί χωρίς τα βιβλία; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να αντιληφθούμε τη φυσιολογική σημασία που έχει για τον εγκέφαλό μας η ανάγνωση των βιβλίων. Υποστηρίζεται ότι ο εγκέφαλος αναπαριστά στη φαντασία κάθε κατάσταση που περιγράφει ή αφήνει να εννοηθεί η ανάγνωση ενός βιβλίου. Αυτό σημαίνει μια περίπλοκη εγκεφαλική σύνθεση ή με άλλα λόγια έναν εμπλουτισμό της ικανότητας του εγκεφάλου με τη δημιουργία νέων νευρικών διεγέρσεων. Η αντίληψη αυτή, δηλαδή το ότι ο εγκέφαλος υφίσταται κάποια φυσιολογική μεταλλαγή με την εμπειρία της ανάγνωσης, μπορεί να πιστοποιηθεί από την επίδραση που αισθανόμαστε ότι μόνιμα εξασκεί στον προσανατολισμό μας στον κόσμο ένα βιβλίο από αυτά που θεωρούμε ότι μας έχουν ριζικά επηρεάσει. Το βιβλίο και η ανάγνωσή του παραμένουν ως τα θεμέλια της εκπαίδευσης. Έτσι, το να διαβάζεις παραμένει ως στοιχείο κοινωνικής οργάνωσης. Οπωσδήποτε, τα βιβλία εξακολουθούν να προσφέρουν τις πύλες για την είσοδο σε σφαίρες προσωπικής ανάπτυξης και για ταξίδια ατομικής εκπλήρωσης. Παράλληλα, τα βιβλία είναι ο μόνος τόπος συνάντησης των μυστικών τρόπων που χαρακτηρίζουν τις ιδιαίτερες ζωές του συγγραφέα και των αναγνωστών. Η μοναδικότητα του κειμένου δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αμφισβητηθεί. Οι μυστικοί τρόποι των κειμένων δύσκολα μπορούν να βρεθούν στους ψηφιακούς κόσμους της οθόνης και, αν βρεθούν, δεν μπορούν να συγκριθούν με το βιβλίο. Μπορούμε έτσι να πούμε ότι, αν το βιβλίο παρακμάσει σε βαθμό που θα πάψει να επηρεάζει, τότε θα σημάνει και μια καμπή στην ιστορία του πολιτισμού: Δεν θα είμαστε πια δεμένοι με τον ατομικό απομονωμένο στοχασμό και η ικανότητά μας για δημιουργική σκέψη θα υποχωρήσει ανάλογα. Όπως και να το κάνουμε, οι συζητήσεις για το τέλος του βιβλίου μπορεί να είναι αβάσιμες, αφού η τεχνική μάς δίνει σύγχρονες λύσεις πραγματοποιώντας τη βιβλιοθήκη της τσέπης με τις νέες συσκευές ανάγνωσης, που μεταφέρονται παντού και που δεν είναι παρά μια μεταλλαγμένη μορφή του βιβλίου. Δεν έχει έννοια, λοιπόν, το να θρηνούμε για το τέλος του βιβλίου όταν το τεχνικό μέσο γι΄ αυτό δεν είναι παρά μια νέα μορφή του. Αν σταματήσουμε το διάβασμα θα πάψουμε να είμαστε αυτά για τα οποία συνηθίσαμε να είμαστε περήφανοι: Θα πάψουμε να είμαστε εσωτερικά πλούσιοι, θα χάσουμε ίσως μεγάλο μέρος από τους μυστικούς κόσμους που διαφυλάσσουμε και που μας επιτρέπουν να επικοινωνούμε, ο κόσμος σίγουρα θα γίνει πιο φτωχός. Η τεχνική θα πρέπει να προσαρμοσθεί και να υποταχθεί στη σκοπιμότητα που εξασφαλίζει το μέλλον του βιβλίου.
