Όταν λέμε αυταπάτη, για τους φιλοσόφους εννοούμε μια διαδικασία με βάση την οποία υπερασπιζόμαστε μια πεποίθηση που είναι σημαντική για μας ή για την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας παρά την ύπαρξη ισχυρών ενδείξεων εναντίον της.
Η τάση μας να ξεγελάμε τον εαυτό μας αποτελεί ένα από τα ζητήματα που διχάζουν τους φιλοσόφους. Ως τώρα οι επικρατέστερες θεωρίες είναι δύο. Η λεγόμενη θεωρία της λεκτικής διατύπωσης, η οποία υποστηρίζεται από τη σχολή που αρνείται την αυταπάτη, πρεσβεύει ότι ο αυταπατώμενος στην ουσία γνωρίζει ότι π.χ. είναι μέτριος στην Ιστορία ή ότι το παιδί του έχει πρόβλημα αλλά δεν το αποδέχεται στις λεκτικές διατυπώσεις του προς τους άλλους.
Η δεύτερη θεωρία, η οποία έχει προταθεί κυρίως από τον Αλφρεντ Μέλε του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, υποστηρίζει ότι η αυταπάτη είναι μια προκατειλημμένη πεποίθηση: το γεγονός ότι η προσοχή μας είναι επικεντρωμένη σε αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε μας κάνει να μη βλέπουμε τις αντίθετες ενδείξεις ακόμη και όταν αυτές είναι εμφανείς. Αυτό είναι κάτι που, όπως έχει αποδειχθεί από την ψυχολογία και τις νευροεπιστήμες, συμβαίνει συχνά στην καθημερινότητά μας ακόμη και με απτά πράγματα και όχι μόνο με τις αφηρημένες κρυφές επιθυμίες μας. Και εδώ όμως, υπογραμμίζει ο Νέβεν, παρατηρείται ένα κενό, εφόσον υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι «βλέπει» τις αντίθετες ενδείξεις, όπως π.χ. όταν οι επιδόσεις του είναι κακές σε ένα τεστ Ιστορίας.