- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
- Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
- Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
- Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
- Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν’ αναστηθώ, εδώ, σ’ ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω…
Έτσι θαρρώ!
- Μ’ αγαπά, μουρμούρισε όπως τ’ άφηνε να πέσει.
- Δεν μ’ αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
- Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
- Μ’ αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
- Δε μ’ αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
- Γιατί; ψιθύριζε τ’ άδολο ανθάκι λαβωμένο.
- Μ’ αγαπά!
- Δε μ’ αγαπά!
- Μ’ αγαπά! φώναξε χαρούμενο.