Ακολουθεί ένα παραμύθι για παιδιά, μα και μεγάλους. Ίσως λιγάκι περισσότερο για μεγάλους. Είναι όμως ένα παραμύθι χωρίς δράκους και πριγκίπισσες, χωρίς κάστρα και πολέμους. Ένα παραμύθι που ο βάτραχος δε γίνεται όμορφος και πλούσιος πρίγκιπας στην τελευταία σελίδα. Είναι ένα παραμύθι για την πάλη μιας αγάπης.
«Ήταν τότε, παλιά, ένα φθινοπωρινό βράδυ. Το αεράκι διαπερνούσε τα φύλλα των δέντρων του δάσους. Είχε πέσει κιόλας σκοτάδι. Τα ζώα ήταν όλα γύρω από τη φωτιά, χόρευαν, χαίρονταν την αρχή μιας νέας εποχής, τη βροχή που σχεδόν μύριζε, χαίρονταν τη ζωή. Ακούγονταν γέλια, φωνές, κάπου στο βάθος γκάιντες. Για την Πουπού την αλεπού όμως δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα.
Δε θα μάθουμε ποτέ εάν όντως εκείνος βγήκε. Ούτε εάν η Πουπού πήρε την αγάπη που ζητούσε. Δεν θα μάθουμε ποτέ και το όνομα του κροκόδειλου, ήξερε να κρύβεται καλά και να λέει μόνο όσα χρειάζεται να πει»...
Το παραμύθι μας τελειώνει κάπως έτσι. Βάζει ο καθένας το τέλος που του αρέσει, ή που θα θελε να ζήσει και να δει. Μπορεί να μην έχει και τέλος, όπως η αγάπη, ατέλειωτη, ατόφια και πιστή εις το άπειρον. Είναι, λοιπόν, αυτό ένα παραμύθι κυρίως για μεγάλους. Τα παιδιά τρέχουν, άλλωστε, να τη μοιραστούν την αγάπη. Κι είναι ένα παραμύθι, που γνωρίζουμε όλοι καλά, που κουβαλούμε μέσα μας, μα ένα παραμύθι, που θάβουμε καλά στον πάτο, ο καθένας, της δικής του λίμνης.