Το ερώτημα αυτό επαναλαμβάνεται επίμονα για πρώτη φορά μέσα στα πάνω από 500 χρόνια από τότε που ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος κατέστησε το βιβλίο κοινό κτήμα. Μέχρι σήμερα το ερώτημα αφορούσε μόνο αυτούς που πρακτικά είναι αναλφάβητοι, μόνο δηλαδή όσους χαρακτηρίζονται στο δυτικό κόσμο ως δυσλεκτικοί, και δεν είναι λίγοι. Το ερώτημα βέβαια διατυπώθηκε όταν η ψηφιακή τεχνολογία κατέκτησε τις προτιμήσεις του δυναμικού τμήματος του κοινού στον δυτικό κόσμο και κατέκλυσε στη συνέχεια τον κόσμο ολόκληρο. Δημιουργήθηκε έτσι μια αντιπαλότητα των ψηφιακών μέσων προς το βιβλίο που για τους θαυμαστές τους μέλλουν να κυριαρχήσουν και να σημάνουν το τέλος της έντυπης μορφής του λόγου. Ωστόσο, η αντιπαλότητα βιβλίου – ψηφιακών μέσων μάλλον αποτελεί μια φαντασία και δεν είναι πραγματική. O κόσμος που ζούμε σήμερα είναι ο κόσμος της επιταχυνόμενης δράσης, που διαρκώς γίνεται πιο γρήγορη χάρη στην τεχνολογία και λόγω της έλλειψης χρόνου. Πραγματικά, το να βυθιστεί κανείς σε ένα καλό βιβλίο και να απομονωθεί για κάποιες ώρες από τον κόσμο των μέσων και τις οθόνες τείνει πια να εξελιχθεί σε αναχρονισμό και σίγουρα αποτελεί κάτι το παράδοξο. Δεν υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος και ο ρυθμός που επικρατεί δεν ευνοεί τέτοιες ασχολίες. Η ανάπτυξη της μυστικής ζωής, για την οποία ο αναγνώστης χρειάζεται διαρκώς να τροφοδοτείται και να ανατρέχει σε βιβλία μοιάζει πια με φαντασία και αυταπάτη. Τι απομένει λοιπόν από τους λόγους που μας κάνουν να αναζητούμε τα βιβλία, αφού και η πληροφόρηση που είναι ο τελευταίος από τους λόγους αυτούς, μπορεί σήμερα να πραγματοποιηθεί χωρίς τα βιβλία; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να αντιληφθούμε τη φυσιολογική σημασία που έχει για τον εγκέφαλό μας η ανάγνωση των βιβλίων. Υποστηρίζεται ότι ο εγκέφαλος αναπαριστά στη φαντασία κάθε κατάσταση που περιγράφει ή αφήνει να εννοηθεί η ανάγνωση ενός βιβλίου. Αυτό σημαίνει μια περίπλοκη εγκεφαλική σύνθεση ή με άλλα λόγια έναν εμπλουτισμό της ικανότητας του εγκεφάλου με τη δημιουργία νέων νευρικών διεγέρσεων. Η αντίληψη αυτή, δηλαδή το ότι ο εγκέφαλος υφίσταται κάποια φυσιολογική μεταλλαγή με την εμπειρία της ανάγνωσης, μπορεί να πιστοποιηθεί από την επίδραση που αισθανόμαστε ότι μόνιμα εξασκεί στον προσανατολισμό μας στον κόσμο ένα βιβλίο από αυτά που θεωρούμε ότι μας έχουν ριζικά επηρεάσει. Το βιβλίο και η ανάγνωσή του παραμένουν ως τα θεμέλια της εκπαίδευσης. Έτσι, το να διαβάζεις παραμένει ως στοιχείο κοινωνικής οργάνωσης. Οπωσδήποτε, τα βιβλία εξακολουθούν να προσφέρουν τις πύλες για την είσοδο σε σφαίρες προσωπικής ανάπτυξης και για ταξίδια ατομικής εκπλήρωσης. Παράλληλα, τα βιβλία είναι ο μόνος τόπος συνάντησης των μυστικών τρόπων που χαρακτηρίζουν τις ιδιαίτερες ζωές του συγγραφέα και των αναγνωστών. Η μοναδικότητα του κειμένου δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αμφισβητηθεί. Οι μυστικοί τρόποι των κειμένων δύσκολα μπορούν να βρεθούν στους ψηφιακούς κόσμους της οθόνης και, αν βρεθούν, δεν μπορούν να συγκριθούν με το βιβλίο. Μπορούμε έτσι να πούμε ότι, αν το βιβλίο παρακμάσει σε βαθμό που θα πάψει να επηρεάζει, τότε θα σημάνει και μια καμπή στην ιστορία του πολιτισμού: Δεν θα είμαστε πια δεμένοι με τον ατομικό απομονωμένο στοχασμό και η ικανότητά μας για δημιουργική σκέψη θα υποχωρήσει ανάλογα. Όπως και να το κάνουμε, οι συζητήσεις για το τέλος του βιβλίου μπορεί να είναι αβάσιμες, αφού η τεχνική μάς δίνει σύγχρονες λύσεις πραγματοποιώντας τη βιβλιοθήκη της τσέπης με τις νέες συσκευές ανάγνωσης, που μεταφέρονται παντού και που δεν είναι παρά μια μεταλλαγμένη μορφή του βιβλίου. Δεν έχει έννοια, λοιπόν, το να θρηνούμε για το τέλος του βιβλίου όταν το τεχνικό μέσο γι΄ αυτό δεν είναι παρά μια νέα μορφή του. Αν σταματήσουμε το διάβασμα θα πάψουμε να είμαστε αυτά για τα οποία συνηθίσαμε να είμαστε περήφανοι: Θα πάψουμε να είμαστε εσωτερικά πλούσιοι, θα χάσουμε ίσως μεγάλο μέρος από τους μυστικούς κόσμους που διαφυλάσσουμε και που μας επιτρέπουν να επικοινωνούμε, ο κόσμος σίγουρα θα γίνει πιο φτωχός. Η τεχνική θα πρέπει να προσαρμοσθεί και να υποταχθεί στη σκοπιμότητα που εξασφαλίζει το μέλλον του βιβλίου.