Η Αλεπού και ο Κροκόδειλος - Point of view

Εν τάχει

Η Αλεπού και ο Κροκόδειλος



Ακολουθεί ένα παραμύθι για παιδιά, μα και μεγάλους.  Ίσως λιγάκι περισσότερο για μεγάλους.  Είναι όμως ένα παραμύθι χωρίς δράκους και πριγκίπισσες, χωρίς κάστρα και πολέμους. Ένα παραμύθι που ο βάτραχος δε γίνεται όμορφος και πλούσιος πρίγκιπας στην τελευταία σελίδα. Είναι ένα παραμύθι για την πάλη μιας αγάπης.

«Ήταν τότε, παλιά, ένα φθινοπωρινό βράδυ. Το αεράκι διαπερνούσε τα φύλλα των δέντρων του δάσους. Είχε πέσει κιόλας σκοτάδι. Τα ζώα ήταν όλα γύρω από τη φωτιά, χόρευαν, χαίρονταν την αρχή μιας νέας εποχής, τη βροχή που σχεδόν μύριζε, χαίρονταν τη ζωή. Ακούγονταν γέλια, φωνές, κάπου στο βάθος γκάιντες. Για την Πουπού την αλεπού όμως δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα.

Εκείνη την ημέρα κάτι είχε σπάσει μέσα της, ένιωθε μια πρωτόγνωρη λύπη. Δεν ήξερε τι είναι και γιατί. Ένιωθε μόνη μέσα στους ανθρώπους της. Μια γλυκιά και σινάμα πικρή μελαγχολία που κλιμακωνόταν με το πέρας της ώρας. Η Πουπού έφυγε. Έτρεξε πέρα από το δάσος, την έπνιγε όλο αυτό το τέρας που ήρθε να ξυπνήσει μέσα της. Από θυμό, πέρασε τα επιτρεπτά όρια και έφτασε μέχρι τη μακρινή σκοτεινή λίμνη στο βάθος του δάσους. Δεν πίστευε ούτε η ίδια στη δύναμή της να αγγίξει το απαγορευμένο. Σαν να χάρηκε λιγάκι, μα η θλίψη είχε μολύνει για τα καλά την καρδιά της εκείνο το βράδυ. Στάθηκε να ξεκουραστεί και ξέσπασε πια σε κλάματα. Σε κλάματα βαθιά, σε κλάματα πολλά και άγνωστα για κείνη.
Άξαφνα, ζητώντας βοήθεια μέσα της, η Πουπού άκουσε ένα μουρμουρητό... όχι, όχι, κάτι σαν απαλό τραγούδι ήταν. Σήκωσε τα μάτια της και θολά αντίκρυσε έναν κροκόδειλο στην ακροθαλασσιά, που πετώντας πέτρες, σιγοψιθύριζε ένα τραγούδι, άγνωστο ακόμη για εκείνη. Κοιτάχτηκαν. «Ξέρεις, δεν είναι εύκολο», του είπε η Πουπού λες κι ο κροκόδειλος γνώριζε τι ήταν αυτό. «Ξέρεις, ούτε για μένα είναι», της είπε, «τουλάχιστον εσύ κλαις, έχεις κάτι να νιώσεις, εγώ δε νιώθω ποτέ τίποτα», της εξομολογήθηκε ο κροκόδειλος. Η Πουπού δεν καταλάβαινε. Πλησιάστηκαν. «Μένω συχνά μόνος μου», της είπε ο κροκόδειλος, «έρχομαι εδώ, κρύβομαι, πετώ πέτρες και τραγουδώ. Μόνος μου. Ποτέ με άλλους».
Η Πουπού ήθελε πολύ να τον ρωτήσει πώς, γιατί, μα τι είναι αυτό που τον κάνει να μένει μόνος του. Δε ρώτησε όμως και μίλησε για τη δική της θλίψη. Του πε για τη στιγμή που έσπασε η καρδιά της. «Μα γι’αυτό κλαίω, γιατί δεν έχω πια καρδιά, την έδωσα. Άρα δεν θα ξανανιώσω, δεν θα ξανακλάψω. Νεκρή κι εγώ, όπως κι εσύ», του έλεγε δίχως να ξέρει γιατί ανοίγει τον ολόδικό της κόσμο σε έναν άγνωστο και μοναχικό κροκόδειλο, που ζούσε πέρα από το απαγορευμένο. Της τραγούδησε πολλά τραγούδια εκείνο το βράδυ. Δεν της είπε το όνομά του. Κατά το ξημέρωμα η Πουπού έφυγε. Πέρασαν μέρες πολλές, που ένιωθε ακόμη την καρδιά της να λείπει, την καρδιά της κλεμμένη. Άκουγε συχνά τα βράδια από το βάθος του δάσους ψιθύρους και μουρμουρητά, άκουγε τον κροκόδειλο να σιγοτραγουδάει τα τραγούδια που της είπε εκείνο το βράδυ, άκουγε τις πέτρες να πετιούνται σιγά σιγά και έπειτα έντονα και θυμωμένα στη λίμνη. Μα δεν πήγε να τον βρει. Δεν είχε καρδιά να του δώσει. Μόνο θλίψη.
