«Και δεν μου λες, πως εγώ, που πουλάω μονάχα λουκάνικα, θα γίνω σεβαστός άνθρωπος;– Ακριβώς γι’ αυτό θα γίνεις μεγάλος και τρανός, γιατί είσαι τιποτένιος (πονηρός) και άνθρωπος της πιάτσας και θρασύς.– Δεν έχω την αξίωση ν ’ ανεβώ ψηλά.– Αλίμονο, τι σε κάνει να λες πως δεν τ ’ αξίζεις; Νομίζω πώς κάτι καλό κρύβεις μέσα σου. Μπας και κατάγεσαι από καλούς και τίμιους ανθρώπους;– Όχι, μα τούς θεούς, μονάχα από τιποτένιους.– Καλότυχε, τύχη που την έχεις· πόσο καλά σου ’ρθαν τα πράγματα για να κυβερνήσεις.– Μα, ευλογημένε, δεν έχω καμιά μόρφωση. Κάτι γραμματάκια μόνο ξέρω και αυτά, βέβαια, κουτσά- στραβά.– Αυτό μόνο είναι σε βάρος σου· πού τα ξέρεις, έστω και κουτσά-στραβά. Γιατί η κυβέρνηση, βέβαια, δεν είναι δουλειά ούτε μορφωμένου ούτε έντιμου και ενάρετου ανθρώπου άλλα αμόρφωτου (αμαθή) και αχρείου».
«είναι, βέβαια, εντελώς ανυπόφορο να πέσει κάποιος στη διάκριση του αχαλίνωτου λάου αποφεύγοντας την αυθαιρεσία του τυράννου. Γιατί ο τύραννος, αν κάνει κάτι, το κάνει με επίγνωση του πράγματος, ο λαός όμως ούτε καν έχει τη δυνατότητα αυτής της επίγνωσης. Πραγματικά, πώς θα μπορούσε να την έχει, αφού ούτε μορφώθηκε ούτε έμαθε κάτι καλό και σωστό, και σπρώχνει χωρίς μυαλό τις υποθέσεις πέφτοντας πάνω τους σαν χείμαρρος;».