Τι είναι άραγε ευτυχία; Πότε καταλαβαίνουμε αν είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι ή αν απλώς έχουμε ενθουσιαστεί; Υπάρχει ευτυχισμένη ζωή ή μόνο στιγμές ευτυχίας; Κι αν υπάρχουν μόνο στιγμές ευτυχίας γιατί είναι τόσο σπάνιες; Το μοναδικό πράγμα που είναι σίγουρο για την ευτυχία είναι πως δεν κρύβεται.
Δεν μπορείς να προσποιηθείς τον ευτυχισμένο κι αν μπορείς δεν μπορείς σε όλους. Δε γίνεται να κοροϊδέψεις εκείνους τους λίγους, που κάποτε άκουσαν την καρδιά σου να χτυπάει σαν ενός μικρού παιδιού. Που είδαν τα μάτια σου να λάμπουν και το χαμόγελό σου να γεμίζει το πρόσωπό σου.
Οι νύχτες πια δεν ξημερώνουν σαν τότε, στο ακουστικό μου δεν είσαι εσύ κι εγώ μακριά σου βαριέμαι. Τα καλοκαιρινά βράδια είναι ανιαρά γιατί εσύ δεν είσαι εδώ, τα τσιγάρα μου έχουν γίνει πιο ελαφριά κι εγώ για να νιώσω, καπνίζω πολύ. Όπως εσύ που άναβες το ένα μετά το άλλο όταν δεν ήσουν καλά, όταν σου έλεγα κάτι που σε στεναχωρούσε.
Τις νύχτες χάνομαι μέσα στον καπνό και με το μυαλό μου πηγαίνω εκεί που είχες πει πως θα πηγαίναμε μαζί. Εγώ καίω τα τσιγάρα μου γιατί καίω μέσα από αυτά εμάς, εσύ γιατί καπνίζεις τόσο; Εσύ δε βροντοφωνάζεις πως είσαι ευτυχισμένος;
Θα αναρωτιέσαι τώρα, πώς μετά από όλα αυτά με νοιάζει η ευτυχία σου. Με ξέρεις τόσο καλά όμως, που δε χρειάζεται να σου απαντήσω σε κάτι. «Στιγμές που έπρεπε να ήσουν εδώ, στιγμές που σε έχω κι ας μην είσαι εδώ. Είναι κάτι παραπάνω καμιά φορά ο άνθρωπός σου, είναι λίγα εκατοστά μακριά απ’ την καρδιά σου.»
Έτσι μου είχες πει ένα βράδυ και τελικά δίκιο είχες και σε αυτό. Τι κι αν έφυγες, τι κι αν έτρεξα να κρίνω τις επιλογές σου, τι κι αν με έκανες να βγω απ’ τον εαυτό μου. Τι κι αν οι μέρες περνάνε κι εγώ σε κατηγορώ για το πώς μας γάμησες έτσι, τι κι αν στα δύσκολα ήσουν απών. Εν τέλει κατάλαβα πως όλα πια τα κάψαμε, κάηκε η ζωή μας, μωρό μου, στην ίδια μας τη φωτιά.
Μας καταδίκασες σε μια ποινή μη εξαγοράσιμη κι αποχώρησες θεαματικά, και καλά έκανες που έφυγες, μαγκιά σου. Μα μην προσποιείσαι σε εμένα πως τώρα είσαι ευτυχισμένος. Τα μάτια σου, μωρό μου, δε λάμπουν πια, το χαμόγελό σου είναι τυπικό, το κορμί σου σκυφτό κι η καρδιά σου δε χτυπάει όλη την ώρα σαν τρελή. Ο ενθουσιασμός σου είναι στην πόρτα και σε χαιρετάει κι ο αυθορμητισμός σου έχει ήδη αποχωρήσει. Το βήμα σου πια είναι κατσούφικο κι η αύρα σου αποπνέει μιζέρια.
Νόμιζες πως θα κατάφερνες να κοροϊδέψεις εμένα; Αφού εγώ σε ξέρω όσο εσύ δεν ξέρεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Για αυτό η υπερφίαλη έκθεση της δήθεν ανεμελιάς σου δε με συγκινεί, ίσα-ίσα με στεναχωρεί που δεν είναι αληθινή.
Δε θέλω να κρατήσεις καμία ανάμνηση από εμάς, τις κράτησα όλες εγώ, φυλαγμένες σε μια ντουλάπα με κάτι ρούχα σου. Μου φτάνει πως κάθε φορά που θα με συναντάς, θα θυμάσαι πώς ήσουν κάποτε στο πλάι μου και θα μετανιώνεις γιατί τότε ήσουν πραγματικά ευτυχισμένος.
Πάω για ύπνο, α μην ξεχάσω να σου πω πως σε συγχωρώ. Σε συγχωρώ για όλα λοιπόν και σου εύχομαι μια μέρα να βρεις την πραγματική ευτυχία, όχι τη γιαλαντζί. Ελπίζω για εσένα να μην ξαναχρειαστεί να γυρίσεις στο παρελθόν σου, γιατί το μέλλον μας, μωρό μου, είναι μπροστά κι όχι πίσω.
Πιες ένα και για εμένα απόψε και μην ξεχάσεις να βάλεις ζώνη, Με φωνάζουν, καληνύχτα.