Οι μέρες περνούσαν πολύ γρήγορα και η Πουπού αποφάσισε να φτιάξει μόνη της μία νέα καρδιά και να τη βάλει στην άδεια θέση της προηγούμενης. Έφτιαξε, λοιπόν, μια καρδιά ροζ και φούξια, που είχε μέσα και λίγο μαύρο, να της θυμίζει τη θλίψη της, μία καρδιά που χωρούσε όλον τον κόσμο, για να μην ξανανιώσει μόνη της ποτέ. Με τον καιρό, καθόταν πια κι εκείνη δίπλα στη φωτιά και στους φίλους της στο δάσος, τραγουδούσε, χόρευε, γελούσε, με όλον τον κόσμο. Χαιρόταν κι εκείνη τη ζωή κι ας είχε δανεική καρδιά. Ήταν μια καρδιά ολόδική της και απ’την αρχή φτιαγμένη. Όσο όμως κι αν έτρεχε και έπαιζε, και χόρευε και γελούσε, της έλειπε να ακούσει από κοντά τις πέτρες να πέφτουν μες στη λίμνη.
Ένα βράδυ μετά από χρόνια η Πουπού πλησίασε το απαγορευμένο σημείο που τη φόβιζε, μα που ήξερε πως την απελευθέρωνε η απαγόρευσή του. Ο κροκόδειλός της ήταν πάντα εκεί. Τον βρήκε να σιγοψιθυρίζει τα ίδια τραγούδια και να πετάει πρώτα ήρεμα, κι ύστερα πιο έντονα τις πέτρες μες στη λίμνη. Δεν ήξερε τι να του πει, ντρεπόταν. Εκείνος την περίμενε, την καλούσε, κι εκείνη δεν του είπε ποτέ ότι χάθηκε για να ψάξει κι ύστερα τελικά να φτιάξει τη χαμένη της καρδιά. Μην ξέροντας, του είπε την αλήθεια: «Με ονόμασαν Πουπού, γιατί πάντα απορούσα πού είναι η αγάπη, οπότε ρωτούσα συνεχώς, πού και πού θα τη βρω. Όταν έχασα την καρδιά μου, νόμιζα ότι έχασα και αυτό το οποίο επιθυμούσα να βρω. Την έφτιαξα όμως την καρδιά μου, κοίτα, κι ακόμα ψάχνω την αγάπη. Μήπως την είδες;» ρώτησε με γέλια και μέσα της με δάκρυα τον κροκόδειλο. «Εγώ την έχω, χρόνια τώρα. Σε καλούσα να έρθεις να την πάρεις, σε φώναζα, μα εσύ την έψαχνες αλλού. Δε στη δίνω λοιπόν. Γιατί ενώ ήξερες, δεν ήρθες από μένα να τη γυρέψεις». Η Πουπού θύμωσε. «Δεν μπορείς να κρατάς την αγάπη για τον εαυτό σου, πρέπει να μοιράζεται η αγάπη, είναι για να μοιράζεται η αγάπη. Μόνος σου τι να την κάνεις; Η αγάπη φτιάχτηκε για να ναι για πολλούς», ξεστόμισε και δεν πίστευε στη δύναμή της. «Άσε με να πάρω ένα μέρος, άσε με να την έχουμε παρέα, μια μέρα εσύ, μια μέρα εγώ», του είπε ύστερα πιο γλυκά.
Ο κροκόδειλος ήταν ανένδοτος. «Εσύ ζεις στην καρδιά του δάσους, εγώ στην απαγορευμένη λίμνη. Ζούμε μακριά ο ένας από τον άλλον, γιατί να σου εμπιστευτώ την αγάπη μου, που με τόσο κόπο μάζεψα και φύλαξα μέσα μου τόσα χρόνια; Εσύ μπορεί να μην μου τη φέρεις ποτέ πίσω, να την κρατήσεις μόνο για σένα», της ψέλισσε ήρεμα, σχεδόν πεθαμένα. «Μα δε βλέπεις, ούτε να μιλήσεις δεν μπορείς πια. Κράτησες για σένα την αγάπη κι αυτό σε σκοτώνει. Νομίζεις ότι τη δίνεις στις πέτρες και τη λίμνη, στα τραγούδια που ψελλίζεις μόνος σου εδώ, στον ουρανό και τον ήλιο. Μα σου λέω, το έψαξα, το σκέφτηκα, το ένιωσα, η αγάπη είναι να μοιράζεται σε αυτούς που την αντέχουν. Μάλλον, μου φαίνεται, δεν αντέχεις την αγάπη», απάντησε όλο σκέρτσο και θυμό η Πουπού. Ο κροκόδειλος σιωπούσε, απλά την κοίταζε. 




Εκείνη συνέχισε: «Σου λέω, εμπιστέψου με, δες με, έφτιαξα νέα καρδιά, πονάει να κρατάς για σένα την αγάπη. Όσο δεν την κρατάς ζωντανή, την πεθαίνει την καρδιά, δεν την τρέφει. Φοβάσαι να μου τη δώσεις, το ξέρω. Μα άσε με να σου δείξω πως μπορώ». Ο κροκόδειλος χάθηκε μέσα στη λίμνη. Η Πουπού συνέχιζε κάθε μέρα να πηγαίνει να τον βρίσκει και να του μιλάει για την αγάπη, πότε με στοργή, πότε με θλίψη, πότε με χαρά και πότε με πόνο. Ο κροκόδειλος δεν ήταν πια στην ακροθαλασσιά. Κρυβόταν μες στη λίμνη, μην τυχόν και τον πείσει η αλεπού μας να της δώσει την αγάπη του.
Εκείνη όμως του μιλούσε, ήξερε πως αυτός άκουγε, κι από τον πάτο της λίμνης που κρυβόταν για να μην τον βρει. Τα είχε πια δοκιμάσει όλα. «Ξέρεις κάτι; Κράτα την αγάπη. Αν μπόρεσες και τη βρήκες εσύ, θα μπορέσω κι εγώ να βρω έστω ένα κομμάτι της αλλού. Όπως έφτιαξα νέα καρδιά, έχω τη δύναμη να φτιάξω και νέα αγάπη, νέα χαρά». Ήταν έτοιμη να φύγει, όταν κατάλαβε πως αυτό για το οποίο πάλευε κάθε μέρα, τόσο πολύ καιρό, δεν ήταν ίσως μονάχα να πάρει την ίδια την αγάπη, τελικά ήταν να πάρει την αγάπη εκείνου του κροκόδειλου. Ήθελε τη συγκεκριμένη. Κι εκείνη τη στιγμή, που ο ήλιος σχεδόν ερχόταν για να ανατείλει, εκείνη τη στιγμή που ακούγονταν οι γρύλλοι κι είχε μπει πια για καλά το καλοκαίρι, η Πουπού σιώπησε κι ήταν σαν να πάγωσε ο χρόνος. Κι ήταν η ίδια η στιγμή, που η Πουπού σταμάτησε να μιλά, μα ξεκίνησε να πετά πέτρες στη λίμνη και να ψιθυρίζει το τραγούδι του κροκόδειλου, περιμένοντάς τον πια να βγει...

Δε θα μάθουμε ποτέ εάν όντως εκείνος βγήκε. Ούτε εάν η Πουπού πήρε την αγάπη που ζητούσε. Δεν θα μάθουμε ποτέ και το όνομα του κροκόδειλου, ήξερε να κρύβεται καλά και να λέει μόνο όσα χρειάζεται να πει»...

Το παραμύθι μας τελειώνει κάπως έτσι. Βάζει ο καθένας το τέλος που του αρέσει, ή που θα θελε να ζήσει και να δει. Μπορεί να μην έχει και τέλος, όπως η αγάπη, ατέλειωτη, ατόφια και πιστή εις το άπειρον. Είναι, λοιπόν, αυτό ένα παραμύθι κυρίως για μεγάλους. Τα παιδιά τρέχουν, άλλωστε, να τη μοιραστούν την αγάπη. Κι είναι ένα παραμύθι, που γνωρίζουμε όλοι καλά, που κουβαλούμε μέσα μας, μα ένα παραμύθι, που θάβουμε καλά στον πάτο, ο καθένας, της δικής του λίμνης.

Pages